Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3501-3600 από 3663
Εν τα΄γέρημα του Ιορδάνη
(1940)
Ερμηνεία: Επί ατάκτως τοποθετημένων οικιακών σκευών, και γενικώτερον επί πολύ ανωμάλων υποθέσεων
Του ακριβού το ψουμίν, ο ποντικός εν το δακκάνει
(1940)
Ο τσιγκούνης προσπαθεί ούτε ψίχουλον να χάση
Άδ δεδ δακκάνει, λάσσει
(1940)
Δι' όσους εργάζονται ικανοποιητικώς
Εν το κουτσίν της ρκάς
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Όποιος ανακατώννεται με τα βόρβορα, τρών τον οι σοίροι
(1940)
Ο εις κατώτερον του εφ' ου ίσταται επιπέδου κατερχόμενος, ο αναστρεφόμενος φαύλους, εκφαυλίζεται και υποβάλλει την ήν έχαιρε εκτίμησιν
Άμα θερίζεις μέφ φήνεις κουτσούλλες πίσω σου, γιατί σπάζουν τα νεβρά σου
(1940)
Δουλειά γινομένη με προσοχήν αποδίδει και απαλάσσει από ζημίας. Κουτσούλα είναι ο στάχυς
Ξέρ' ο σσύλος τον αφέντην του
(1940)
Δια πειθαρχούντας και υπακούοντας εις ανωτέρους των.
Πόξω σου γυρεύτου, πόσσω σου νοικοτρυρεύτου
(1940)
Ζήτησε και από άλλους προ παντός όμως από τας ιδικάς σου δυνάμεις να έχης ότι χρειάζεσαι
Που σεττοκόπος 'γούμενος, πού μάειρας πίσκοπος, ότ' έκαμνεν ο μάειρος ο πίσκοπος τα γνώριζεν
(1940)
Ο υπηρέτησας ως διαφόρους θέσεις γνωρίζει τι πράττουσιν οι εις αυτάς υπηρετούντες
Ο έξυπνος άθθρωπος πκιάννει τολ λαόμ με τ' αμάζιν
(1940)
Ερμηνεία: Ο πολύπειρος κατορθώνει εκείνο το οποίον θα απετύγχανεν ο άπειρος
Όσος εμ που πάνω που τηγ γην, άλλος τόσος εμ που κάτω
(1940)
Δηλωτική ευφυΐας και ικανότητος
Έν έχ΄ χατζής παπάς, τζ' έμ παπάς χατζής
(1940)
Η ουσία δέν καταστρέφεται, ούδ' αλλάσσει μέ εντελώς επουσιώδη μεταλλαγήν
Ομπρός δακκάννει, τζαί πίσω κλωτσά
(1940)
Λέγεται επί διπροσώπων καί φύσει κακών
Τα πεθυμά φαντάζεται
(1940)
Ερμηνεία: Η φαντασία μας παρουσιάζει ως πραγματικότητα εκείνα που υπερβολικά επιθυμούμεν
Είδες το πωρνόν ζωνάριν; Λάμνε παίδκηο στο ζευκάριν
(1940)
Καιρικαί παρατηρήσεις. Το ουράνιον τόξον το απόγευμα προμηνύει βροχή
Τ' αγκάθιν κάμνει ρόδον, τζαι το ρόδον αγκάθι
(1940)
Όπως καλόν πατέρα ακολουθεί κακός υιός, δύναται και το αντίθετον να επισυμβή, να διαδεχθή κακόν καλός υιός
