Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 278
Των αρχόdω οι όρνιθες κοιτάζουσι νωρίς
(1963)
Παραδείγματος χάρη: - “Απού τσι τρείς η ώρα κοιτάζουσιν οι όρνιθές μας. -Δεν έχεις ακουστά πως των αρχόdω οι όρνιθες κοιτάζουσι νωρίς; Είναι, λέει καλοπερασμένες και 'ια φτό. Τω φτωχώ ραίνουdαι νάβρου dίστα να φάνε και ...
Τον Μα' (Μάη) και τον Απρίλη και τον 'Ερινιαστή που κλάνουν οι 'αδάροι και πίνουν οι βοσκοί
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Απ' αστραπές κι από βροdές κι από βροχή και χιόνι κι απ' άτεκνο κι απ' ακριβό ο Θιός να σε γλυτώνη
(1963)
Δηλαδή, ο άτεκνος και ο φιλάργυρος είναι κακοί, όσο και η αστραπή
Α δεν αστάψη δε βροdα, κι α δε βροdα, δε βρέχει, κι α δεν αρχέψη η βροχή ο ποταμός δε dρέχει
(1963)
Δηλαδή, κάθε πράγμα έχει την αιτία του, το προηγουμενό του
Εώ σου λέω να κάμης χίλια πρόβατα (ή: ζα), εσύ δεν θες; ... νοργιά (ή: τρίχα) (ή: τρίχα να μην απολάψης)
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος δεν δέχεται ή δεν ακολουθή τις συμβουλές μας
Τον άκαφτο τον εϋρεύγασι να τόνε κάψουσι gαι δε dον ευρήκασι
(1963)
Ερμηνεία: Όλοι οι άνθρωποι έχουν ζήσει τον καημό του θανάτου κάποιου ή κάποιων δικών τους ανθρώπων. Λέγεται σαν παρηγοριά
Πιότερο gαιρό θένε τά λεφτά νά τά φυλάξης, παρά νά τά δουλέψης
(1963)
Δηλαδή χρειάζεται μεγαλύτερη ικανότητα νά διατηρήσης ένα χρηματικό ποσό παρά όση χρειάζεται γιά νά τό κερδίσης
Άρτσι – βούρτσι
(1928)
Την πριν της Απόκρεω εβδομάδα δεν νηστεύανε την Τετάρτη και την Παρασκευή από κρέας κι ήτανε τότε άρτσι-βούρτσι.
Τ' αρρωστημένου η κουλούρα κάνει σαράdα μέρες στ' απρουσκέφαλό dου
(1963)
Δηλαδή, ο άρρωστος δεν έχει όρεξη να φάη. Π.χ. “Αλλότες ελέασι bως τ' αρρωστημένου η κουλούρα ... Μα ' μένα δε gάνει ουτ' ένα λεφτό, 'ιατί εμ 2)αρρωστημένη 2) είμαι, έμη πεινώ κιόλα”
Όποιος δουλεύγει βασιλιά, πρέπει το νου dου νάχη, κι' όχι το νού dου βασιλιά, μόνου τον εδικό dου
(1963)
Δηλαδή, ο εργαζόμενος σε ξένο, σε πλούσιον, πρέπει να προσέχει για να μην προκαλέση τη δυσαρέσκειά του
Δικό σου το ψωμί και το μαχαίρι
(1963)
Δηλαδή, είσαι κύριος νοικοκύρης
Βαρ' τον ατσίποδα να σ' άψη τη φωθιά, κι α dην άψη είναι δυό βολές ατσίποδας
(1963)
Λέγεται, όταν ένας ανίκανος, ένα μικρό παδιί, κατορθώση να κάμη μιά μικροδουλειά. Έχει έννοιαν ειρωνική
Τρείς που μέχεις, τρείς που σέχω και τριώ που dο παιδί, σωστοί σωστοί ενιά μηναρούκλες είν', άdρα μου
(1963)
Ο σχετικός μύθος: Ήτονε λέει, καμμιά κι επαdρεύτηκε, gι ήπηρε gανέναν αγαθούτσικο και σε τρείς μήνες πο παdρεύτησα gι ύστερα ΄έννησε, μα δεν ήτονε τ΄αdρούς τση το παιδί, μόνου τόχε μάλλο καμωμένο. Ήχρεψε λοιπό ο κόσμος ...
