Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2101-2200 από 3195
Γλυκάθκι η γριά στα σύκα, θα φάη κι τα συκόφυλλα
(1926)
Όταν τις ποιήται κατάχρησιν μιας καλωσύνης μας
Κι για καλό κι για κακό, ας είν' παπάς διμένους
(1926)
Η πρόνοια δεν πλάπτει (Γνωστόν ότι η εξαφνική παρουσία ιερέως θεωρείται κακός οιωνός και προς αποτροπήν του δένεται κόμβος εις μανdήλιον)
Αυτνού τ' του πήρι του βρακί!
(1925)
Παροιμία Σημαίνουντα ότι αυτόν τον σέρνει η γυναίκα. Υπακούει τυφλώς εισ' την γυναίκα του
Άμα γλέπς τα μλάρια τα βασιλ'κά, παραμέρα να μη τα προυγγίξ'ς
(1925)
Και αθώος ων, λάβε τα προφυλακτικά μέτρα. Η παροιμία ελέγετο άλλοτε στα χωριά όταν περιώδευαν τα στρατ. Αποσπάσματα δια τους κακοποιούς. Ήτοι δυνατόν και αθώος τις να πάθη, αν δεν ελάμβανε τα μέτρα του
Σι πήρα για βασιλικό κι βρέθκις τσουκνίδα
(1925)
Παροιμία. Λεγόμενη όταν διαψευσθούν αι καλαί ιδέαι, τας οποίας έχομεν σχηματίσει περί τίνος
Τς αμάκας του τσιγάτου είνι χοντρό κι μιγάλου
(1925)
Όταν λαμβάνη της δώρον
Είν' απάν' τ' βρώμα τ'!
(1925)
Παροιμία που λέγεται γι' αυτοόν που βρίσκεται σε ώριμη ηλικία για γάμο
Δέν πεθαίνει μ' ένα βιόο άνθρωπος, μ' ένα κορμί πεθαίνει
(1927)
Αυτονόητος
Είσι για τ' γ κρικέλα
(1922)
Ερμηνεία: Παράφρων
Αυτός είνι κραβαρίτ'κου ματσούκ'
(1922)
Ερμηνεία: Ευφύης, πονηρός
Οι κώλους να ενταχτή νια ουργνιά, δε στον δίνου του
(1922)
Ή επ' τα' χη' ου κώλους τ' πέρα για να τ' του δώκου, αλλά δεν το 'δουκα του τόπ'
Κάλλιου σκύλ' απού τήγ Κρήτ' μπέρι φίλου Κραβαρίτ'
(1922)
Ερμηνεία: Δηλαδή ο Κραβαρίτης δεν γίνεται φίλος
Κοίτα με το να, να σι κ'τάου μι τα δυό
(1922)
Ερμηνεία: Πειποιήσουμε ολίγον δια να σε περιποιηθώ περισσότερον
Τρίτα και τέταρτα ξαδέρφια, πάρτα πέτατα!
(1926)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν κατακρίνη τις γάμον μεταξύ τρίτων εξαδέλφων ή όταν τις υπερτιμά συγγένειαν μετά τρίτων ή τέταρτων εξαδέλφων
Τα 'ρ' ξατ' κι τ' αλαφρά κι τα βαριά στου γάιδαρου
(1922)
Ερμηνεία: Και τα εύκολα και τα δύσκολα αφέθηκαν εις εμί
Κουσμάρ απού κουσμάρ!
(1926)
Δηλαδή κουσμάρ' είχαμε, κουσμάρ' θα βάλουμε . Κάποτε νια γριά είπε τς τσούπας τς να πλύν' τον πιάτον που ήταν απού κοσμάρ' κι κι κείν' απήντσι έτσι κι έμεινι η παροιμία
Αγνάντιμι ου λιάρους κάτ τουν Έπαχτου
(1926)
Ήρθεν εις ώριμον ηλικίαν προς γάμον
Στου γάμου κουψίδια δε χουρταίνς
(1926)
Πρέπει να 'σι στου σπίτ' μην πιριμένς απού προυσουρυνά να προυκόψς να ζήης
Μι τ'ν αράδα σ', ας είσι τη παπαδιά, τωρά!
