Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 159
Δεν έρριξα στ' αστέρια
(1928)
Ερμηνεία: επί αποτυχίας, των οποίαν αδύνατον να προΐδη τις
Μπάει κ' έρρ'ξα στ' αστέρια, γω; (Τί θα μου κάμ'ς ισύ;)
(1923)
Ερμηνεία: Κατά προφορική ανακοίνωσιν του συλλογέως φράσις ανάλογος προς την “μήπως εμυρίστηκα τα δάχτυλα μου”
Σηκώθηκε η ανdάρα 'πό πάνου μου
(1951)
Σηκώθηκε η συννεφιά από πάνω μου. Όταν αλαφρώνουμε από μια σταναχώρια
Α σου τα δώσω στα μαρμαράκια
(1940)
Θυμάμαι στα παλιά τα χρόνια που φορολογούνταν τα κρασιά, για τη φορολογία είχε πάει ένας γέρος νοικιαστής του φόρου να τα καταμετρήσει. Φορούσε φουστανέλλα και φέσι γερολεβέντης, αλλ' αγαθώτατος κι εύπιστος. Πήγε στη μέση ...
Λόγια του μύλου
(1926)
Του βάρισαν στν αρχουντιά
(1923)
Κατελήφθησαν υπό υπερηφανίας
Βρουμάει απ' οθι να τουμ πιάης
(1923)
Δηλαδή: είναι ανηθικότατος
Τόκαμαν ασβισταριά
(1923)
Το κατέστρεψαν
Τράει τ΄ αστέρια αυτός
(1925)
Είναι υπερήφανος, υπέρ εγωιστής
Ένα άσπουρους, δέκα ρμασμένους
(1923)
Επί οκνηρίας ασυγγνώστου
Τρώει τ' αστέρια αυτός
(1923)
Είναι ελαφρόνους και υπερόπτης
Αυτά να τα πης στου μύλου
(1926)
Θα βγή ασπρουπρόσουπος
(1923)
Ερμηνεία: ικανοποιημένος
Πέντε μήνες έξ αδράχτια πότι τάγνισα η πλατώνα
(1928)
Ερμηνεία: Επί οκνηρίας
Άσπρα είναι τα λιθάρια, αλλά τα σκυλιά τα κατουράνε
(1926)
Ερμηνεία: Για τους άσπρους στο δέρμα, ότι δεν έχουν χάρι
Σαράντα γρόσσια τ' άλογο εξήντα το σαμάρι
(1928)
Όταν το ήττον σπουδαίον έχη μεγαλύτερον αξίαν εκείνου άνευ του οποίου είναι άχρηστον το ήττον σπουδαίον
Ατσονdου μη νοίζεσαι το κρύο 'α σε πάρει ταρνά
(1951)
Τόσο μην ανοίγεσαι το κρύο θα σε πάρει γλήγορα
Να πάρ' ου δείνας τ' σκουπλάρα
(1925)
Σκόπλο μεγάλο εις το οποίον ο θεός συγκεντρώνει τη βροχή. Παρομ. Φράση Κάποιος νια βουλά επειδή ούλου κι έβρεχι βλαστήμσι : να παρ' ου διάουλους τ' σκουπλάρα!
Πως πάν οι στραβοί στον Άδη; Σαν τους ραφτιάδες στην κάδη
(1927)
Όταν ο είσ ακολουθεί τον κατήφορον που πήρε ο άλλος.Γιατί οι ραφτιάδες κάποια πάγαναν στην κάδη να βγάλουν κάποιον που έπεσε μέσα. Ένας ένας που πήγαινε να βγάλη τον άλλον έπεφτε μέσα και πνιγόταν στο μούστο
Φτεί η μάνα, γλύφ' του πιδί
(1923)
Δηλαδή τούτην αγάπη έχουν αυτοί
Νιτσός κι νισσός του ίδιου είναι
(1927)
Ερμηνεία: Τι Γιάννης τι Γιαννάκης
Θέκ΄τον gώ σου, κάτσε σε ΄νgκάθε πάνου
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Τ' άσπρα κατεβάζουν d' άστρα
