Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 3195
Ούτι βραδυάς δείπνου δεν έχουμε
(1923)
Δηλαδή είμεθα λίαν άποροι
Την έκαψα την καλύβα μου
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Η γριά περνάει και το διάβολο 'ς την κακιά
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Δούγα τόχω τ' αυτί
Μετ' ενδιαφέροντος ακούει
Ατά έν' gόσμος! Υρίζει ανdί κωθάρα
(1951)
Αυτός είν' ο κόσμος! Γυρίζει σαν κλωθάρι. Οι τύχες των ανθρώπων αλλάζουν. Κωθάρα είναι το αδράχτι που γνέθουν με το ακτινωτό σφοντύλι
Σου Βαρασού το' ράμμα μή κρέμεσαι – Στου Βαρασού το σχοινί μην κρέμεσαι
(1951)
Μη στηρίζεσαι σε φαρασιώτικες υποσχέσεις. Οι Φαρασιώτες δεν είναι για να σε υποστηρίξουν
Ο κόσμος βίτεψεν gως, μεις μο του 'α ειπούμ' dι “τσούς” στήκνεται;
(1951)
Ο κόσμος πέταξε κώλο (πήρε τον κατήφορο), μεις με το να του πούμε “τσους” (όπως στα γαϊδούρια) στέκεται;. Τόλεγαν σε κείνους, που όλο γκρίνιαζαν πως η νέα πλάση πήρε κακό δρόμο
Κάτσες σον gόφα μου, να μάδεις τα γένε μου
(1951)
Έκατσες στον κόρφο μου, να μαδάς τα γένεια μου
Ο κορνουκσούζης ποίτσε α υιός 'α νdα 'γαπήσει dέϊ έβgαλεν dα 'ρτσίδε του
(1951)
Κορνουκσούζης = ταμαχιάρης, λαίμαργος
Όποιους πήϊ αθάϋρα, γυρ'σι (σπίτι του δηλ.) κι' όποιους πήι κουφτού δε γύρ'σι
(1922)
Δηλαδή εχάθη επί τον όρους εκ τις κακοκαιρίας. Σημ. άναϋρα=ανάγυρα, από το πλάγι του βουνού, το αντίθι κουφτά κατ' ευθείαν εις των κορυφογραμμών. Εις την οροσειράν της Οξυάς γενομένης ομιλίας περί της πορείας επί του όρους ...
Θα βγή ασπρουπρόσουπος
(1923)
Ερμηνεία: ικανοποιημένος
Λόγια του μύλου
(1926)
Στ' αγκάθια στέκισι
Ανυπομονείς προς αναχώρησιν
Του βάρισαν στν αρχουντιά
(1923)
Κατελήφθησαν υπό υπερηφανίας
Βρουμάει απ' οθι να τουμ πιάης
(1923)
Δηλαδή: είναι ανηθικότατος
Τόκαμαν ασβισταριά
(1923)
Το κατέστρεψαν
Τράει τ΄ αστέρια αυτός
(1925)
Είναι υπερήφανος, υπέρ εγωιστής
Ένα άσπουρους, δέκα ρμασμένους
(1923)
Επί οκνηρίας ασυγγνώστου
Τρώει τ' αστέρια αυτός
(1923)
Είναι ελαφρόνους και υπερόπτης
Δεν έρριξα στ' αστέρια
(1928)
Ερμηνεία: επί αποτυχίας, των οποίαν αδύνατον να προΐδη τις
Αυτά να τα πης στου μύλου
(1926)
Αλίμουνου στουν αρφανό κι' ας είνι κι μι γένεια
(1926)
Ουδέποτε μια ευτυχία δύναται να αφανίση προηγούμενη εμφανή δυστυχίαν. Αιτωλία
Η ζουή τ' κρέμιτ' απού νια κολυνά
(1923)
Δηλαδή είναι επικίνδυνος
Πέντε μήνες έξ αδράχτια πότι τάγνισα η πλατώνα
(1928)
Ερμηνεία: Επί οκνηρίας
Άσπρα είναι τα λιθάρια, αλλά τα σκυλιά τα κατουράνε
(1926)