(1923)
Έκαστος ακολουθείτω την σειράν του
Γένιτι τ' Μανόλ' ου γάμους
(1928)
Παρεμφερής Κουτρούλης
Τσ' ανάποδης της πούτσας τα μαλλιά τη φταίνε
(1928)
Όταν ευρίσκη κανείς λόγους να δικαιολογή τας αποτυχίας του
Ας λείψνι τα νιρά μ' κι τότι θα ιδώ τα λάχανά σ'
(1925)
Παροιμία πρός μή αναγνωρίζοντα ότι η προκοπή του οδείλεται εις τήν συνδρομή άλλου
Ήρθες στα ξεκουκουλώματα
(1926)
Ερμηνεία: Κατόπιν εορτής. Φαίνεται πως προήλθεν εκ του εθίμου να ξεκουκουλώνεται η νύφη, όταν πλέον θα ετελείτο το μυστήριον
Οπόχει ντάσκα, όπουτι θέλει κάνει Πάσκα
(1926)
Ερμηνεία: Διά των χρημάτων όλα κατορθούνται
Τι είν' ου κάβουρας, τ' είν' του ζ'μί τ';
(1926)
Επί μηδαμινού, παρ' ου δεν έχει τις να ελπίζη
Δεν τον χορταίν'ς τον άλλον, η καλή κουνβέντα είνι
(1928)
Η φιλοξενία μάλλον ευπροσηγορία είναι γνώμη
Ακόμα δεν τον είδαμι, Γιάννη τουν είπαμι!
(1902)
Νια φορά ένας τουρκόγ'φτους είπι θ' αγουράσ' ένα γαϊδούρ'. Τα πηδιά τ' ήταν ηκεί σ΄μά κι άηξαν τι είπι ου πατέρα τς. Άρχ'σαν τη μάλλονουν κι έλεγαν ά όχ' ηγώ θα μπώ καββάλα, οχ' ησύ. Λέγουνταν κάμπουσ' ώρα ως στα τηλευταία ...
Θα σ' του βάλου στου ρ'ζαύτ'
(1923)
Δηλαδή θα σε εξαναγκάσω βιαίως. Δηλαδή θα βάλω το πιστόλι ως την ρίζαν του αυτιού σου και θα σε απειλώ, εάν δεν υπακούσης, να πυροβολήσω
Είδα κι έλαβα να βγάλου τουν ανήφουρου
(1923)
Δηλαδή: υπέφερον πολύ
Όποιος τράει να κάψ' αλλνού καλύβα, καίει τή δκή τ'
(1925)
Παροιμία: ο κατεργαζόμενος το κακόν είς άλλον, παρασκευάζει τον λάκκον του
Αγνάντιψι ου λιάρους κάτ' τουν Έπαχτου
(1925)
Η παροιμία λέγεται για ΄κείνον που ήρθε σε ηλικία να παντρευτεί
Τώρα είν άλλ' παπάδες κι άλλα καμπλαύκια
(1925)
Παροιμ. Επί αλλαγής συνθηκών
Από τον Κάνεβο κρασί κι' από τ' Ασκούφου λάδι
(1926)
Ειρωνικώς διότι ο συνοικισμός Κάνεβος δεν παράγει οίνον ούτε ο Ασκούφου έλαιον
Κρατά του πλί μη σ' φύβγ' όσου τόεις στα χέρια σ'. Σόφγι δε ματά του πιάνς
(1922)
Η παροιμία λέγεται ως συμβουλή προς τινά δια να επωφελείται των ευκαιριών
Κρυψ' χούιαξι
(1922)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν, ενώ θέλει τις να προφυλαχθή από του να διαδοθή κάτι μυστικόν, φωνάζη και ούτω προδίδει μόνος του την εχεμύθειαν περί της οποίας ενδιαφέρεται
Πάνω λαδιού, μέση κρασιού, πάτο μελιού
(1926)
Αυταί αι θέσεις παρέχουν το εξαιρετικόν
Κοίταζε νούγια, παίρνε παννί, κοίταζε κύρη, παίρνε παιδί
(1926)
Το οικογενειακόν σε διδάσκει περί του ποιού του παιδιού
Είνι νά μή μού λείπη τό παγούρι μέ τή ρίγανη μέναν!
(1927)
Ερμηνεία: Πάντα έχω κάτι που διαταράσσει τη γαλήνη απόλαψη της ζωής μου
Ου άνθρουπους ούλου για τ' γούλ' δ'λεύ
(1926)
Δια τον στόμαχον ο άνθρωπος εργάζεται.