Καλομελέτα κι έρχομαι
(1928)
Κάθε άγιος κι η μνήμη dου
(1928)
Όποιος παρα κάθεται ακούει τσοι bοbές του
(1928)
Ερμηνεία: Παρακάθεται = πάει σε ξένει πόρτα κρυφά κι ακούει τι λένε μέσα
Σαν πεινώ και δε νυστάζω όσο θέλεις σκέπαζέ μου
(1928)
Όσο και να με σκεπάζεις δεν θα κοιμηθώ αφού πεινώ και δε νυστάζω
Που πεινα ια ν' αρχοντίνη, μόνου η πείνα τ' απομείνει
(1928)
Όποιος πεινα για να πλουτίνη τ' απομείνει μόνον η πείνα, δεν είναι δυνατό να πλουτίνη μ΄ αυτον τον τρόπο
Η καρδιά μου μου λέει
(1930)
Προνοώ
Και το ζόρι ο Θεός τόπεζε
(1928)
Άμα δής εγραίο 'ύρευγε σπίτι στερέο
(1963)
Ο γραίγος είναι καιρός ορμητικών και μικρής διάρκειας βροχών που συνεχώς επαναλαμβάνονται. Εγραίο = γραίγος Β – Α άνεμος, 'ύρευγε = γύρευε, στέρεο = ασφαλές. Το επίθετο είναι στέρεος – η – ο. Κατεβαίνει ο τόνος για την ...
Κανείς δε bορεί να ξεφύ' α' το γραφτό dου
(1963)
Αντιστοιχεί προς το “Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον”
Άσκημα γράφου dα χαρθιά
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Τα πράγματα δείχνουν άσχημα
Τα γραμμένα άγραφα δε 'ίνουdαι
(1963)
Δηλαδή ότι γράφει η μοίρα δεν μπορεί να το αποφύγει. Προέρχεται από παραμύθι.
Το γραμμένο άγραφο δε 'ίνεται
(1963)
Δηλαδή ότι γράφει η μοίρα δεν μπορεί να το αποφύγει. Προέρχεται από παραμύθι.
Κράdα εις το bόρdαρό dου μοσκολίbανο τον έχει
(1928)
Η παροιμία επί τον εγωϊσμού
Ήρθα d΄ άγρια πουλιά κι έδιωξα dα ήμερα
(1928)
Ερμηνεία: Ένας νιόγαμπρος διώχνει τα πεθερικά του από το σπίτι που μόλις χθές ήτανε δικό τους
Βρωμεί ο βριός βρωμούν και τα καλα dου
(1928)
Βριός = Εβραίος
Σαραdαπέdε 'Ιάννηδοι ενούς κοκκόρου γνώση, κι εκείνοιν εθαμάξασι, bου την ευρήκα dόση!
(1963)
Δηλαδή οι Γιάννηδες δεν έχουν διόλου μυαλό. Είναι πείραγμα σε κείνους, που έχουν αυτό το όνομα
Τρέξετε 'ιατροί, τρέξετε 'ενιτσάροι
(1963)
Είναι από τραγουδάκι δημοτικό
Ιάννης κερνά (και) 'Ιάννης πίνει
(1963)
Λέγεται όταν μια ενέργεια, που υποτίθεται ότι γίνεται υπέρ κάποιου προσώπου ή ότι είναι γενικού συμφέροντος, γίνεται προς όφελος του ενεργούντος
Όποιος πονεί, παέι στο 'ιατρό
(1963)
Δηλαδή όποιος έχει ανάγκη πηγαίνει σ' εκείνον που μπορεί να τον βοηθήση. Δεν πηγαίνει εκείνος, που μπορεί να βοηθηση, σ' εκείνον, που έχει ανάγκη
Που πονεί, πάει στο 'ιατρό
(1963)
Δηλαδή όποιος έχει ανάγκη πηγαίνει σ' εκείνον που μπορεί να τον βοηθήση. Δεν πηγαίνει εκείνος, που μπορεί να βοηθηση, σ' εκείνον, που έχει ανάγκη
Δε με κόφτει 'ια το bάτσο, αλλά 'ια το 'ιατί
(1963)
Δηλαδή δεν ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, αλλά η αιτία
Το πρόσωπο τ' ανθρώπου 'ναι μαχαίρι
(1928)
Υβρίζεις κάποιον ενώ λείπει, όταν όμως τον δης κόβεσαι δε βρίζεις πια
Ότι να θωρής εγλιαίο 'ύρευγε στερλιέο. Κι' οτι θωρής βοριά, 'ια περίμενε χιονιά
(1963)
Ακουστά έχω πως ήτονε κανένας τσεβδός = τραυλός, και τόλεεν ετσάιαδε = έτσιδα. Εγλιαίο = εγραίο, στερλιέο = στερεό
Κόψε ξύλο κάμ' Αdώνη κι από πλάτανο Μανώλη, και α bής και 'ια το 'Ιάννη, ό,τι ξύλο κόψης, κάνει
(1963)
Είναι μάλλον αστεϊσμός εις βάρος εκείνων, που έχουν αυτά τα ονόματα και κυρίως των Γιάννηδων
Αλεστικά φουρνιστικά
(1963)
Λέγεται, όταν λίγο από εδώ, λίγο από κεί μοιράζεται ή σπαταλιέται κάτι. Π.χ. Αλεστικά, φουρνίστικα 'δα, που λέ' ο λαός, πάει το μισό dίοτα 7). δώνεις από 'πά, τραταίρνειςαπό εκεί, αλεστικά, φουρνίστικαπάει το τίοτα. 7). Αλεστικά, φουρνίστικαπάει και...