Ερμηνεία: Για τους άσπρους στο δέρμα, ότι δεν έχουν χάρι
Σαράντα γρόσσια τ' άλογο εξήντα το σαμάρι
(1928)
Όταν το ήττον σπουδαίον έχη μεγαλύτερον αξίαν εκείνου άνευ του οποίου είναι άχρηστον το ήττον σπουδαίον
Ατσονdου μη νοίζεσαι το κρύο 'α σε πάρει ταρνά
(1951)
Τόσο μην ανοίγεσαι το κρύο θα σε πάρει γλήγορα
Να πάρ' ου δείνας τ' σκουπλάρα
(1925)
Σκόπλο μεγάλο εις το οποίον ο θεός συγκεντρώνει τη βροχή. Παρομ. Φράση Κάποιος νια βουλά επειδή ούλου κι έβρεχι βλαστήμσι : να παρ' ου διάουλους τ' σκουπλάρα!
Πως πάν οι στραβοί στον Άδη; Σαν τους ραφτιάδες στην κάδη
(1927)
Όταν ο είσ ακολουθεί τον κατήφορον που πήρε ο άλλος.Γιατί οι ραφτιάδες κάποια πάγαναν στην κάδη να βγάλουν κάποιον που έπεσε μέσα. Ένας ένας που πήγαινε να βγάλη τον άλλον έπεφτε μέσα και πνιγόταν στο μούστο
Φτεί η μάνα, γλύφ' του πιδί
(1923)
Δηλαδή τούτην αγάπη έχουν αυτοί
Νιτσός κι νισσός του ίδιου είναι
(1927)
Ερμηνεία: Τι Γιάννης τι Γιαννάκης
Θέκ΄τον gώ σου, κάτσε σε ΄νgκάθε πάνου
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Τ' άσπρα κατεβάζουν d' άστρα
(1951)
Τα λεφτά κατεβάζουν τ' άστρα
Βρουμάει απ' οθι να τουμ πιάης αυτόν
(1923)
Δηλαδή, είναι ανηθικότατος
Σάφτισανε τ' άστρα bρόν dου
(1951)
Αστράψανε τ' άστρα μπροστά του. Όταν κανείς έτρωγε δυνατή χαστουκιά ή τον χτυπούσαν στο κεφάλι
Μπάει κ' έρρ'ξα στ' αστέρια, γω; (Τί θα μου κάμ'ς ισύ;)
(1923)
Ερμηνεία: Κατά προφορική ανακοίνωσιν του συλλογέως φράσις ανάλογος προς την “μήπως εμυρίστηκα τα δάχτυλα μου”
Ένι ασλάν' κιbι φσάχι
(1951)
Είναι σα λέοντας παλικάρι
Τα πουδάρια γύρσαν κι βαρούν του κιφάλ'
(1925)
Ερμηνεία: Επί ευεργετηθέντος, όστις ανταποδίδει κακόν αντί του καλού
Ένα χρόνον άσπορους, δέκα ερήμους
(1928)
Διά τον μη εκ συστήματος γεωργού, όστις δια την ακαταστασίαν του στερείται του αναγκαίου άρτου
Τουν έλατου απ' πάν' αρχινάν κι' τουν καθαρίζνι, όχ' απ' κάτ' για να μπουρούν να κατίβνι ύστερα
(1925)
Παροιμία λεγομένη, όταν συμβουλεύεται η κανονική πορεία των πραγμάτων
Τ' άσπρα πρόβατα παντρεύνι τα μαύρα κούτσουρα
(1926)
Ερμηνεία: Τα χρήματα γίνονται αιτία αποκαταστάσεως και της μάλλον δυσμόρφου κόρης
Και την κόττα και την πόρτα
(1928)
Ερμηνεία: Επί μη αρκουμένου εις μίαν ωφέλειαν προκειμένου να εκλέξη μεταξύ δύο αποκλειομένης της ετέρας
Ούλις οι αστένειες κουλάν, μουνάχα ένας τσακ΄σμός δεν κουλάει
(1926)
Τσακ'σμος = σπάσιμο, θραύση
Δέ δίνει ούτε τις ψείρες του
(1926)
Χαρακτηρισμός του γλισχρού, του φιλαργύρου
Τόδονη τς αστραπής κι του πύρ
(1925)
Παροιμ. Φρασ. λεγομένη επί του αστόχως διαχειρισθέντος υπόθεσιν τινα
