Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-191 από 191
Ζαγαρούν τα χέργια σου
(1888)
Εις χείρας ενοχλητικός. Διά της λέξεως λαγαρώ σημαίνεται κυρίως το αίσθημα όπερ χυμοί τινές φυτών, ως της κνίδης, της δρακοντιάς κλπ. προξενούσιν ερχόμενοι εις επαφήν μετά της σαρκός ημών επί των χειλέων και άλλων τρυφερών ...
Δικέμπρης, δίκιο σπόρο στη γη
(1888)
Δικέμπρης=Δεκέμβριος. Ο λαός νομίζει ο Δικέμπρης γίνεται εκ του δίκαιος
Δίπορτο τόχω
(1888)
Έχω δύο καταφύγια, ώστε απελαυνόμενος εκ του ενός καταφεύγω εις το έτερον. Δίπορτο σημ. κυρίως σπίτι έχον δύο θήρας
Με το κάερό σου πήγαινε
(1888)
Δηλαδή εντόνως μετ' ορέξεως. Ο αήρ και μάλιστα ο ψυχρός λέγεται πολλάκις κάερος αλλ' επειδή διά του αέρος εκφράζεται το θάρρος, μετέπεσεν εις την σημασίαν απλώς του θάρρους
Τρούλλι τρούλλι 'ν οι μέρες
(1888)
Ερμηνεία: Η μία επάνω της άλλης, ης οι λίθοι εις τους τρούλλους
Από του διαβόλου το μιτάτο, μηδέ τυρί, μηδέ σφουγκάτο
(1888)
Μιτάτο=η εν τω ποιμνιοστασίω ευτελή οικία, εν η κατασκευάζεται ο τυρός
Εξέπηρ' η γλώσσα σου
(1888)
Ερμηνεία: Αφηρέθη ο δεσμός της γλώσσης σου, ώστε να ομιλείς απρεπώς
Σαν τη σφάκα είναι πικρό
(1888)
Σημείωση: Σφάκα = πικροδάφνη
Αργάτη κάνεις, αργά τονέ τρως
(1888)
Αργάτης= εργάτης και ο μισθός ον λαμβάνει ο εργάτης
Βρωμεί ο Οβραίος βρωμούν και τα καλά ντου
(1888)
Αντιστοιχεί με το “κακού γάρ ανδρός δώρ' όνησιν ούκ έχει
Δεν εγλυκοσάλισα σε ονομίς σου
(1888)
Ερμηνεία: Δεν είδον ημέρας ευτυχείς μαζί σου
Ζερβά μούρθανε
(1888)
Ανάποδα. Ζερβά λέγονται και όλα τα σκαιά πράγματα, επειδή η αριστερή χειρ, η λεγομένη ζερβά, είναι ανεπιτήδειος επί σκαιά
Θέατρο θα σε κάμω
(1888)
Ερμηνεία: Θα σε εξυβρίσω δημόσια και απλώς, θα σε υβρίσω
Όσο να δώσ' ο Θεός τ' αλεύρι, παίρ' ο διάβολος το σακκί
(1888)
Ερμηνεία: επί ατυχίας
Να τρως το ιγαρέ σου
(1888)
Σημείωση: τγαρές=η δεκάτη ή κληρονομεύη υπό υποστατικού εις τινά κοινότητα ησή ιδίως του Αγίου Τάφου προς εξασφάλισιν αυτού από πάσης κληρονομικής περιπετείας. Ερμηνεία: Να βρης την σειρά σου, την ασφάλειάν σου και να φύγης ...
Επαί σφάγουν το λαγό κι' αυτά τσιρά το αίμα
(1888)
Τσιρά= εκσφενδονίζεται
Κατά πούτον η βρωμούσα ήτο κί η παρακρατούσα
(1888)
Παρακρατούσα = θεραπαινίς, η συνοδεύουσα καί διακονούσα τήν κυρίαν αυτής
Ήσκα η πυροβόλο και μαγιάτικη καβαλίνα
(1888)
Ερμηνεία: Επί των οξέως θυμωμένων
Από του διαβόλου το παραντάδο
(1888)
Ερμηνεία: Από του διαβόλου την γενεάν
Ο ήλιος στα ξεχύματα πεζούς δεν ανιμένει
(1888)
Ερμηνεία: Στα ξεχύματα, στον κατήφορος μετά μεσημέριον
Απεί τις γρά την ήπαθε, σφυχτομανταλώθηκε
(1888)
Απήτη = αφού, μετά ταύτα, αφ' τη στιγμή
Της μιας ημέρας η ζωή αποκομμό δεν έχει
(1888)
Σημείωση: Αποκομμός – εκτίμησις
Το σκοπό ντου βαστάμ
(1888)
Ερμηνεία: Του αυτου ήχου και μεταφορικά την αυτήν σκέψιν
Σκόλη, που χορεύγουν οι Βουκόλοι, Κυριακή, που χορεύγουν οι βοσκοί
(1888)
Καταγράφει ως παιδικό άσμα
Γιαχουντής
(1888)
Καταγράφη και ως υβριστική λέξις
Λουργιά θα σε βγάλω
(1888)
Θα σε κατασπαράξω, θα σε διαμελίσω εις μικρά μέρη
Χολές και πρίκες των πουλιώ, πουκάμισα των κοπελιώ
(1888)
Εκφόβητρον (;)
Απ' ασιγανό ποταμό ψηλά τα ρούχα σου
(1888)
Ασιγανός = ήσυχος, ήρεμος, αγαθός, πράος
Να σου κάμω θέλω πάλι το καλαντάρι
(1888)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Χώργια η ήρα που το στάρι
(1892)
Έλα και σύ κοπρίτη – που δα την αφήσω 'γώ την Κρήτη!
