Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1201-1272 από 1272
Διδάσκαλε που δίδασκες και νόμον δεν εκράθηες
(1892)
Ερμηνεία: Ισοδυναμεί προς το άλλων ιατρός αυτός έλκεσι βρύων
Πάει πολύ στο μίρι
(1892)
Σημείωση: Ο ανήκων της δημοσίου ταμείου
Ανύπαντρος προξενητής, για λόγου του γυρεύει
(1896)
Ανάλογος τη των παλιαών : “Άκαιρος πρόξενος εις εαυτόν αφορά”. Ζηνόδοτ. Και Διογέν.
Άκαιρος πρόξενος εις εαυτόν αφορά
(1893)
Αναλόγως τη των παλαιών. Ζηνόδοτ. Και Διογέν.
Άσχημέ μου, πιάσ' να φάμε, κι ώμορφέ μου ίντα θα φάμε;
(1893)
Εν λεξιολ. σελ. 154, Ίντα και ήντα = ίνα τι, τι, ότι, ποιός;
Η αμπελοκουτσούρα τα φταίει
(1892)
Είναι δίστιχο, που παλαιότερα το τραγουδούσαν. Δηλαδή οι πλούσιοι, επειδή έχουν την ευχέρεια να πίνουν απεριορίστως, είναι δυνατόν να γίνουν μέθυσοι και να καταστραφούν. Οι φτωχοί πίνοντας κρασί γίνονται κατά φαντασίαν πλούσιοι
Ξυπόλητη σ' εκάτεχα κ' επάθιες τα χαλίκια, κ' εδά που καλυκόθηκες ζητάς και σκουλαρίκια
(1893)
Εν λεξιλ. σελ. 155, Καλύκωμα=υπόδεσις, παπούτσωμα
Μήτε τα μικρά μου κλαίνε μηδέ τα μεγάλα μου
(1892)
Ερμηνεία: Εις ένδειξιν αδιαφορίας
Έκαμε την κεφαλή του αμώνι
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται επί αφόρητου φλυαρίας κατά παρομοίωσιν προς τον άκμωνα, ο οποίος δέχεται όλους τους κτύπους
Το Σκουντί από μητάτο, κι' άνθρωπος από γενειά
(1893)
Εν λεξιολ. Σελ. 176, Σκουντί και σκουδί=κύων
Σ' επήρα για βασιλικό κ' εβγήκες ατσικνίδα
(1893)
Εν λεξιλ., σελ. 148. Ατσικνίδα ή φυτόν, ή κνίδη, κνίδα
Ο παντρεμένος καθ' αργά θέτει με την κοκόνα, κι' απάντρευτος 'σαν γάιδαρος θέτει 'ς τον αχεριώνα
(1893)
Εν λεξιλ. σελ. 158: Κοκκώνα = Κυρία, κυρά σύζυγος κλπ
Με το σήμερο και με το αύριο
(1892)
Ερμηνεία: Δι αλεπαλλήλων αναβολών
Άμε στη γειτονιά μαθέψου κι' έμπα στο σπήτι σου πορέψου
(1888)
Πορεύγομαι = διάγω τον βίον, οικώ
Α να φας τον περίδρομο
(1888)
Ερμηνεία: Να μη χωνεύσης όσα τρώγεις
Απου περγελάξη ρίγλα τρούλλα το παθαίνει
(1891)
Ερμηνεία: Όταν μετρήται ο σίτος γεμίζεται το κοιλόν άνωθεν των χειλέων (κούμουλα ή τρούλα) ξ' είτα δια σπαθωτου τινός ξύλου (ρίγλας)
Απου περγελάξη ρίγλα κώμουλο το παθαίνει
(1891)
Ερμηνεία: Όταν μετρήται ο σίτος γεμίζεται το κοιλόν άνωθεν των χειλέων (κούμουλα ή τρούλα) ξ' είτα δια σπαθωτου τινός ξύλου (ρίγλας)
Την προβιά και τ' άλλα ρούχα
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται περί των εκδιωκομένων εκ μεταφ. από του αναχωρούντος και παραλαμβάνοντος μεθ' εαυτου απάσας τας αποσκευάς του
Γενού προφήτης και πάρε τα μισά
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται όταν δυσκολεύηται τις να προϊδη τα συμβαινόμενα
Τον παίζει απάνω στα δάχτυλά του
(1892)
Διαθέτει τινα κατά βούλησιν
Παίζει του παρά με την μπάλλα
(1892)
Ερμηνεία: Εις ένδειξιν αχρηματίας, είναι δηλαδή τόσον μακράν απ΄αυτου το χρήμα, ώστε μόλις διά σφαίρας πυροβόλου δύναται να το καταφθάση
Θαρρείς και πράμα ν' ήτονε; Πέντε χρονώ στο μούσκαρο!