Όνομα κι μη χουριό
(1922)
Ερμηνεία: Όταν κατακρίνης τινα ως μη ηθικόν, μη αναφέρης το όνομά του, ομιλεί γενικώς
Ένας κόμπους π' λυέτι μι τα χέρια, γιατί θα τουν λύσου μι τα δόντια
(1926)
Όταν ενα πράγμα γίνεται εύκολα, διατί να μεταχειριστώμεν μέσα πολύπλοκα
Άστραψ΄ απ΄ το Ζάλογγο βάλε μέσα τ' άλογο
(1926)
Εννοεί το Ζάλογγο (Άνω και Κάτω) της Παραμυθιάς. Η λαΐκή μετεωρολογία παρετήρησε ότι άμα αστράφτει από εκεί, θα έχομεν βροχήν
Πουλλοί νικροί κάθουντι στ' αρρώστου το κιφάλι
(1923)
Δηλαδή, εγγίζη ο θάνατος
Αυτό είνι λύσι μ' απού δω κι δέσι μ' απού κει
(1926)
Όταν τις ευρίσκεται εν εξαρτήσει και δουλεία και μόνον κύριον αλλάσσει
Του ' ρφανού του φσόκκου ο κως εν' 'νεχτό
(1951)
Του ορφανού παιδιού ο κώλος είν' ανοιχτός
Φεύgει το νερό, ΄πομέν΄ο νάμμος
(1951)
Φεύγει το νερό, απομένει ο άμμος
Σηκώθηκε η ανdάρα 'πό πάνου μου
(1951)
Σηκώθηκε η συννεφιά από πάνω μου. Όταν αλαφρώνουμε από μια σταναχώρια
Νdαράγανε τα μαύρα μο τ' άσπρα σου!
(1951)
Ερμηνεία : Ανακατώθηκαν τα μαύρα με τ' άσπρα σου
Τα μαλλιά σου σο μύο ήσπρισές τα;
(1951)
Τα μαλλιά σου τ΄άσπρισες στο μύλο;
Πίθωσε τον κώλο σου, κάτσε στ΄αγκάθια πάνω
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Τ' άσπρα άστρα κατεβάζουν
(1951)
Α στσυλλί το Δερμαν dου σερματίζει τα
(1951)
Ένα σκυλί το δέρμα του το σερνει
Απ' το 'λότελα, καλή ν' κι Παναγιώταινα
(1926)
Ανεκτόν και το ολίγον εν περιπτώσει παντελούς ελλείψεως
Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, θα γίνει στου ποταμού το πέρασμα φανερός
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Του έσει άσπρα, φυσά το ζουρτά
(1951)
Όποιος έχει λεφτά, φυσάει τη φλογέρα
Άσπρο στσυλλί, μαύρο στσυλλί, τσιπ ενι α στσυλλί
(1951)
Ερμηνεία : Άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί, όλα είναι ένα σκυλί
Σ' καζβάρας τ' άσπρα εν' bουά, γιόχτσα τα μαύρα;
(1951)
Ερμηνεία: Της κουρούνας τ΄άσπρα (φτερά) είναι πιο πολλά ή τα μαύρα;
Του τζο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσάτσι τσαί σένει σήν bροστσέφα
(1951)
Ο άρρωστος που δε βλέπει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκέφαλο. 55. Όταν μια δουλειά δεν πάει καλά, βαριεστίζομε και την παρατάμε. Λεβ. 243
Α σου τα δώσω στα μαρμαράκια
(1940)
Θυμάμαι στα παλιά τα χρόνια που φορολογούνταν τα κρασιά, για τη φορολογία είχε πάει ένας γέρος νοικιαστής του φόρου να τα καταμετρήσει. Φορούσε φουστανέλλα και φέσι γερολεβέντης, αλλ' αγαθώτατος κι εύπιστος. Πήγε στη μέση ...