Με τα λεπτά μου γαμώ την κερά μα
(1927)
Ερμηνεία: Φανερώνεται η δύναμη τών χρημάτων
Καιρός φέρνει τα λούλουδα καιρός τα παραμπούλια
(1927)
Ερμηνεία: Καιρός παντί πράγματι
Σώθκι του κ'βάρ' αύτ'νου
(1926)
Έφτασε η ώρα του θανάτου του
Τί χαλεύουμι του ντουρό, αφού γλέπουμι του γλάπ'
(1923)
Δηλαδή, περιττή η έρευνα, η ανίχνευσις προς εύρεσιν του κακού, αφού το κακόν κείται προ των οφθαλμών μας
Τόχ' Σούγα τ' αυτί τ'
(1923)
Δηλαδή, σαν τη Δούγα το έχει το αυτί. Ήτοι ακούει μετά προσοχής, προσεκτική
Η βροχή φίλ' ς αγιάν του καλουκαίρ'
(1923)
Είνι παρακαλιστ' κη, δηλ. είναι μερικαί πάντοτε, ουδέποτε γενική
Αυτός δεν παίρν' κουλουδαχ'λιά
(1926)
Κουλουδαχ'λιά = κωλοδαχτυλιά
Του κούν'σι, του κούν'σι ου βλάχους άλλου κουντά, του είδι που είνι Κυριακή η Λαμπρή
(1926)
Όταν τις αναγνωρίζη την υπ' άλλον προηγουμένως εκφραζομένην ορθήν αντίληψιν
Δεν του λέει η γίδα, του λεει του κέρατό τς
(1926)
Γίνεται τι καταφανές από τα πράγματα, πιστευτόν
Έφτασε η γλώσσα μου στον αγκούτικα
(1926)
Τόσας πολλάς συμβουλάς έδωκα
Αυτή είνι με τη θηλειά στο λαιμό
(1926)
Έγκυος
Βαρειά η μαγγούφα η καλουϊρκή!
(1923)
Λέγεται επί ανθρώπου, όσης δεικνύει ραθυμίαν εις εργασίαν, την οποίαν ανέλαβε να εκτελέση
Τσάπου τζο τρώ'σε, μη κνήθεσαι σον άνεμο
(1951)
Εκεί που δε σε τρώει, μην ξύνεσαι άδικα
Σο 'κονομόκκο α νdα κόψω;
(1951)
Στο μικρό τ' αμόνι θα τα κόψω (τα λεφτά);
Μάκε, μάκε, Κοντεπέρη μάκε
(1951)
Κόποι, κόποι, του Κοντεπέρη κόποι
Τι κλαίν΄ τα μάτια σ΄ γέροντα; - Κλαίν΄ απ΄ τουν καπνό – Σι ξέρου κι απ΄ του καλουκαίρ΄ π΄ δεν είχαμε καπνό
(1925)
Παροιμιώδης φράσις λεγομένη προς προβάλλοντα αιτίαν δυστυχίας, κακίας, ή ελαττώματός του προφάσης αδικαιολογήτος
Τι τρέχ΄ η μύτ΄ σ΄ γέροντα; - Τρέχ΄ απ΄ του βοριά – Σι ήξερα κι απ΄ του νουτιά
(1925)
Παροιμιώδης φράσις λεγομένη προς προβάλλοντα αιτίαν δυστυχίας, κακίας, ή ελαττώματός του προφάσης αδικαιολογήτος
Του Γιάνν' τουν ξέρ'ς ισύ, τουν ξέρου κι γω. Τι θέλς να τα λέμι
(1925)
Παροιμιώδης φράσις λεγομένη οσάκις το πρόσωπον περί του οποίου ομιλούμεν είναι πολύ γνωστόν κι εις ημάς και εις εκείνον, προς τον οποίον ομιλούμεν
Τουμ πατέρα σ΄ σκότουσα κι δε Μ' μιλάς;
(1925)
Παροιμιώδης φράσις τι κακό μέγα σου έκαμα και ...;
Δεν τα ξέρ' κανείς τα ημηρνά τ'
(1925)
Παροιμία
Αυτός κατάντ'σι σαν τ' Κουπανα του σκ'λι
(1922)
Ερμηνεία: Κουπανας = επώνυμον τις οίδε τίνος και πότε διαπαντός. Αυτός φαίνεται είχε σκύλον αΔεσποτον, τον οποίον εγκατέλειπε να περιέρχεται ελευθέρως όπου θέλει, και εκ τουτου προήλθεν η παροιμία
Πέσι πίττα να σε φάου
(1922)
Η παροιμία λέγεται επί οκνηρίας και ραθυμίας ασυγγνώστου
Η πείνα μάτια δεν έχει κι αν τάχη τι τα θέλει
(1927)
Αυτονόητος
Κάτζεπ' ς τα λαχτύλε σου 'πο 'πουκάτου
(1951)
Μίλησε κάτου από τα δάχτυλά σου