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται ειρωνικώς περί των ζωοκλόπων, οι οποίοι συλλαμβανόμενοι αιτιολογούνται, ότι το κλαπέν ήτο ευτελούς αξίας, προς μετρίασιν της σπουδαιότητος του εγκλήματος
Η αγία ράβδα το ξέρει
(1892)
Ερμηνεία: Φερεται εις εκφοβισμόν τινος, είτε εις δηλαδή ότι ράβδισμοί έσχον αποτέλεσμα
Ρεπάδι δεν τ' αφήνει
(1892)
Σημείωση: Εν τω τμήματι Χανίων λέγεται ρεπάδιν εν τη επαρχία Αγίου Βασιλείου ρουπάδι και εν τη επαρχία Σφακίων ρυπάδι
Σε παρακαλώ κ΄εγώ κ' η σκούφια μου
(1892)
Ερμηνεία: Ειρωνικώς λέγεται
Τον κόκκινο Μάη
(1892)
Ερμηνεία: Επί ακατορθώτων
Πνοή δεν έχει
(1888)
Ερμηνεία: Δεν υπάρχει τίποτε, ούδ' ολίγος χάρτος
Πιο πολύ καιρό περνα κια είς με το παλαιό παρά με το καινούργιο
(1891)
Κια εις = κανείς
Δεν είν' άξιος να του γυαλίση τα παπουτσια του
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται εις δήλωσιν ότι είναι τις κατά πολύ υποδεέστερος του άλλου
Επήρε ούλη την παπάρα
(1892)
Σημείωση: Pappare (ιταλική)= υβρίζω
Αμμόλλαρε τον πόρο τση σακκούλας
(1892)
Σημείωση: Ammolate (Ιταλικά)= τρέχω, κάμπτω
Έπεσε στα παλάγεια του
(1892)
Σημείωση: Palanca (Ιταλική) = περιχαράκωμα
Ερώτησε τον μπάρμπα μου το χιλιοψωματάρη
(1892)
Ερμηνεία: Απευθύνεται ειρωνικώς περί του ψεύδου του επικαλουμένον των επιβεβαίωσιν ετέρον ψευδολόγου
Μαλώνουν σαν τση σκύλους
(1892)
Ερμηνεία: Επί των διαπληκτιζομένων, μεταφορικώς από των κυνών, οι οποίοι συρρέοντες εις τας πλατείαις γαυγίζουν αδιακόπως
Δεν τα βγάνει στ' ανοιχτά
(1892)
Ερμηνεία: Επί ανίκανων να φέρωσιν εις πέρας υπόθεσιν επιχείρησιν
Βαστά το κεφάλι του αποκάτω από την μασκάλη του
(1892)
Ερμηνεία: Περίφρασις αλληγορία, αντί του διατρέχει κίνδυνον η ζωή του
Σαν θέλ' η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλαις να 'χει ο πεθερός
(1893)
Παροιμία αναφερομένη εις τον δι' αρπαγής γάμον
Ψωμί κι αλάτι εφάγαμε μαζί
(1890)
Υπενθυμίζεται δι αυτής η παλαιά φιλία εις όλην την Ελλάδα είναι δι' λείψανον των περί φιλοξενίας δοξασιών των Ελλήνων. Οι παλαιοί Έλληνες τόσον ιερά εθέωρων την φιλοξενίαν ώστε και μετά παρέλευσιν μακρού χρόνου αναγνωριζόμενοι ...
Η πουτάνα σαν γεράση, πέντε τέχναις θε να πιάση. Πλήστρα, Μαυλίστρα, Αντρογυνο – ξεχωρίστρα (ή αντροϋνοχωρίστρα), Μαμή, γη χειροχτενίστρα
(1893)
Εν λεξιλ. σελ. 164, Μαυλίστρα – μαστρωπός, και τουρκικώς ρουφιάνα
Σαν είν' από γένει' άνθρωπος κι' από μεγάλη σκλέτη, ούλο το βιό σου 'ξόδιαζε και κάνε του ραέτι
(1893)
Εν λεξιολ. Σελ. 176, Σκλέτη (η) και σκλετάδα=γένος, γενεά
Άν μαγαρίσω, να ΄ν λαρδί, κι αν κλέψω να ν΄ λογάρι, κι αν πάρω και γυναίκα μου να νε παπαδοπούλα
(1893)
Εν. λεξιολ. Σελ. 162 . μαγαρίζω, μαγαρίσω (και κατ΄ αναγραμμ. Γαμαρίζω ) Μεταβ. Και αμετάβ. - κόπρω μιαίνω, όζω
Αφρίτης έγεινε
(1890)
Ερμηνεία: Η φράσις αυτή λέγεται διά τους οξύθυμους καθ' ήν ώραν ευρισκόμενοι εις έριδα εξάπτονται και μαίνονται υπό του θυμού “αφρίτης έγεινε” ήτοι έφριξεν εμάνη υπό του θυμού. Εκ πρώτης όψεως παραβάλλει τη την λέξιν αφρίτης ...
Ε δε καλή νοικοκερά εις το γεμάτο σπίτι, κ' ε δε κακή νοικοκερά εις τ' ώφκερο το σπίτι!
(1893)
Νύμφη ο άπροικος παρουσίαν ουκ έχει
Το Μάη βούϊ μη ρεχτής, και τη λαμπρή γυναίκα, κι αν είνε κ΄ εκατό χρονώ δείχνει πως είνε δέκα
(1893)
Εν. λεξιολ. Σελ. 174. ρέγομαι= ορέγομαι = ευχαριστούμαι
Τσ' ώμορφης, δος τση ριζικό, μα η γι άσχημη βαστά το, 'ς το έμβα της, 'ς το έβγα της, 'ς τη φτέρνα τσ' αποκάτω
(1893)
Μη κρίνων ορών το κάλλος, αλλά τον τρόπον
Που πάρη χίλια πύρπυρα και κακουδιά γυναίκα, τα χίλια παν 'ς τ' ανάθεμα κ' η κακουδιά 'πομένει
(1893)
Λευκώλενον λίνον κερδογαμείς (Diogenia Cent. Vi 22)