Τζείνος που θέλει να σε φιλήση, τηβ βουκκάσ σου θωρεί την
(1940)
Ο γνωρίζων πως οι άλλοι στερούνται δύναται να τους συνδράμη πριν ζητήσουν την βοήθειάν του
Η θάλασσα θέλει να φάη σύκα
(1940)
Εις κάποιον που έκαμνε το εμπόριον των σύκων, συνέβη το καράβι να κινδυνεύση από τρικυμίαν και τα σύκα να χαθώσι. Όταν εις την επιστροφήν του η θάλασσα έγινε γαληνιαία ο έμπορος είπε το ως άνω παρομοιώδες
Όταθ θέλ' η νύφφη τζ' ο γαμπρός, τύφλαν νάσ' ο πεθθερός
(1940)
Η συνενόησις των αμέσως ενδιαφερομένων κάμνει να παρέλκη η συγκατάθεσις των άλλων
Όπου θέλ' ο κουτσαγκάς βάλλει τ' αφτίν της κούζας
(1940)
Κουτσαγκάς ο, είναι ο κατασκευάζων κουτσάγκια, πιθάρια
Όπου θέλει ο κουζάρης βάλλει τ' αφτίν της κούζας
(1940)
Οι αφ' ων εξαρτάται κάτι, πράττουσιν, ό,τι και όπως θέλουσι
Άθθρωπος ακάλεστος στογ γάμον είντα γυρεύκει;
(1940)
Επεκράτει η συνήθεια να προσκαλώνται εις τον γάμον με κερίν οι “χωρκανοί” και οι συγγενείς παραχωρλού. Ο ακάλεστος ήτο ανεπιθύμητος και ως τοιούτος, αν προσήρχετο αυτοκλήτως επεδείκνυεν έλλειψιν φιλοτιμίας. Η παροιμία ...
Καρκιάν καθαράν τζ' όπου θέλεις πάτα
(1940)
Προήλθεν εκ της παραδόσεως καθ' ην κλέπτης που επάτησεν επί της αγίας τραπέζης διά να κλέψη κάτι επιπληχθείς από τον σύντροφόν του απήντησεν ως άνω
Ο ζευκαλάτης ο καλός στον άνεμοχ χωρίζει
(1940)
Το καλώς καλλιεργηθέν χωράφι φαίνεται κατά το ανέμισμα από τον σωρόν του αχύρου και του σιταριού
Πάμεσ σαν τογ κάουρον, μιαν ομπρός τζαι δκυό πίσω
(1940)
Επί όσων αι υποθέσεις καρκινοβατούσι
Εγ καλόν το μαειρκάριν, αντάν έσει το τζελλάριν
(1940)
Όταν είναι η αποθήκη μας γεμάτη δυνάμεθα να έχομεν τροφήν εύγεστον
Άρον, άρον
(1940)
Διά τους μετά βίας απαγομένους, τους μετά σπουδής αναχωρούντας ή τους επιτελούντας τι εν σπουδή. Επήραν τον άρον άρον
Όταν λάμνει το καλάμιν, θέλουν τα σπιδκία μας βοτάνιν
(1940)
Όταν ακούγεται εις Λάρνακα σαν δυνατό φύσημα ανέμου εις καλαμώνα λέγεται “φύσα το καλάμι του τσιδκιού και έχει σφοδράν τρικυμίαν”. Επειδή δε συνήθως και βρέχει ραγδαίως, τα σπίτια, χυλωμένα με λάσπην, έσταζον ήτο ανάγκη ...
