Αναζήτηση
Αποτελέσματα 581-590 από 718
Το 'ρνίθι, φότεζ εν 'ρνίθι, πίνει νερό, τσαί γρεύει πανουφόρου το Θεό
(1951)
Η κότα, που είναι κότα, πίνει νερό και κοιτάζει ψηλά το Θεό
Του Θεού τα χρόνε τζο πλερϊένdαι
(1951)
Του Θεού τα χρόνια δε σώνονται. Το ΄λεγαν στους ανυπόμονους. Αντίστοιχα έλεγαν: Του Θεού οι μήνες ... οι βdομάδες... οι ημέρες ...
Σηκώθηκε η ανdάρα 'πό πάνου μου
(1951)
Σηκώθηκε η συννεφιά από πάνω μου. Όταν αλαφρώνουμε από μια σταναχώρια
Ξεπέλ' σε 'Εζ Γιώργης τ' αβγό του σο τσαΐρι. Ξαπόλυσε ο Άι -Γιώργης τ' άλογο του στο λιβάδι
(1951)
Από τ' Άι -Γιρωργιού, 23 Απριλίου, οι Φαρασιώτες ξαπολούσαν στα λιβάδια τ' άλογα και τ' άλλα τους χοντρά ζώα για βοσκή. Από τότε κολακαίρευε
Το σπίτι πομέν΄ισούζι, το ρουσί ισούζι τζο πομένει
(1951)
Ερμηνεία: Το σπίτι μένει άδειο, το βουνό άδειο δεν απομένει. Είναι ευκολότερο να είμαστε μόνοι μέσα σ΄ένα σπίτι, παρά έξω στο ύπαιθρο. Και στο βουνό ακόμα μπορεί να μας ακούσει ένα αυτί. Γι΄αυτό δεν πρέπει να φωνάζουμε τα ...
Το στσυλλί πήε σο παθινί, πνώνει νε ατσείνος τρώ' νε τ' αβγό 'φήνει να φά'
(1951)
Ερμηνεία: Το σκυλί πήγε στο παχνί, κοιμάται, ούτ' εκείνο τρώει ούτε το άλογο αφήνει να φάει
Πααίνει μο τ' α δϊέβοζ, έρτσεται μο τα κατό δϊέβοι
(1951)
Πάει μ' ένα διάβολο, γυρίζει μ' εκατό
Το Χορτόη χορτανίσκουν του νοματού τα 'φτάλμε
(1949)
Χορτόη ονόμαζαν τον Ιούνη. Τον Ιούνη χορταίνουν τα μάτια του ανθρώπου, έλεγαν, γιατί τότε είχαν πολλή πρασινάδα και λουλούδια
Νdαράγανε τα μαύρα μο τ' άσπρα σου!
(1951)
Ερμηνεία : Ανακατώθηκαν τα μαύρα με τ' άσπρα σου
Είσαι 'αν dου Πράκα τη μαθράκα
(1951)
Είσαι σαν του Πράκα το βάτραχο. Τόλεγαν στους ασκημομούρηδες και στους βρώμικους. Στου Πράκα ήταν ένα μέρος γεμάτο βρώμικα νερά και βούρκο