Τάβαλε απίλωτα
Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Φοβήθηκε πάρα πολύ. Η παροιμία, λένε, βγήκε από το εξής: Μια φορά κάποιος πήγε να κλέψη άχυρα, αλλά από το φόβο του που άκουσε να 'ρχωνται να τον πιάσουν δεν έσπρωχνε καλά τα άχυρα να βάλη πολλά το σακκί, κι έτσι έκλεψε πολύ λίγα. Κι ήτανε μεν γεμάτα τα σακκιά, αλλά όχι πιεσμένα. Κι άμα τον ρωτούσαν γιατί τόσο λίγα, είπε πως από το φόβο του τάβαλεν απίλωτα. Και τώρα η φράση: “τα βάνω απίλωτα” σημαίνει, μου τυχαίνει κάτι, που με κάνει να φοβηθώ πάρα πολύ. Απίλωτα, από το απιλώθω και πιλώθω = ωθώ, σπρώχων, πιέζω
ειπίζωτα = άσπρωχτα
ειπίζωτα = άσπρωχτα