Άσπρον gως, μαύρον gως, α ινεί σο κετζίτιν bαού
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Τφού κι απ' αρχής
(1923)
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Μια βουλά ένας είχι πάει για καζάντ'. Πήι κάμποσα χρόνια κι γύρσι πίσου. Ίφιρνι ίσιαμι πέντι χ'λιάδες. Καθώς γύρζι κι πάϊνι στου χουριό τ', έφτασι σ' ένα χάν'. Ικεί στάθηι για να κ'μηθή του ...
Ακριβά τον αγόραζ'
(1923)
Δηλαδή, τον ευρίσκει εντελώς ανάξιον
Ζυγιάζει απ' τς αλαφριές αυτός
(1927)
Ερμηνεία: Είναι ελαφρόνους
Αυτός αγουράζ', δεμ πλάει
Ακούει πολλά ή ολίγα λέγει
Δεν παραπατάει σι σάπιο ξύλο
(1927)
Ερμηνεία: Βαίνει εκ του ασφαλούς πάντοτε
Σου 'ν εν αγγειό!
κακής ποιότητας ...
Σου 'ν αγειό!
Κακής ποιότητος άνθρωπος
Ματάκια που δε φαίνονται, γλήγορα λησμονιόνται
(1928)
Από μοιρολόγι στίχος 4...
Ταΐζει τς κλέφτις αυτήν'
(1926)
Είναι διεφθαρμένη
Αγόρασα τον διάουλό μ'
(1923)
Ερμηνεία: Ευρήκα τον μπελά μου
Δε χρουστάει πουτέ αλήθεια αυτός
(1922)
Ερμηνεία: Πάντοτε ψεύδεται
Τον έχουν' απουρράβδ', απουμπάτσου κι απουκλώτσου
(1926)
Τον κακομεταχειρίζονται
Τον περνάει γενεές δεκατέσσερεις
(1928)
Επί αθυροστόμου αποκαλύπτοντος και τα μάλλον ελάχιστα τρωτά τινός
Τ' άλλαξαν του γιακά στου ξύλου
(1923)
Ερμηνεία: Τον έδειραν ανηλεώς
Απ' του παπά τη χλιάρα γλύτωσα
(1926)
Διέφυγα προφανή κίνδυνον ασθενήσας
Σούνι νια αλπού!
(1923)
Πατάει στ' αγκάθια
(1923)
Δηλαδή, είναι έτοιμος να φύγη, ανυπομονεί
Αυτός κάθετι
(1922)
Ερμηνεία: Έτοιμος προς αναχώρησιν
Έγινε άρατος καπνός και μπαρούτι
(1926)
Εξηφανίσθη
Έγινεν άρατος
(1926)
Εξαφανίσθη
Γειά σ'! αλήθεια λέω
(1928)
Ο λέγων την αλήθεια κάτι προς πταρνισθέντα
Πάει απού 'ρμνιά σι σκουτ'νιά
Ερμηνεία : Από αποτυχίας εις αποτυχίαν
Τούχεσαν τουν αγουϊάτ΄ στου ξύλου αυτνού
(1923)
Δηλαδή τον κατεμολώπισαν