Θωρείς τηγ κωλοσυρμαδκιάν του φιδιού τζ' ακόμ' αρωτάς;
(1940)
Επί των λίαν λεπτολόγων
Λάμπει με, σαλ λάμνει ο βορκάς τα νέφη
(1940)
Επί όσων υφίστανται πιέσεις και διώξεις αδιαλείπτης
Που τόλ λάκκοσ στογ κρεμμόν
(1940)
Όταν μεταπίπτομεν από ένα κακόν εις άλλο χειρότερον
Έγινην η θάλασσα σαν το λάϊν
(1940)
Επί ευερεθίστου που μετά θυελλώδη σκηνήν μένει ήσυχος
Αντάλ λάμπει ο μοούνάρος τζαί ο ατόμουττος, θέλουν τα σπίδκια μας βοτάνι
(1940)
Τοπική της Ορόκλινης (Λάρνακος). Ο αμμουβούναρος είναι τοποθεσία παρά την θάλασσαν, όπου αι “καθαρές” του χωριού Ορόκλινη ως και ο ατόμουττος επί του βουνού όπου η Ορόκλινη
Άμα έσει αλεύριν, ξέρει τζ΄ η μάνα μου τζαί ζυμώνει
(1940)
Φέρεται ότι απήντησεν ούτω πτωχόπαιδον προς πλουσιόπαιδα επαιρόμενον ότι η μητέρα του κατασκεύαζε πολύ ωραία ψωμιά
Τα Νικολοβάρβαρα, τζ' οι τοίχοι χάρβαλλα
(1940)
Εκ της πολλής βροχής οι πλινθόκτιστοι τοίχοι γίνονται χάλια
Πόθεν έν τούτο τό παννάτζιν; Εμ 'πό τούτον τό βιλλαράτζιν
(1940)
Τό βιλάριν, υποκοριστικώς βιλαράτζιν, είναι ύφασμα 100 πήχεων. Επί ελαττωμάτων κόρης πού εκληρονόμησεν από τήν μητέραν της
Ο πελλός με τα θυμάται σαίρεται, τζαι με τα κλάννει πίννει
(1940)
Ο τρελλός ευχαριστείται και με το ελάχιστον
Αντάν να ζιώ σκουλούθρα μου, τζ' αντάμ πεθάνω καλίε με
(1940)
Θανόντες ουδένα ενοχλούμεν και δια τούτο προκαλούμεν αγαθάς αναμνήσεις
Που πάνω κότσινα, τζαί που κάτω κόσσινα
(1940)
Ερμηνεία: Δι' όσους επιδιώκουσι να αρέσωσι κατά βάθος υπάρχοντες αποκρουστικοί
Ο πελλός με τ΄ αθθυμάται σαίρεται
(1940)
Δι΄ όσους αναπολούσι με πραγματικήν ηδονήν τα παρελθόντα
Μικρή βοήθεια, μεγάλη παρηορκά
(1940)
Δια πτωχόν πεινώντα και ελάχιστη ελεημοσύνη είναι μεγάλη παρηγοριά
Λαλεί άλλ' αντάλλων
(1940)
Δι' όσους ομιλούσι ασυναρτήτως αποφεύγοντες γνώμην και μαρτυρίαν, είτε δι' αστάθειαν χαρακτήρος
Ορκή Θεού, κατάρα Κυρίου
(1940)
Επί διεστραμμένων και παμπόνηρων
Η σσύλλα σσυλλούδκια γεννά, εγ γεννά καττούδκια
(1940)
Ο κακός και ο δύστροπος τον χαρακτήρα γεννά τέκνα με αυτόν χαρακτήρα
Σαν τηρ ρκαν που το παστέλλι
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Τοδ δουλευτήσ σου πκέρωσε, τζαί ψυσικόμ μεγ κάμεις
(1940)
Πληρώνοντες τούτον καλά είμεθα εν τάξει παρά αδικούντες και ελεούντες αυτόν
Σαιρέτα τον οχτρόσ σου, να τον κάμης να σκάση
(1940)
Ερμηνεία: Ούτω πως του δεικνύομεν πως δεν τον λαμβάνομεν υπ΄όψιν μας
Β'ρεξε τογ κώλος σου να φάης ψάριν
(1940)
Χωρίς να εργασθώμεν σκληρά δεν κερδίζομεν τίποτε
Του καλού ναύτ' η γεναίκα, τον Απριλλομάσ χειρεύκει
(1940)
Κατά τους μήνας τούτους καιτοι ασυνήθεις αι τρικυμίαι επισυμβαίνουσιν όμως επικύνδυνοι ούσαι
Που τ' αγάπουν τον άντρα μου εξήχασα το όνομά του
(1940)
Ειρωνικώς δι' όσους ανυπόλητοι προβάλλουσι με αξιώσεις σπουδαίων προσωπικοτήτων
Αδ δεβ βαφτιστούν τα μερ'α π τζαιρός εγ καλωσυνέβκει
(1940)
Δύο κατ' εξοχήν ημερομηνίαι ενδιαφέρουσι τους ναυτικούς, η 14η Σεπτεμβρίου και η 6η Ιανουαρίου. Κατά την πρώτην ότε επίκειται ο χειμών, ο ναυτικός πρέπει να αποφεύγη τα ταξείδια. Τα Φώτα καθαγιάζονται τα νερά και η θάλασσα ...