Μο τα κατζία έργον τζο 'ίνεται
(1951)
Με τα λόγια δουλειά δε γίνεται
Αβ δώκα σε το κατζί μου, ξωπίσου τζο παίρω τα
(1951)
Μια και σου έδωκα το λόγο μου, πίσω δεν τον παίρνω
Α νομάτ' ίνεται 'ς το κατζίν dου παού
(1951)
Ένας άνθρωπος γίνεται από την κουβέντα του φανερός
Μο τα κοτζία πιλάφιν τζο 'ίνεται
(1951)
Με τα λόγια πιλάφι δε γίνεται
Τ'γ κουκκ'νάδα πόης ισύ, μ'νάκι μ', κι του μνυαλό πόχου γω, γλήγουρα θα πάμι στουγ κατή
(1923)
Δηλαδή όταν αι φυσικαί ορμαί δεν περιστέλλονται υπό της λογικής, ο άνθρωπος περιπίπτει εις κολάσιμα παραπτώματα
Είνι καλό αυτό του ρούχου; Κρούη ου μύλους κι' η μισή η φτιρουτή
(1923)
Δηλαδή είναι άριστον
Ξερός κι΄ απόδαυλος
(1926)
Αι λέξεις αυταί συνεκφέρονται και είναι συνώνυμοι
Σιφτάχι γρεπ' τα ρούχα σου, τσαί 'στέρου το γουργούρ' τσου
(1951)
Πρώτα κοίταζε τα ρούχα σου, κι ύστερα το λαιμό σου
Σου σαγίρη το θυρί, άτσονdου υρεύ' δωσ' τα
(1951)
Σαγίρης = κουφός
Ταύρησε΄ς του παππουκα του το ταμάρι
(1951)
Ερμηνεία: Πήρε (τράβηξε) από του παππου του τη γενιά
Τις σπειραίνει, τσαι τις θερίζει
(1951)
Άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει
Για να σ' μπιθιρέψ'νι, πρέπ' να ουϊδίζ'νι
(1922)
Οεϊδίζω = μοιάζω
Ξυόμι κει π΄ δε με τρώει
(1922)
Ερμηνεία: Όταν ενδιαφέρεται τις για πράγματα μη ευσταφέροντα αυτών
Εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατής στα κάρβουνα
(1926)
Προς γαυριώντα δια την δύναμίν του αλλά δειλιώντα εις εκτέλεσιν πράξεώς τινος, ήτις απαιτεί ισχυράς σωματικάς και πνευματικάς δυναμεις
Στον πάτο παίρνει ο μυλωνας το ξάϊ
(1926)
Λέγεται όταν γενομένης διανομής πράγματός τινος μένη τις τελευταίος, και συνεπώς θα έχη την μεγαλυτέραν μερίδα, όπως ο μυλωνας παίρνει ως ξάϊ ολόκληρον το απομείνον εις το κοφίνι
Είσ' αvdί κακόνα ραβdί, τσάπ' α σε πιέσουν, bουλαστϊέσ'
(1951)
Είσαι σα σκατωμένο ραβδί, όπου κι αν σε πιάσουν λερώνεις
Ο γαφιάς ένι μαύρο, άμα του νοματού τη χαραή 'σπρίζει τα
(1951)
Ο καφές είναι μαύρος, όμως τ' ανθρώπου το πρόσωπο τ' ασπρίζει
Α έργο πίκ' τα, τσαι στέρου καυτσήστου
(1951)
Μια δουλειά κάμε τη, κι ύστερα καυχήσου
Ούτι στα νύχια τ' δεν τ΄μνοιάζ΄αυτίνου του πιδί!
(1923)
Ερμηνεία: Δεν έχει καμμίαν απολύτως ομοιότητα με τον γονέα του
Μαρή πανιά στον ποταμό δουμούτε και μέναν τ' ρόκα μου
(1928)
Έλεε μία μιά φορά που είδε τις άλλες που λεύκαιναν τα πανιά τους στο ποτάμι
Ο Θεός ό,τι φτένει, κατέσει τα
(1951)
Ο Θεός ό,τι κάνει το ξέρει
Ο Θεός έν' μέγο
(1951)
Ο Θεός είναι μεγάλος
Σο σπίτιν dου προσάλευρον τζο σει, 'ς χώρας το σπίτι κόφτει εριστές
(1951)
Στο σπίτι του προσάλευρο δεν έχει, στο ξένο σπίτι κόβει μακαρόνια
Έβgαλαν dα 'ς το πισσάρι, βούτσαν dα σο χατράνι
(1951)
Τον έβγαλαν από την πίσσα και τον βούτηξαν στο κατράμι
Το τσέροτο προμbά το τι
(1951)
Το κέρατο βγαίνει πιο έξω από τ΄αυτί