Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 340
Ακτυπά τζιαι της πρόκκας, ακτυπά τζιαι του πετάλου
(1954)
Σημείωση: Κτυπά το καρφί, κτυπά και το πέταλο
Απόν ειμπορεί να δέρη τον γάδαρον δέρνει το σάμα
(1943)
Όποιος δεν δύναται να τιμωρήση τους μεγάλους και ισχυρούς που τον έβλαψαν δέρνει εκείνους που δεν του έφταιξαν
Παίζε του γαδάρου λύραν να χορεύκη βίρα βίρα
(1943)
Επί των ξένων προς την μουσικήν και καλλιτεχνείαν
Αδ δεβ βαφτιστούν τα μερ'α π τζαιρός εγ καλωσυνέβκει
(1940)
Δύο κατ' εξοχήν ημερομηνίαι ενδιαφέρουσι τους ναυτικούς, η 14η Σεπτεμβρίου και η 6η Ιανουαρίου. Κατά την πρώτην ότε επίκειται ο χειμών, ο ναυτικός πρέπει να αποφεύγη τα ταξείδια. Τα Φώτα καθαγιάζονται τα νερά και η θάλασσα ...
Ας πκιάση το τζεί να βάλει δα
(1940)
Ένας ενώ επροπλήρωσε μιαν οκάν σαπούνι, ηναγκάσθη να πληρώση εκ δευτέρου επειδή ο μπακάλης απήτει ισχυριζόμενος ότι δεν επληρώθη. Ο αγοραστής βαρέως φέρων την αδικίαν αυτήν όταν την επομένην ηγόρασε κάτι ισχυρίσθη ότι ...
Άμα το καλοτζαίριν έςhη βορκάες τζιαί βράστες ο ςhειμώνας εν ναν βαρετός με ςhιόνια τζιαί με νερά
(1945)
Αν κατά το καλοκαίρι φυσούν Βόρειοι άνεμο και ο καιρός είναι υπερβολικά θερμός, ο χειμώνας προβλέπεται ψυχρός και βροχερός
Τσαγκάρης ανυπόληπτος τζ'αι νεφαντάρης τίτσιρος
(1948)
Ερμηνεία: Πείραγμα για κείνους που, ενώ με την τέχνη τους φτιάχνουν στον άλλο κόσμο διάφορα πράματα της ειδικότητάς τους, δεν φκιάχνουν όμως για τους εαυτούς τους τα πράματα αυτά
Άψετζ' τζ' έλαβεν
(1920)
Σημαίνει: Αφταίννω (ανάπτω, οργίζομαι, εξάπτομαι)
Καθένας τα κάρβουνα ομπρός του τα ταυρά
Ερμηνεία: Έκαστος το ίδιον συμφέρον επιδιώκει
Θεωρίαν πισκόπου, καρκιάν μυλωνά
(1953)
Η εξωτερική εμφάνισις απατά
Απελπισμένος κάτερκον εις αγαθόλ λιμιόνα
Εις της παρ' αξίαν περιφρονημένης ή διωκομένης, οίτινες πάντοτε ανηψούνται
Παίζει μας τολ λέγγον
Λέγεται επί των αδιαφόρων και απροσεκτων
Σαν την Αντρίτσαιναν
(1940)
Ιστορική
Βάλλω αντήλιον
(1920)
Ερμηνεία: Μεταφορικής σημαίνει βλέπω μακρόθεν, δηλ. Δεν δύναμαι να λάβω μέρος εις την διανομήν των κερδών
Αντίν
(1920)
Ερμηνεία: Επειδή ως εκ του περιτυλιουομένον παννίον το αντί εξογκούνται η λέξις αντί = κατήντησε σημαντικόν της εξογκώσεως οιονδήποτε πράγματος
Που τες σέλλες στα σάματα
(1920)
Ερμηνεία: Επί των επιπτούντων οικονομικώς
Μεροκάματον, μεροφάγωτον
(1919)
Μεροδούλι μερολόγι
Κατά το χωρκόν τζ' ο νόμος
Ερμηνεία: Άδικος λαός, άδικος νόμος
Γαμεί η αλιντζαύρα τον λα(γ)όν, γιατ' εν ο γέρακας ποπάνω
(1920)
Αλιντζαύρα=σαύρα
Αν δεν φατσίησης πα στ' ανώβλιον, εν θωρείς το κατώβλιον
(1954)
Αν δε κτυπήσης στ' ανώβλι δε βλέπεις το κατώβλι.