Άθθρωπον αντρίαν, γάαροσ σιερκάν τζαί γεναίκαμ Μαρούν έσσω σου μεβ βάλης
(1940)
Δεισιδαίμων παρατήρησις. Γάδαρος σιερκάς είναι ο παρδαλού χρώματος
Έβαλε τα δκυό μου πόδκια σ' έναμ παπούτσιν
(1940)
Και έαν εχωρούσαν θα προέκυπτε αδυναμία κινήσεως. Όταν υποχρεωθώμεν παρά την θέλησιν μας να κάμωμεν κάτι
Που ούλλες τες βουλάες έπαιρνε, τζαί που τηδ δική σου τηβ βουλήμ μεν ι βκης
(1940)
Η δική μας γνώμη, αμέσως ενδιαφερομένων, θα είναι και η μάλλον ορθή
Αντάγ γεωρκήσουν τα βουνά, εσύ τους κάμπους θώρε
(1940)
Ερμηνεία: Και η πλέον πλουσία απόδοσις της καλλιεργείας εις τα βουνά είναι τίποτε απέναντι εκείνης της πεδιάδος
Δέκα χρόνια βοσκοσύνη τζ' όσο ζιή πελλαροσύνη
(1940)
Ο από πάσης απόψεως ανεπιθύμητος βίος που διάγει ο βοσκός επιδρά επιβλαβώς επ' αυτού διανοητικώς
Να το δω με τα μάδκια μου τζαί να μεν το πιστέψω
(1940)
Η μεγάλη χαρά δι' απρόοπτον ευτυχίαν μας κρατεί διστακτικούς δια την πραγματικότητα
Κόσμον ακούω τζαί κόσμον εν αμπλέπω
(1940)
Λόγοι συνήθεις τυφλών επαιτούντων. Επί των οικουρούντων και αγνοούντων τα περί αυτούς συμβαίνοντα.
Επεψέν τον να δη πο βρέσει
(1940)
Εκεί που βρέχει φαίνεται. Λέγεται δι' άτομα ενοχλητικά, που κατορθούμεν να απαλλαγώμεν
Ο Γεννάρις εν τ' αφφάλιν του σειμώνα
(1940)
Επειδή πίπτει άφθονος βροχή και χιών ο χειμών είναι πλέον αισθητός τον Ιανουάριον
Ο Γεννάρις γεννά τζαι πογεννά
(1940)
Τον Ιανουάριον ο καιρός είναι πολύευμετάβλητος
Επήεν τογ Γεννάριν τζ' ήρτεν τον αλωνάριν
(1940)
Δι' όσους αμελούσιν ή βραδύνουσι να τελειώσωσι όσα ενεπιστεύθησαν εις αυτούς
Τ' αθθρώπου του καλόσορτου γεννά τζ' ο πετεινός του
(1940)
Λέγεται επί των ευνοουμένων υπό της τύχης
Κότα πίττα τογ Γεννάριμ πετεινόν τον αλωνάριν
(1940)
Λαϊκή παρατήρησις πότε πρέπει να φαγωθώσι
Απού πονεί πά στογ γιατρόν
(1940)
Είναι φυσικόν ο έχων ανάγκην βοηθείας να ζητή τοιαύτην από εκείνον που δύναται να τον βοηθήση σοβαρώς
Βαρτ' ταφκιά σου πίσω σου ν΄ακούσης
(1940)
Τα πίσω μας λεγόμενα ούτε ευκόλως, ούτε ταχέως ακούομεν.Δια τούτο πρέπει να στρέψωμεν πίσω τ΄αυτιά, ώστε να προσβάλωσι το τύμπανον μας τα κύματα της κακολογίας
Μέγ' γοράζεις ριάλια, αγόραζε αθθρώπους
(1940)
Ο άνευ άλλης αξίας πλούσιος δεν πρέπει να εκτιμάται περισσότερον από τον πτωχόν αλλά τίμιον και ευϋπόληπτον
