Αναζήτηση
Αποτελέσματα 211-220 από 3010
Κατά μάνα κατά κιούρη
(1963)
Κιούρη = κύρη
Πέdε – πέdε την ημέρα, εκατό την εβδομάδα στω (bακάλιδω) τη μάdρα
(1963)
Προέρχεται από παιδικό τραγουδάκι. Είναι κατάρα
Όπου πεινα θωρεί ψωμιά κι' όπου διψά πηάδια, κι' οπου 'τον' αξυπόλυτος παπουτσα με τσι bρόκες
(1963)
Λέγονται, όταν έχωμε τη ψευδαίσθηση ότι μια επιθυμία μας πλησιάζει να πραγματοποιηθή ή πραγματοποιείται ήδη
Σα bεινώ και δε νυστάζω, όσο θέλεις, σκέπαζέ με
(1963)
Δηλαδή, όταν κανείς πεινα ή δε νυστάζει ή του συμβαίνουν και τα δυό, όσο κι' αν προσπαθή να κοιμηθή, δεν το κατορθώνει
Να 'δα 'κείνη bούλεε: Σγουραγριλιδάκια μου, είδετε τη bείνα μου;
(1963)
Σγουραγριλιδάκια = καρποί αγριελιάς
Μάχω και τση Μεγάλης Πέφτης εκείνη dην αγρυπνιά!
(1963)
Μάχω = μα έχω, gαμμιά = κάποια
Άμα σου λάχη (ή dύχη) ο πειρασμός, ξέξου τονε σαν αγιασμό
(1963)
Δηλαδή, πρέπει κανείς να δέχεται με εγκαρτέρηση μια ενόχληση, που δεν μπορεί να την αποφύγη
Χαράς του που πεινα και βούλεται χορτάση
(1963)
Δηλαδή, είναι ευχάριστο να πεινα κανείς και να τρώη με όρεξη
Η πείνα τσι ευγενικοί αδιάdροποι τσι κάνει
(1963)
Ή τους ευγενικούς ή τις ευγενικούς