Απ' ατου άϊ (γι)άννυ τ' άϊ Αρμογενιού
(1940)
Εννοείται “ζήσε”. Ευχή φαινομενικώς, είναι πράγματι κατάρα, διότι ο μεταξύ δυο εορτών χρόνος είναι μια μέρα. Η 4η Οκτωβρίου (Ιωάννου του λαμπαδιστού) προς την 5ην, (Ερμογένους). Αντί μακρότητα ημερών ευχόμεθα βραχυζωΐαν
Από της αγίας Παρασσεβκής ως τ' Άϊ Παντελεήμονα
(1940)
Ταύτης η μνήμη εορτάζεται την 26ην του αγίου Παντελεήμονος δε την 27ην Ιουλίου
Αδ' δεφ φασήση κανένας εις τ' ανώβλιον, εθ' θωρεί το κατώβλιον
(1930)
Δηλαδή, τα παθήματα γίνονται μαθήματα. Σημείωση : φαννιώ = κτυπώ , πλήττω
Επρίστην το σερτίμ μου τζ' έγινην αντίν
(1920)
Ερμηνεία: Επειδή ως εκ του περιτυλιουομένον παννίον το αντί εξογκούνται η λέξις αντί = κατήντησε σημαντικόν της εξογκώσεως οιονδήποτε πράγματος
Από καβαλλάρην σε καβαλλάρην
(1940)
Η μνήμη δυο έφιππων αγιών ορίζει εποχήν, ήτοι η 23η Απριλίου, του αγ. Γεωργίου, είναι η αρχή του καλοκαιριού, η δε 26η Οκτωβρίου, του αγ. Δημητρίου, αρχή του χειμώνος
Έγινην ανάστα ο Θεός
(1940)
Εικών εκ της οχλαγωγίας κατά την λειτουργίαν της Αναστάσεως, όταν ψάλλεται ο ''καλός λόος''
Αντί να ρτώση τολ λαόν ρτώννει το περdίτζιν
(1940)
Όταν εξ αδυναμίας μας αντί κατά πταιστών επιτιθέμεθα και αθώων
Άπιαστα πουλιά σίλια στομ παράν
(1940)
Εκείνο που δεν υπάρχει, είναι πολύ ευθηνόν
Απ' αγάπουν τογ καλόμ εν τον είδα είντα μάδκια είσεν
(1940)
Η παροιμία αποδίδεται εις μύθον καθ' όν μονόφθαλμος σύζυγος συνήθιζε να φέρη την πρωτοχρονιά δώρα εις την σύζυγόν του. Κάποτε όμως επειδή δεν της έφερε το δώρο της, δυσαρεστηθείσα, τον εκοίταξε το πρώτον τότε κατά πρόσωπον, ...
Εβγήκαν τα άπλυτά τους στο μεϊτάνιν
(1940)
Όπως τα λερωμένα ασπρόρρουχα κρύπτομεν ούτω και τα τρωτά του ιδιωτικού μας βίου, τα ηθικά μας άπλυτα, πρέπει να μη κοινολογούνται
Απορπισμένου κάτερκον, σε αγαθόλ λιμιώναν
(1940)
Επί δυστυχούντων, οι οποίοι ενώ απέβαλαν κάθε ελπίδα, ευτυχούσιν ανελπίστως
Τον νούρον του αλουπού εβάλαν τον μέσ' στο καννίν τζί έν ισσίωσεν
(1954)
Την ουρά της αλεπούς την βάλανε μέσα στο καλάμι, και πάλι έμεινε στραβή
Είπα τον δέκα βολές j εμ' μούδωσεμ με μιστόμ με 'πολογιάν
(1930)
Επί των μη διδόντων καμμιάν απαίτησιν
Ανάποδος γρόνος δεκατρείς μήνες
(1920)
Ερμηνεία: Παροιμία λεγομένη όταν ο χρόνος τηςστεναχωρίας ή της δυστυχίας φαίνεται ατελείωτος, δεν παρέρχεται εγκαίρως
Σαράντα μέρες βοσκός, σαράντα μέρες τρελλός
(1951)
Εξ ού και : πελλοβοσκός [τρελλοβοσκός]
Επήεν εις τηβ βρύσην τζ' ήρτεν άποτος
(1931)