7)= το κάθε τι, 8)= εδώ είναι κυριολεξία. Από δώ και η μεταφορά...
7)= το κάθε τι, 8)= εδώ είναι κυριολεξία. Από δώ και η μεταφορά...
Τα μάθια πούχα τάχασα, τα φρύδια τι τα θέλω;
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση απογοητεύσεως και αδιαφορίας για τα πάντα εξ αιτίας μεγάλου ατυχήματος
Των Αγίων Αποστόλω τα παπούτσα και στο δρόμο
(1963)
πια 4) τα πρωτουαλιστά 5) τόνε υαλισμένα 6) Ια 'φτο δα 'λέα gι' οι παλαιοί, πως: Των Αγίων Αποστόλω τα παπούτσα και στο νώμο. Ότι 7) κι ημαθά τηνε κι' ευτή κι ήβανε μια gεδιά 8) ήφυε. Ετσά μου τη gάνουν όλες μου οι μαθητρες. Των Αγίων Αποστόλω τα...
Αύρι' ακούς
(1963)
) Λέει, λύρα παίζω. Λέει, μα δεν ακούεται. Λέ΄, «Αύρι΄ ακούς» 7) 8). 3)=έκλεβε, 4)=κάποιο, ένα, 5)= κάποιος, ένας, 6)=αυτού, 7)=την επόμενη δηλ. θάκουε πως κλέψανε το τάδε σπίτι και θα καταλάβαινε τότε, τι έκανε τη νύχτα ό Στρατηχότζας στο παράθυρο, 8...
Κακό απάντημα είχα
(1924)
Ερμηνεία: Δε μου βγήκε σε καλό
Όπου κι α bάη τ' άλεσμα, στο μύλο θένα πάη
(1963)
Δηλαδή ολα τα πράγματα καταλήγουν στον προορισμό τους
Δεν βάσταξεν α τα σύκα ως τα σταφύλια
(1928)
Πολύ κοινή φράση . Τα σύκα γίνονται πάντα λίγες μέρες πριν απ' τα σταφύλια. Στις 17 Ιουλίου, της Αγίας Μαρίνας γίνονται τα πρωτογυάλιστα σύκα και στας εξ Αυγούστου, του Σωτήρος, τα πρωτογυάλιστα σταφύλια.
Η κουκουμάβλα δε gανει περδικάκια, κουκουμαβλάκια θα κάμη
(1963)
Δηλαδή αναλόγα προς τους γονείς είναι και τα παιδιά
Όποιος καή στην αλευρϊά, φυσά και το γιαούρτι (ή λιαούρτι)
(1963)
Ερμηνεία: Όποιος πάθη κάτι μια φορά, γίνεται επιφυλακτικός
Τονα dου χέρι στα σκατά και τάλλο στο καθήκι
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο ανυπόληπτο, αναξιο
Κατά μάνα κατά κιούρη
(1963)
Κιούρη = κύρη
Πιάνου gαι τω 'αδάρω κέρατα και τω χοιρώ κουδούνια!