(1951)
Τα λεφτά κατεβάζουν τ' άστρα
Βρουμάει απ' οθι να τουμ πιάης αυτόν
(1923)
Δηλαδή, είναι ανηθικότατος
Σάφτισανε τ' άστρα bρόν dου
(1951)
Αστράψανε τ' άστρα μπροστά του. Όταν κανείς έτρωγε δυνατή χαστουκιά ή τον χτυπούσαν στο κεφάλι
Ένι ασλάν' κιbι φσάχι
(1951)
Είναι σα λέοντας παλικάρι
Τα πουδάρια γύρσαν κι βαρούν του κιφάλ'
(1925)
Ερμηνεία: Επί ευεργετηθέντος, όστις ανταποδίδει κακόν αντί του καλού
Ένα χρόνον άσπορους, δέκα ερήμους
(1928)
Διά τον μη εκ συστήματος γεωργού, όστις δια την ακαταστασίαν του στερείται του αναγκαίου άρτου
Τουν έλατου απ' πάν' αρχινάν κι' τουν καθαρίζνι, όχ' απ' κάτ' για να μπουρούν να κατίβνι ύστερα
(1925)
Παροιμία λεγομένη, όταν συμβουλεύεται η κανονική πορεία των πραγμάτων
Τ' άσπρα πρόβατα παντρεύνι τα μαύρα κούτσουρα
(1926)
Ερμηνεία: Τα χρήματα γίνονται αιτία αποκαταστάσεως και της μάλλον δυσμόρφου κόρης
Και την κόττα και την πόρτα
(1928)
Ερμηνεία: Επί μη αρκουμένου εις μίαν ωφέλειαν προκειμένου να εκλέξη μεταξύ δύο αποκλειομένης της ετέρας
Ούλις οι αστένειες κουλάν, μουνάχα ένας τσακ΄σμός δεν κουλάει
(1926)
Τσακ'σμος = σπάσιμο, θραύση
Δέ δίνει ούτε τις ψείρες του
(1926)
Χαρακτηρισμός του γλισχρού, του φιλαργύρου
Τόδονη τς αστραπής κι του πύρ
(1925)
Παροιμ. Φρασ. λεγομένη επί του αστόχως διαχειρισθέντος υπόθεσιν τινα
Όνομα κι μη χουριό
(1922)
Ερμηνεία: Όταν κατακρίνης τινα ως μη ηθικόν, μη αναφέρης το όνομά του, ομιλεί γενικώς
Η ζουή τ' κρέμιτ' απού νια κολυνά
(1923)
Δηλαδή είναι επικίνδυνος
Αλίμουνου στουν αρφανό κι' ας είνι κι μι γένεια
(1926)
Ουδέποτε μια ευτυχία δύναται να αφανίση προηγούμενη εμφανή δυστυχίαν. Αιτωλία
Ένας κόμπους π' λυέτι μι τα χέρια, γιατί θα τουν λύσου μι τα δόντια
(1926)
Όταν ενα πράγμα γίνεται εύκολα, διατί να μεταχειριστώμεν μέσα πολύπλοκα
Άστραψ΄ απ΄ το Ζάλογγο βάλε μέσα τ' άλογο
(1926)
Εννοεί το Ζάλογγο (Άνω και Κάτω) της Παραμυθιάς. Η λαΐκή μετεωρολογία παρετήρησε ότι άμα αστράφτει από εκεί, θα έχομεν βροχήν
Πουλλοί νικροί κάθουντι στ' αρρώστου το κιφάλι
(1923)
Δηλαδή, εγγίζη ο θάνατος
Αυτό είνι λύσι μ' απού δω κι δέσι μ' απού κει
(1926)
Όταν τις ευρίσκεται εν εξαρτήσει και δουλεία και μόνον κύριον αλλάσσει
Του ' ρφανού του φσόκκου ο κως εν' 'νεχτό
(1951)
Του ορφανού παιδιού ο κώλος είν' ανοιχτός
Φεύgει το νερό, ΄πομέν΄ο νάμμος
(1951)
Φεύγει το νερό, απομένει ο άμμος
Νdαράγανε τα μαύρα μο τ' άσπρα σου!