Δηλαδή, πηγαίνει κανείς για ωρισμένον σκοπόν και γυρίζει άπρακτος
Καθ' ένας τα κάρβουνα ομπροστά του τα τραβά
Ερμηνεία: Έκαστος το εαυτού συμφέρον επιδιώκει
Εν εν η αγάπη της Τουρτσιάς, εν η απελπισία
(1940)
Δι' όσους πράττουσι κάτι εξ' ανάγκης και όχι κατ' ιδίαν βούλησιν και αντίληψιν
Θωρείς την κουφήν τζιαί γυρεύκεις την κολοσυρμαθκιάν της
(1953)
Επί απροσέκτων ανθρώπων, κολοσυρμαθκιά (η)=τα ίχνη
Του γιαλού κατά που ννα του δείξης εν να σου δείξη
(1953)
Όπως συμπεριφερθής θα σου συμπεριφερθούν
Αππίδιδ δακκαστόν, μήλον καθαριστόν
(1940)
Είναι πολύ ενδιαφέρουσαι, σχετιζόμεναι με την διαιτητικήν και γενικώτερον την ιατρικήν
Ο πουκάτω της επήρεν τομ που πάνω της
(1940)
Όταν δεν κυριαρχεί ο “πουπάνω” ο νούς, αλλά αι ορέξεις μας, έχομεν κακάς συνέπειας
Τζαί τάντερα με την τζοιλιάν, τζαί πάλιν νεκατώννουνται
(1940)
Δυσαρέσκεια από ασήμαντον αφορμην, και μεταξύ ελάχισταεύθικτων, είναι δυνατή
Έναν κομμάτιν άθθρωπος αξίζει σίλιες λίρες, τζ' έναγ κομμάτιγ γέναικος αξίζει δκύο μπακίρες
(1940)
Ο άντρας υπερέχει πολλαχώς της γυναικός
Απού πίννει βερεσιέν μεθκ' α δκυό φορές
(1951)
Όποιος πίννει επί πιστώσει μεθά δυό φορές
Έγιν' τ' Ανάστα ο Κύριος
(1940)
Εικών εκ της οχλαγωγίας κατά την λειτουργίαν της Αναστάσεως, όταν ψάλλεται ο ''καλός λόος''
Ντζίζεις μου με το βελόνιν, ντζίζω σου με το σακκοράφιν
(1951)
Μου εγγίζεις με το βελόνι σου εγγίζω με το σακκοράφι. Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι μεταχειρίζονται το ίδιον μέτρον
Κάθε κάουρος στην τρύπαν του εδ' δυνατός
(1953)
Ο καθέ ένας εις την ειδικότητα του δύναται να αντιμετωπίση οποιονδήποτε αντίπαλλον. Εδ = είναι
Εμπήκεν στησ σείραν τους αθθρώπους
(1940)
Ειρηνικώς δι' όσους υποδεέστεροι θέτουσι τον εαυτόν τους εις ίσην και οι δικαίως εκτιμώμενοι μοίραν
Εν αξίζει φόλλαν
(1940)
Ιστορική
Από μούττην ως βελόνιν
(1940)
Δια τους περιέργους αλλά και διά τους λεπτολόγους
Επολοήθηκεν τζί ο γάδαροςπου την αππέσσω πάγνην
(1931)
Μας απαντάει κι ο γάϊδαρος απ' το παχνί το μέσα. Για κείνους που παίρνουν τον λόγο, χωρία να τους ανήκη και χωρίς να ξέρουν τίποτα για την υπόθεση
Αν εν μήλο εν ν' αθθήση
(1954)
Ερμηνεία: Επι εκείνων οι οποίοι επιτηδεύονται και υποκρύπτουν κάτι
Ο άθρωπος εν ο τόπος τζι ο τόπος γέρημος
(1930)
Σημαίνει οτι, εαν εις τόπος είναι ταυτοποιημένος, καλλιεργημένος κλ. Οφείλεται τούτο εις τον κυριόν του και οτι. Όταν ο κύριος εκλείψη ο τόπος ερημούται. Λέγεται όταν βλέπη τις τόπον, οίκημα ή κτήμα ερημωθέν δια το οτι ...