(1963)
Πιάνω = ταιριάζω
Μήτ' εσύ, παπά, στα Φώτα, μήτ' εω στον αγιασμό
(1963)
Λέγεται όταν από πείσμα δυο άνθρωποι ζημιώνονται αμοιβαίως, εμποδίζοντας ο ένας τον άλλο να καρπωθή το αυτό κέρδος
Το μοναστήρι να' gαλά και καλοέροι όσοι θές
(1963)
Δηλαδή όταν υπάρχουν τα μέσα, όλα είναι εύκολα, όλοι είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν
Τση νύχτας τα καμώματα τα θωρεί (ή τα βλέπ') η μέρα και 'ελά
(1963)
Δηλαδή η δουλειά, που γίνεται νύχτα, δεν είναι ποτέ καλή
Άνθρωπος από ενιά και σκύλλος από μάdρα
(1930)
Οι άνθρωποι των καλών οικογενειών ως κ' οι σκύλλοι των μαντρών (οι τσοπανόσκυλλοι) ξεχωρίζουνε είναι καλύτεροι
Φτωχός αξεχρέωτος μεγάλος άρχος είναι
(1934)
Ο μη οφείλων πτωχός είναι μέγας άρχων
Από δήμαρχος κλητήρας
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση ξεπεσμού
Στσή λεύτερης τή bόρτα εκατό κι' ο άδαρος
(1963)
Δηλαδή όποιοςδήποτε έχει δικαίωμα νά κάνη πρόταση γάμου σέ μιά κόρη καί εκείνη δέν πρέπει νά θίγεται, άν τύχη καί είναι κατώτερός της
Αραθυμώ και κρεμούνται τ' άντερα μου
(1924)
Αραθυρώ = επιθυμώ σφόδρα. Τόσο πολύ επιθυμώ ώστε …
Όπκοιος δε γξέρει να γδάροι, χάνει κι τα κριάς, χάνει και το τομάρι
(1934)
Επί των επιδιδομένων εις έργα, τα οποία αγνοούν και δια τούτο χάνουν ου μόνον τα αναμενόμενα κέρδη και τα κεφάλαια και τους κόπους αυτών
Μη κακό αdίς κακό
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να είμεθα εκδικητικοί
Πώς θεωράς τον αdικρυνό σου; λέει, σα dο νεαυτό μου
(1963)
Δηλαδή, υπολάμβανομε τους ανθρώπους καλούς τίμιους, όπως καθένας μας θεωρεί τον εαυτό του
Πέ του το τ' ανυπόληφτου, πέ του το να το ξέρη
(1963)
Δηλαδή, πρέπει να είσαι ευθαρσής προς τον αναιδή, τον ψεύτη, τον παλιάνθρωπο
Ότι ναπεθάνω 'ω με το συναχι, τύφλα ναχη η χολέρα
(1963)
Ή η πανούκλα
Ο Θεός να σε φυλάη απο 'εροdοέρωτα
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος ηλικιωμένος ερωτευθή. Δηλ. Ο έρωτας των ηλικιωμένων είναι παράφορος
Παπους
(1963)
Απού τον όρθον ήβγαινα και λειτρουιά μο' 'πάdα
(1963)
Λέγεται όταν ξεφεύγοντας από μια περιπλοκή, μια αγγαρεία, πέφτωμε επάνω σε άλλη χειρότερη
Όποιος δε θέλει να ζυμώση, πέdε μέραις κοσκινίζει
(1963)
Δηλαδή, όταν δεν θέμε να κάμωμε κάτι, βρίσκομε διαρκώς προφάσεις
Αξανοίει να μου βάλη τα υαλιά
(1929)
Κοιτάζει να με γελάση
Το παιδί, λε' είναι, σα dο σκυλάκι, ως το μάθης
(1963)
Δηλαδή το παιδί, όπως και το σκυλί, φέρεται, όπως το μάθης
Απού τον όρθρον ήβγαινα και λειτρονιά μο πάντα
(1928)
Επί της επαναλήψεως η παροιμία. Πάντα = απαντούσα
Απορπισμένο gαράβι σ' αγαθό λιμιών αράζει
(1934)
Ο απηλπισμένος καταφεύγει εκεί όπου ευρίσκει παρηγοριάν
Τ' αdρόϋνο τσ' Αιάς Παρασκευής
(1963)
Λέγεται ειρωνικά για ζευγάρια, που είναι πολύ αγαπημένα, που τα βλέπουμε συνεχώς μαζί και κυρίως λέγεται, όταν τα ζευγάρια αυτά είναι προχωρημένα στην ηλικία, άχαρα, φτωχά κ.τ.λ. Λέγεται και για αχώριστους φίλους ή φίλες.
Ο σκύλος κακοερνά 'ια ξένες έγνοιες
(1963)
Κακοερνά = γερνά πρόωρα
Ότι να μ' εύρης, έπαρ' με, να μέχης, όdε θέλης
(1963)
Δηλαδή, δεν πρέπει να χάνωμε τις ευκαιρίες
Το διάολο τονε θυμιάζουνε με το λιβάνι και δε θέλει
(1963)
Λέγεται, όταν προσπαθής να επιβληθής με το καλό και δεν πετυχαίνεις κι αγριεύεις στο τέλος. Κυρίως λέγεται στα μικρά παιδιά