(1888)
Κοπρίτης= σπουργίτης, στρουθίου. Έκ του κόπρος η αναζητών την τροφήν του εις μέρη πλήρη ακαθαρσιών των αυλών και των στάβλων
Με τη βαρά να του κολλάς δε σαμώνει
(1888)
Επί των λίων σκληρών
Ωστέ να στέκουν τα βουνά
(1888)
Ερμηνεία: Επί σταθερού τινός, αμεταβλήτον
Απού κάθεται μαργώνει κι΄απού προπατεί μαζώνει
(1888)
Μαργώνω = μουδιώ, ναρκώνομαι εκ της υπερβολικής ψύχρας
Καιρό θωρείς, καιρό μην αγοράζης
(1888)
Ερμηνεία: Καιρός ενταύθα σημαίνει ωρισμένη πρίοδος χρόνου
Εξεκουμούλωσε η καρδιά ντου κα κλαίη
(1888)
Εκουνήθη εκ της θέσεως της ανετράπη
Ποιός είδε διάκ' απαλαγό, δεσπότ' αγαστρωμένο, αυτός είδε άσπρο μέρμιγγα κουτσούργια φορτωμένο
(1888)
Απαλαγός=κυνοφόρος
Των ακριβώ τα πράματα οι χαροκόποι τρών τα
(1888)
Δηλαδή των φυλάργυρων
Ήδωκέ σου πάλι το μπουρού
(1888)
Ερμηνεία: Επί των αιφνιδίως μεταβαλλομένων
Μπλάστρι τούρθε
(1888)
Ακριβώς προσηρμώσθη εις αυτόν
Σαρακηνός
(1888)
Ερμηνεία: Η αποτρόπαιος αυτή λέξις, ήτις τρόνον κ' έκπληξιν εις την φαντασίαν του λαού, παρέμεινεν ως εκφόβητρον από της κυριαρχίας των Μαύρων εως της νήσου, ένεκα της ωμότητος κ' αγρίας αυτώ μορφής
Ο πίρης του τούπε
(1888)
Ο δαίμων του, η τύχη του, ο φύλαξ και αρωγός Θεός του
Μ' ενεγκολλήθηκες σαν τη σταρόψειρα
(1888)
Ερμηνεία: Επί των φορτικώς συνακολουθούντων ή αυτοκτονούντων τι
Ήρμεξέ με ως το κόκκαλο
(1888)
Μοι επήρεν παν ό,τι είχον
Ο Κουτρούλης με τα λόγια χτίζ' ανώγια και κατώγια
(1888)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Κάνει τα μότα σαν το γαϊδαρο στα χόρτα
(1888)
Κοκορίξα
Εμάλλιασ' η καρδιά μου
(1888)
Εκ των πολλών θλίψεων ανέφυσε τρίχας
Το πουλί πουλί ήκαμε
(1888)
Έκαμε να συρρεύσωσι πολλοί, συνήθροισε πολλούς ώστε να επέλθη θόρυβος
Λυσσόκακο σ' έπιασε
(1888)
Ερμηνεία: Κατέστης μανιώδης ως κύων
Σαν τη Ζαφορά κίτρινος
(1888)
Ζαφορά = είδος εγρίου χειμερινού χόρτου εκ του οποίου τα άνθη κατασκευάζεται κίτρινη βάφη, όθεν και λαμβάνεται ως σύμβολον της ωχρότητος
Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι' άλλοι τρων και καβαδίζουν
(1888)
Καβαδίζουν = ευφραίνονται, χορταίνουν
Αντήλιο κάνω να σε ιδώ
(1888)
Επιθυμώ να σε δώ . Αντηλιο : Όταν η χείρ τιθεμένη επί του μετώπου σχημάτιζει εξέστων διευκολύνοντα την όρασιν του βλέποντος, κατά αποτρέπην άλλας φωτειναίς ακτίνας από του τα προσβάλωνος τους οφθαλμούς
Όπου δης βουρλιά και βάττο κάτεχε νερό ποκάτω
(1888)
Βούρλο = Χόρτον φυόμνου πάντοτε εις τους λειμνώνας και εις αγρούς τόπους
Τσουρί πάει
(1888)
Ερμηνεία: Τρέχει ελεύθερος
Πιλάτος
(1888)
Λέγεται ο βασαβιστής, ο σκληρός
Ευρήκα το μάγο του
(1888)
Τον τρόπον του
Άγανα στα μάτια σου
(1888)
Δυσφημιστική απάντησις εκ μέρους τινός, τον οποίον ονόμασέ τις περιφρονιτικώς αγάν ως των γλωσσιδίσκων δηλαδή τας οποίας φέρουσι τα άγανα δίκην βέλους, είναι επικίνδυνα εισερχόμενα εις τους οφθαλμούς ή εις το στόμα, ότε ...