(1951)
Ερμηνεία : Ανακατώθηκαν τα μαύρα με τ' άσπρα σου
Τα μαλλιά σου σο μύο ήσπρισές τα;
(1951)
Τα μαλλιά σου τ΄άσπρισες στο μύλο;
Πίθωσε τον κώλο σου, κάτσε στ΄αγκάθια πάνω
(1951)
Υπόμενε όπως είσαι, γιατί μπορεί να πέσεις στα χειρότερα
Τ' άσπρα άστρα κατεβάζουν
(1951)
Α στσυλλί το Δερμαν dου σερματίζει τα
(1951)
Ένα σκυλί το δέρμα του το σερνει
Απ' το 'λότελα, καλή ν' κι Παναγιώταινα
(1926)
Ανεκτόν και το ολίγον εν περιπτώσει παντελούς ελλείψεως
Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, θα γίνει στου ποταμού το πέρασμα φανερός
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Του έσει άσπρα, φυσά το ζουρτά
(1951)
Όποιος έχει λεφτά, φυσάει τη φλογέρα
Άσπρο στσυλλί, μαύρο στσυλλί, τσιπ ενι α στσυλλί
(1951)
Ερμηνεία : Άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί, όλα είναι ένα σκυλί
Σ' καζβάρας τ' άσπρα εν' bουά, γιόχτσα τα μαύρα;
(1951)
Ερμηνεία: Της κουρούνας τ΄άσπρα (φτερά) είναι πιο πολλά ή τα μαύρα;
Του τζο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσάτσι τσαί σένει σήν bροστσέφα
(1951)
Ο άρρωστος που δε βλέπει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκέφαλο. 55. Όταν μια δουλειά δεν πάει καλά, βαριεστίζομε και την παρατάμε. Λεβ. 243
Άσπρον gως, μαύρον gως, α ινεί σο κετζίτιν bαού
(1951)
Ερμηνεία: Για πράγματα που δεν μπορεί παρά να φανερωθούν, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή
Γιόμισαν οι δρόμ απού μας
(1923)
Ευρέθημεν ης τον δρόμο απολέσαντες την περιουσία μας
Έχ' του διάολου μέσα τ' αυτός
(1923)
Ερμηνεία: Μνησικακεί
Τφού κι απ' αρχής
(1923)
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Μια βουλά ένας είχι πάει για καζάντ'. Πήι κάμποσα χρόνια κι γύρσι πίσου. Ίφιρνι ίσιαμι πέντι χ'λιάδες. Καθώς γύρζι κι πάϊνι στου χουριό τ', έφτασι σ' ένα χάν'. Ικεί στάθηι για να κ'μηθή του ...
Ανdί κόνκα κάτσες σό ιλέσιν bάνου, κόλλτσες, αφ' τζού 'ρτες
(1951)
Σάν όρνιο έκατσες στό ψοφίμι απάνου, κόλλησες, πίσω δέν ήρθες. Σε κείνους πού όταν μυριστούνε κάπου κέρδος, κάθονται εκεί καί ξεχνούν όλα τ' άλλα
Ο Μάρτης 'ς τό μέγον dή Σαρακοστή τζο λείπει
(1951)
Ο Μάρτης από τή μεγάλη Σαρακοστή δέ λείπει
Τουμ πααίν' του λόγγου δρεπάν'
(1923)
Δηλαδή όπως το δρεπάνι αποκόπτει τον σίτον εις τον αγρόν, ούτω και ο υλοτόμος αποκόπτει όλα ανεξαρτήτως τα δένδρα του δάσους
Τάφτη τ'ς πέντι δρόμ'ς
(1923)
Πεθάν' ου πατέρας τ'μ πιδιών τη τάφτη τ'ς πέντι δρόμ'ς. Δηλ. Άνευ στηρίγματος τινος, εμτελώς άπορα και ελεεινά
Έχει δρουσιά
(1923)
Δηλαδή Χάρις. π.χ. Δεν έχει δροσιά αυτό του σπίτ' ντίπ = χάριν. Άνθρωπους χουρίς δρουσιά είν' αυτός = άνευ χάριτος
Κουτσόι, στραβοί, ούλ' στουν Άδ' πάν
(1926)
Όταν όλοι ακολουθούν πεπλανημένων οδόν, ήν ηκολούθησέ τις εξ αρχής
Έβγη σου χωματού το πρόσωπο
(1951)
Βγήκε στην επιφάνεια της γης. Τόλεγαν γι' ανρθώπους που ήταν χαμένοι και φαναρώθηκαν ή ήταν φτωχοί και νοικοκυρεύτηκαν
Τό γαϊρίδι τού 'λήτεψεν dα κά
(1951)
Λητεύω = δένω
