Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2501-2529 από 2529
Αφρίζεις και ξαφρίζεις τον παρά μου έδωκα θα σε φάω
(1938)
Ερμηνεία: Το λέν όταν αγοράσουν κάτι κάτι κακό που πρέπει έτσι κι αλλιώς να φαγωθή. Προήλθε από το εξής: ήτανε κάποτε ένας που αγόρασε σαπούνι, αντί για τυρί. Τώρα έπρεπε να το φάη, αλλά άφριζε στο στόμα του και τότε είπε: ...
Ά σε δακάσει απ΄τη ορά καδελέτο και παπά, ά σε δακάσει απού το στόμα γύρευγε γιατρό και στρώμα
(1937)
Λέγεται για το λιακόνι = μικρό ζώο όμοιο με τη σαύρα, μα χωρίς πόδια και χωρίς μακρά, πολύ δηλητηριώδες
Να κατέχουν οι κοπέλες ίντ' αξίζ' η ντοναΐδα να πουλούνε τα προυκιά ντως να μακραίνουν τα μαλλιά ντως
(1937)
Αντοναΐδα = Είναι φυτό όμοιο με τη μαντζουράνα αλλά με μικρότερα φύλλα. Τη βράζουν και λούνονται με το νερό της και μεγαλώνουν τα μαλλιά
Απόψε με τον κυρ βορριά στο δώμα κι αύριο με τον άγγουρο στο στρώμα
(1938)
Βλ. διηγ. 1161
Τα μικρά δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες δούλευγε,καλόγερε, διαολοκαλόγερε, κούνιε και το διάολο
(1937)
Η παροιμία αυτή προήλθεν από τα εξής : Μια φορά ένας καλόγερος επήγε στην ακρογιαλιά κι εψάρευγε. Ήπιανε μικρά ψαράκια, μα δεν τ΄ αρέσανε και μπαίνει στη βάρκα ντου και πάει βαθειά να βρη μεγάλα. Μια περνούσανε κουρσάροι ...
Οντον έχει η σπάλαθος αθό έχει η πέρδικα αυγό κι οντον έχει η σπάλαθος λουβί σύρνει η πέρδικα πουλί
(1938)
Σπάλαθος = αννανθώδης θάμνος
Πίσω μη σε κουτουλήση το βούι. Ντα πού 'ν' το; Εδά πάει ο μπαμπάς μου να το φέρ' από τη Στεία
(1939)
Το λέν σ' όσους καυχώνται
Το λύκο μιά ρφορά τον εγδέρνανε και του λέγανε να πη ακμή, για να τον αφήσουνε, κι αυτός έλεγε: αρνί, αρνί αρνί
(1938)
Αυτή η ιστορία είναι για τσ' αθρώπους που κάνουνε ότι τώσε κόψη το ξερό ντως
Απού την Έμπαρο κρασί κι απού τη Βιάννο λάδι κι απού το Μυλοπόταμο ένα φλασκί καρύδια
(1939)
Το λένε όταν λέη κάποιος από δω ένα λόγο κι από κει άλλον ένα
Ο Άγουστος επάτησε στην άκρα του χειμώνα κι εβγήκε κι εχαιρέτηξε τσι διπλοφυστανάτους για τσι γδυμναξυπόλυτους εδέ καημός όπου 'ναι
(1937)
Ερμηνεία: Ο χειμώνας είναι για τους πλούσιους, οι φτωχοί έχουν στενοχώρια, γιατί δεν έχουν ούτε ρούχα, ούτε τροφή
Τάβαλε απίλωτα
(1939)
Φοβήθηκε πάρα πολύ. Η παροιμία, λένε, βγήκε από το εξής: Μια φορά κάποιος πήγε να κλέψη άχυρα, αλλά από το φόβο του που άκουσε να 'ρχωνται να τον πιάσουν δεν έσπρωχνε καλά τα άχυρα να βάλη πολλά το σακκί, κι έτσι έκλεψε ...
Α θες να δης την κοπελιά φωθιά τση δώσε νάψη κια θες να τήνε ξαναδής λύχνο να ξεφτυλίση κια θες να τήνε ξαναδής κουκιά να ξεματίση να κουκαλίση τα μισά και τ' άλλα να σκορπίση
(1937)
Ερμηνεία: Η κοπελιά που ξέρει να ανάφτει τη φωθιά και ξεφτυλίζει το λύχνο και ξεματίζει τα κουκιά είναι καλή νοικοκυρά
Σύρτε με κι ας κλαίω, κι αν κλαίω τί σας κάνω; Σύρτε με, μωρ', σύρτε με, πάρτε μ' και τη βελεντζούλα μου
(1940)
Το λεν γι αυτές που κάνουν πως δεν θέλουν τάχα να παντρευτούν
Καιρός για φίλου σπίτι καί να κοιλιοπονά κι η γυναίκα ντου, και να μην έχη και ψωμί και να στάσση και το σπίτι ντου
(1938)
Ερμηνεία: Το λένε όταν βρέχη πολύ και είναι και κρύο πολύ
Το ούτσι, ούτσι τέσσερεις (δηλαδή μήνες) κι η καρκατουρα πέντε και το κσυλί και το κατί εξήντα πέντε μέρες
(1939)
Τόσον καιρό εγκυμονούνε αυτά τα ζώα
Δος μου, μπάρμπα, την ψωλή σου, να γαμήσω μια γαϊδάρα. Ντα που 'ναι, μωρέ, η δική σου;. Να πα τη μαγαρίσω;
(1939)
Το λένε όταν ζητά κάποιος από άλλον κάτι, που έχει κι αυτός το ίδιο, μα δε θέλει να το μεταχειρίζεται, για να το διατηρήση πιο πολύ
Τετράδη και Παρασκευή τα νύχια σου μη κόψης. Την Κυριακή μη λούζεσαι αν θέλης να προκόψης
(1937)
Για να μην θυμώση η τύχη (προκοπή) για τον καθένα, δεν πρέπει την Τετάρτη και την Παρασκευή να κόβη τα νύχια του και να λούζεται την Κυριακή
Ρόκα μου ροκίτσα μου, να σε πω τα πάθη μου, κάν τα λέω ψέματα να καή η ροκίτσα μου κι η ροκοπατίτσα μου
(1938)
Το λέει κάποιος όταν είναι πολύ στεναχωρημένος
Να μαλώσω με το τέστο θα μου πη τις μουψαλιές του, να μαλώσω με γυαλί να του πω και να μου πη
(1939)
Ο κακός θα πη κακά
Μην ξανοίγης τη σκιανιά σου οντό βγαίνει ο ήλιος, το μεσημέρι την ξάνοιγε άπου 'ναι κούντουρη
(1938)
Το λέω στους φαντασμένους, που φουσκώνουν για ασήμαντα και πρόσκαιρα πράγματα, σκιανιά = σκιά, κούντουρη = μικρή, κοντή