Θέλει άθθρωπον να κάμη άθθρωπον
(1940)
Οι καλοί και τίμιοι μορφούνται από άνδρα αψόγους καθ' όλα
Βαστά σ' ο τόπος Διγενή γιατ' είσ' αντρειωμένος
(1940)
Λέγεται δι' όσους εντιμώνται όχι διά τα προτερήματα των, αλλά διότι είναι πλούσιοι και έχουσι “μέσα”
Όπκοιος πίνει κρασίβ βερεσιέ, μεθκιά δκυό φορές
(1940)
Επειδή εις τούς πτωχούς πότας ή απότισις είναι δύσκολος, μεθούσι δίς, όταν πίνουν καί όταν πληρώνουν
Κάθουμαι πάσ' στα βελόνια
(1940)
Τα βελόνια, τρυπούσι ώστε να αδυνατή να καθήση τις επ' αυτών. Επί αγωνιώδους αναμονής
Παλιά μ' αγάπη στο καλό, τζηνούρκα, έλα κοντά μου τζαί της παλιάς θ' αθθυμηθώ τζ' εν να καή καρκιά μου
(1940)
Λέγεται δι' όσους αναπωλούσι και αναμιμνήσκονται μετά πικρίας και στεναχωρίας προτέραν των ευτυχίαν
Εν ο άγιος Νεπίος
(1940)
ναούς ως εν Φανερωμένη Λάρνακος. Εις το ορεινόν διαμέρισμα Λάρνακος γνωρίζομεν τρείς τριμιθκιές στολισμένες όπως η εν Πάφω μοσφιλιά. 1) Εις τον προς Βάβλαν δρόμον εν Λευκάρων κατά την τοποθεσίαν Σωτήρα ομώνυμον βουνόν (ή Σταυρί) δι ύπαρξιν επ΄αυτού ναού...
Επεψέν το ν' αλέθη
(1940)
Παλαιότερον μόνον εις νερόμυλον ελέθετο το σιτάριν. Επειδή τοιούτον είχον μόνο τα χωριά που διέθετον νερόν, οι νερόμυλοι ήσαν ολίγοι με αφθονίαν πελατών. Τα χωρίς νερόμυλον χωριά ήσαν ηναγκασμένα να αλέθωσι “παραχώρκου”, ...
Αγάπα με σασ σ' αγαπώ, θέλε με σασ σε θέλω, γιατί εν νάρτ' ένας τζαιρός να θες τζαι να μεθ θέλω
(1940)
Ο χρόνος πολλά μεταβάλλει, ευμετάβλητα δε είναι ένεκα διαφόρων λόγων και τα αισθήματα, αι επιθυμίαι μας.Όταν δυνάμεθα να επιτύθχωμεν κάτι ας μην διστάζωμεν, χάνοντες ούτως καταλλήλους ευκαιρίας
Αμ πέσ' η πέτρα πάσ' στ' αβκόν, αλοί ταβκόν. Αμ πέση ταβκόμ πάσ' στημ πέτραν, αλοί ταβκόν
(1940)
Όπως το αυγόν, ασθενές και εύθραστον, τοιουτοτρόπως και ο απροστάτευτος και πολλαχώς αδύνατος εις σύγκρουσιν του μετ' ισχυρού και πλουσίου θα έχη κακάς συνεπείας,είτε δίκαιον είτε άδικον έχει.
Απ' αγάπουν τογ καλόμ μου, εν τον είδ' είντα μάδκια είδεν
(1940)
Εις παλαιοτέραν εποχήν η γυναίκα εθεωρείτο ανάρμοστον να προσβλέπη κατάμματα τον άνδρα, συνήθως δε και αυτή ακόμη η ύπανδρος προ παντός η χωρική, εις ένδειξιν υποταγής δεν συνήθιζε να ατενίζη τον άνδρα της. Η παροιμία ...