Σο λαϊκκον dου τζο φτένει γαναάτι, το πολύν τζο πορεί νdα βρει
(1951)
Στο λίγο όποιος δεν ευχαριστιέται, το πολύ δε μπορεί να το βρει
Του Κούτσουρου το κ'θάρι, του Μάρτη το 'ρίφι
(1951)
Του Φλεβάρη το κριθάρι, του Μάρτη το κατσίκι. Στους δυό τούτους μήνες φαίνεται αν θα πάνε καλά τα σιτηρά και τα γιδοπρόβατα
Ο Κούτσουρος 'α κουτσερέψει
(1951)
Ο Κούτσουρος θα κουτσουρέψει
Το νερό 'ς τον Gούτσουρ' έν θεό
(1951)
Το νερό από το Φλεβάρη είναι θολό. Με τις βροχές και τις πλημμύρες που κάνει το Φλεβάρη, τα ποτάμια θολώνουν. Αλληγορικά: υπάρχει πάντα κάποιος που φταίει για ό,τι ανάποδο γίνεται
Του Κούτσουτου το σόνι έν' σο τεγάνι 'πέσου
(1951)
Κούτσουρος = Φλεβάρης
Μο την gούρβα του 'νεγκώθει, ίνεται κούρβα
(1951)
Με την πόρνη όποια γυρίζει, γίνεται πόρνη
Ούτι του διαούλου ν' απαντήσης, ούτι του σταυρό σ' να κάν'ς
(1923)
Λέγεται εν καιρώ πειρασμού. Με ενοχλεί τις ως βαθμόν εξοργίσεως, ώστε να του επιτεθώ. Λέφεται εν τοιαύτη περιπτώσει την παροιμίαν ταύτην. Έχω γυναίκα νευροπαθή και ενοχλητικήν, πάλιν δύναμαι να εξαγγείλω την ανωτέρω παροιμία
Όποιους δεν τουγ ξέρ΄ αυτόν, ακριβά του αγοράζ΄
(1923)
Δηλαδή ενώ τον υπολαμβάνει άξιον υπολήψεως, τον ευρίσκει εντελώς ανάξιον. Ευρίσκει λοιπόν τον μπελά του ερχόμενος εις συναλλαγήν
Ζω πίσου τουν άλλουγ κόσμου
(1923)
Δηλαδή είμαι καθυστερημένος εις τον πολιτισμόν
Ψέλν' σαγ κι ο' μοιρουλουγάει ου διάουλους τουμ πατέρα τ'
(1923)
Λέγεται τοι κακού και ανυπόφορου ψάλμου
Ένι ανdί κουτσούκ – σου
(1951)
Κουτσούκ – σου = λιγοστό νερό
Ήτου λαϊκκον dο φαϊ, κάτσαν dα μαμούτσε έφαγαν dα, έσεσαν dα τσόας
(1951)
Ήτανε λίγο το φαϊ, κάτσανε τα μαμούνια τόφαγαν, τόχεσαν κιόλας. Όταν μιά δουλειά, που είναι από την αρχή στραβή, γίνεται χειρότερη
Λήτεψαν μες σο βιλλίν dουν, τσάπου μεζ ρίξουνε, καρουράν μες
(1951)
Λητεύω = δένω
Δώσε με γισμάτι, κόνdα με'ς του Γουπτσή το κάτσι
(1951)
Δώσε μου τύχη, πέτα με απ' του Γουπτσή το βράχο
Σ τού Βαρασού το χώμα τζουτζί τζο 'ίνεται – Από του Βαρασού βάζο δε γίνεται
(1951)
Το φαρασιώτικο χώμα δεν έκανε γι' αγγειοπλαστική. Τη φράση την έλεγαν αλληγορικά, επειδή δε βγήκε ποτέ από το χωριό ένας άξιος άνθρωπος, άρχοντας ή επιστήμονας, που να κάνει καλό στον τόπο. Ο μόνος, λέει, που θυμούνται ή ...
Σα μη φυσήσει άνεμοζ, ο τσαλούς τζο σαλεύει
(1951)
Αν δε φυσήξει αέρας, το κλωνάρι δε σαλεύει...
Ποντ. Α. Π. Αρ. 7 Αγ΄ρας δίχως να φυσήσει, τα φύλλα 'κε σείουνται...
Ποντ. Α. Π. Αρ. 7 Αγ΄ρας δίχως να φυσήσει, τα φύλλα 'κε σείουνται...
Φότεζ να μη τσαλdεις το θύρι, το θύρι τζο νοίζεται
(1951)
Αν δε χτυπήσεις την πόρτα, η πόρτα δεν ανοίγεταιΕ. Ίναι το ευαγγελικό : Κρούετε και ανοιγήσεται. Ματθ. Ζ΄ 7...
Πήρι του μνυαλό τ' αέρα
(1923)
Δηλαδή εφαντάσθη
Πιρνάει σκύλιν' ζουή αυτός
(1922)
Δηλαδή πολύ δυσάρεστον
Πήρι κι κατηφουριάζει
(1926)
Κλίνει προς το γήρας
Τί σάλια – μύξες μας λες;
(1926)
Ου άνθρουπους είνι κασσέλα κλειδουμέν'
(1923)
Δηλαδή, είναι μυστήριον ο άνθρωπος, δυσδιάγνωστος
Κεφάλ' αγύργου
(1923)
Ισχυρογνώμων