Η κουφή κουφούθκια κάμνει εν τζιαί κάμνει περτικούθκια
(1953)
Από κακκούς γονείς, κακά τέκνα θα γεννηθούν
Απ' την εχιόνα στο φίδι
(1954)
Ερμηνεία: Λέγεται εις περιπτώσεις καθ' άς εις περιπίπτων εις μιαν συμφοράν αναμένει σωτηρίαν, και αντ' αυτής περιπίπτει εις συμφοράν χειροτέραν της πρώτης
Αν είναι μήλο θ' ανθίση
(1954)
Ερμηνεία: Επι εκείνων οι οποίοι επιτηδεύονται και υποκρύπτουν κάτι
Πού τα πούτταρα ως τα μούνναρα
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν τίποτα
Άδρωπος εν ο τόπος τζι' ο τόπος γέρημος
(1953)
Όλα εξαρτώνται από τον άνθρωπον, Εν = είναι, Γέρημος = έρημος
Απόν είδεβ βούνα τζιαί καστρή είδεφ φούρνους τζ' εξιππάστην
(1951)
Όποιος δεν είδε βουνά κιαι κάστρα είδε τον φούρνον και εξιφνιαστη. Ερμηνεία: Η παροιμία λέγεται επί ενθουσιασμένων δια πράγματα ευτελή, επειδή δεν γνώριζαν ανώτερα και μεγαλύτερα
Αναφαντάρης τίτσιρος τσαγκάρης αλυπόλητος
(1951)
Υφαντής γυμνός, τσαγγάρης ξυπόλητος
Το πό(δ)ιν του έγινην αντίν
(1920)
Ερμηνεία: Επειδή ως εκ του περιτυλιουομένον παννίον το αντί εξογκούνται η λέξις αντί = κατήντησε σημαντικόν της εξογκώσεως οιονδήποτε πράγματος
Το πό(δ)ιν του εν αντίν
(1920)
Ερμηνεία: Επειδή ως εκ του περιτυλιουομένον παννίον το αντί εξογκούνται η λέξις αντί = κατήντησε σημαντικόν της εξογκώσεως οιονδήποτε πράγματος
Τζείνος που σ' αγαπά κάμνεις σε τζαι κλαίεις
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Αμ' μεν άξιαζαν εν αγιάζαν. Αν δεν αξίζαν, δεν αγιάζαν
(1931)
Για κείνους που απόκτησαν τιμές από την αξία τους
Όπκοιος σ' αγαπά, κάμνει σε τζαι κλαίεις, όπκοιος σε μισά, κάμνει σε τζαι γελάς
(1940)
Ο αγαπών τινα επιπλήττει αυτόν σφάλλοντα δια να διορθωθή, ενώ ο μισών ωθεί τούτον εις το κακόν ενθαρρύνων αυτόν παρεκτρεπόμενον
Που τον κούφον ως τον ορώπιν
(1954)
Ερμηνεία: Λέγεται εις περιπτώσεις καθ' άς εις περιπίπτων εις μιαν συμφοράν αναμένει σωτηρίαν, και αντ' αυτής περιπίπτει εις συμφοράν χειροτέραν της πρώτης
Τσαγκάρης ανυπόλυτος, ράφτης ακατάραφτος
(1930)
Λέγεται επί εκείνων, οι οποίοι δεν ευκαιρούν να κάμουν χρήσιν εκείνων, τα οποία διανέμουν εις τους άλλους ̇ ο υποδηματοποιός και ο ράπτης, βιαζόμενοι υπό των πελατών των, δεν προφθάνουν να ράψουν τα φορέματά των και τα ...
Αμ' μέφ' φατσήσηςστ' ανώγλιον εθ' θωρείς το κατώφλιον
(1951)
Αν δεν κτυπήσης στ' ανώφλι δεν προσέχεις το κατώφλιο.
Ν' απλώνης τα πόδκια σου ως τζιεί που φτάννει το πάπλωμαν
(1951)
Να απλώνεις τα πόδια σου ως εκεί που φτάνει το πάπλωμα. Γνώριζε τας ίδιας σου δυνάμεις.
Άμα βρες hη τζιαί φυσά βορκάς πούλε σιτάριν τζιαί γόραζε βούδκια (ή ταρκά)
(1945)
Σπάνια βρέχει όταν φυσά βόρειος άνεμος. Αν συμβή το αντίθετο προβλέπεται πως ο χρόνος θα είναι ευνοϊκός για τη γεωργία και την κτηνοτροφία
Τζιείνος πον σε ξέρει ακριβά σε γοράζει
(1954)
Ερμηνεία: Λέγεται επί ανθρώπων οι οποίοι κατά βάθος τίποτε δεν αξίζουν, ενώ φαινομενικώς θέλουν να παρουσιάζωνται ως καλοι
Εν αξίζει τιγγίριν
(1940)
Νόμισμα ελαχίστης αξίας μικρότερον και από την φόλλαν
Κείνος που δεν σε ξέρει ακριβά σ΄ αγοράζει
(1954)
Ερμηνεία: Λέγεται επί ανθρώπων οι οποίοι κατά βάθος τίποτε δεν αξίζουν, ενώ φαινομενικώς θέλουν να παρουσιάζωνται ως καλοι
Χωρείς τοβ βούν τζι' ασπρίζει τζιαι χαρείς τζι εν σύλον μίλλαν
(1951)
Βλέπεις το βοϊδι κι ασπρίζει και θαρρείς πως όλο είναι πάχος