Ήκαμες τα μελαχόνια σου!
(1888)
Λέγεται συνήθως περιφρονητικώς εις τον αππατήσαντα εν απηγορευμένων τόπω
Καλαντάρα πάω
(1888)
Ερμηνεία: Σείεται, κινείται εκ του καλανταρά, το μέρος ένθα εξαρτώνται οι ξέροντες το σχήμα κύλινδρος (καλάμια) κατά του καιρού του διάσματος του ιστού, όπερ εξελισσουμένων όγκων συγχρόνως τίθεται εις παλμικήν κίνησιν
Άφης τον να κουρεύγεται
(1888)
Ερμηνεία: Να υπονδρεύεται και απλής τα κάμνη όπως το αρέσκει
Κόρδα τον ήβγαλε
(1888)
Τον εθανάτωσε
Εβατσίστηκ' ο λαγός τα σταφύλια
(1888)
Σημείωση: Εβατσίστηκε = έμαθεν, βατσίζομαι= γλυκαίνομαι, εθίζω
Απήλωτα τάβαλε
(1888)
Δηλαδή, εχέσθη
Ήκαμες με κολόπανο
(1888)
Ουδενός άξιον
Το πολύ κρομμύδι τσεί και το λίγο δεν αρκεί
(1888)
Τσεί = τσούζει
Αρβανίτης
(1888)
Βλάξ, κουτός
Ρεμέντιο δεν έχεις
(1888)
Ερμηνεία: Δεν δύναται τη να σε ηχυχάση, να σε βάλη εις τάξην
Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος κι' ο πεντοταχυνάρης
(1888)
Σημείωση: Πεντάγνωμος λέγεται εις εκ της ακαταστασίας ήτις επικρατεί κατά τον μήνα τούτο εις την ατμόσφαιρα, πεντοταχυνάρης καθότι αι ημέραι του φαίνονται μήκισται ιδία εις τους χωρικούς, οίτινες και αυτάς νηστεύουσι την ...
Τα πουσάτια κάνουν τον μάστορα
(1888)
Ερμηνεία: Τα εργαλεία κάμνουν τον τεχνίτην
Άμε στη γειτονιά μαθέψου κι' έμπα στο σπήτι σου πορέψου
(1888)
Πορεύγομαι = διάγω τον βίον, οικώ
Α να φας τον περίδρομο
(1888)
Ερμηνεία: Να μη χωνεύσης όσα τρώγεις
Πνοή δεν έχει
(1888)
Ερμηνεία: Δεν υπάρχει τίποτε, ούδ' ολίγος χάρτος
Ψωμί κι αλάτι εφάγαμε μαζί
(1890)
Υπενθυμίζεται δι αυτής η παλαιά φιλία εις όλην την Ελλάδα είναι δι' λείψανον των περί φιλοξενίας δοξασιών των Ελλήνων. Οι παλαιοί Έλληνες τόσον ιερά εθέωρων την φιλοξενίαν ώστε και μετά παρέλευσιν μακρού χρόνου αναγνωριζόμενοι ...
Αφρίτης έγεινε
(1890)
Ερμηνεία: Η φράσις αυτή λέγεται διά τους οξύθυμους καθ' ήν ώραν ευρισκόμενοι εις έριδα εξάπτονται και μαίνονται υπό του θυμού “αφρίτης έγεινε” ήτοι έφριξεν εμάνη υπό του θυμού. Εκ πρώτης όψεως παραβάλλει τη την λέξιν αφρίτης ...