Αναζήτηση
Αποτελέσματα 401-490 από 490
Ακαμάτης νιός, γέρος διακονιάρ'ς
(1961)
Χρυσαυγή Στ. Διαμάντη, ετών 66, αγράμμ.
Ο λύκος την αντάρα θέλει
(1963)
Άντρα μ' είτ' εγώ να χηρέψω, είτε σύ να πεθάνης
(1963)
Παροιμία λεγομένη επί κακοτρόπου σύζυγου και δεικνύουσα τα συναισθήματα της. Κάποτε λέγεται και επί ασπόνδων φίλων και συνήθως ως εξής: Σύ (ή αυτός ή αυτή) τόκαμες σαν το μύθο που μολογιέται. Άντρα μ' είτ' εγώ να χηρέψω κλπ.)
Άθρωπο απ' αθρώπους και σκυλί από μαdρί
(1960)
Τη λέμε όταν ένας πήρε γυναίκα ή μια πήρε άντρα από καλή οικογένεια
Ο χατζής κι ο αγωγιάτης κάπου θ' ανταμώσουν
(1963)
Παροιμία κοινωνικότητος και αυτή, λεγόμενη όμως συνήθως επί επαγγελμάτων που η συνάφεια είναι αναπόφευκτος. Κάποτε η παροιμία έχει και έννοιαν απειλής. Δηλαδή, οτι θα με ξαναχρειασθής, ή θα πέσης στα χέρια μου ξανά
Τσ' ελιάς τό φύλλο 'ναι
(1963)
Λέγεται γιά άνθρωπο πονηρό, έξυπνο, επιτήδειο, ψεύτη, ανυπάκοο, κ.τ.λ. Π.χ. “Έξυπνο, περίεργο, ψεύτικο! Τσ' ελιάς τό φύλλο 'δά, πού λέ' ο λοός”
Ότι κάνει κάθα εις το κάνει 'ια το νεαύτο dου
(1963)
Λέγεται σα συμβουλή
Αγαπά ο Θεός τον κλέφτ', αγαπά και τον νοικοκύρ'
(1965)
Οι επιτυχίες των κακών ανθρώπων δεν είναι μόνιμες
Από τον Άννα στον Καΐφα
(1963)
Δια την γραφειοκρατικήν ταλαιπωρία
Από δήμαρχος κλητήρας
(1963)
Επί προσώπων που έχουν υποβιβασθή
Όποιος κυνηά δυό λαοί, μήτε τον ένα πιάνη μήτε τον άλλο
(1963)
Λαοί = λαγούς
Όλοι οι χοιρ΄εφαασί μας κι ήρθε gι΄ο παdέρημος
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν οι πάντες μας ενοχλούν, μας περιφρονούν, μας ζημιώνουν
Σα βάλη ο νήλιος φράgικα
(1963)
Φράgικα = πανταλόνια, φράγκικο.
Του παπά τα 'ένεια ξίζει (ή κάνει)
(1963)
Λέγεται, όταν θέλωμε την αξία ενός πενιχρού μάλλον πράγματος. Π.χ Με παλιόφάδα τόκαμα το bερτάκι ετούτο, μα ξίζει του παπά τα ένεια . Είναι ζεστό και βολετικό
Φτωχός αξεχρέωτος μεγάλος άρχος είναι
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Το καλύτερο μας εμάς είναι που δε χρωστούμε, gαί το λακριδί λέει, πως φτωχός αξεχρέωτος...” αξεχρέωτος = χωρίς χρέη
Ένα bρώτο 'δα ήξιζεν, άdρα μου
(1963)
Δηλαδή, όταν εγκαίρως δεν επιβληθής ύστερα πια δεν μπορείς να το επιτύχης
Όσο βαρεί, ξίζει
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο, που η αξία του, η ικανότης του είναι ανώτερες από την εμφάνισή του
Που άδαρο δώση και άδαρο πάρη, άδαρος λοάται
(1963)
Δηλαδή: είναι άσκοπη η ανταλλαγή ομοίων περίπου πραγμάτων
Έλα, πάπο μου, να σου δείξω τ' αbελοχώραφά σου
(1963)
Λέγεται, όταν δείχνης γνώση για ένα πράγμα, που ο άλλος το ξέρει καλύτερα
Τον άθρησκο τον καταφέρνει ο άπιστος
(1964)
Ο πονηρός θα βρή κάποτε ανωτερό του
Άμα βαστάς το bαρά στο χέρι, βρίσκεις τη μάνα σου
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή με το χρήμα κατορθώνει κανείς τα πάντα
Του Ενάρη το φεgάρι παρά λίο μέρα λάbει
(1963)
Λέγεται, επειδή είναι πολύ λαμπερό το φεγγάρι του Γενάρη
Του Ενάρη το φεgάρι παρά λίο μέρα φέgει
(1963)
Λέγεται, επειδή είναι πολύ λαμπερό το φεγγάρι του Γενάρη
Αdίκρυ μου 'ρθες κι ήκατσες σα gοφτερό μαχαίρι
(1963)
Λέγεται, σε άνθρωπο με διάθεση εριστική, εχθρική ή σε άνθρωπο που μας ενοχλεί η παρουσία του
Η κοιλιά με τάdερα δε gαλά, όχι δυο ξένοι άθρωποι!
(1963)
Λέγεται, όταν δεν συμφωνούν οι άνθρωποι μεταξύ τους
Αdίς να σέτ' ο άδαρος, σέται το σομάρι
(1963)
Λέγεται, όταν, ενώ κάποιος είναι υπεύθυνος για μια αταξία, κάνει και τον άγριο, τον αδικημένο, κ.τ.λ.
Άμαν ακούς απάdηξη, φύλαε τα ρούχα σου
(1963)
Δηλαδή, τα μέτρα ασφαλείας δεν είναι αποτελεσματικά. Απάdηξη = μέτρα της κλοπής
Δικό σου το μαχαίρι και ξένο το ψωμί
(1963)
Λέγεται, όταν κάνη κανείς το γενναιόδωρο με ξένα μέσα
Δικό μου το μαχαίρι και ξένο το ψωμί
(1963)
Λέγεται, όταν κάνη κανείς το γενναιόδωρο με ξένα μέσα
Αγία Παρασκευή
(1963)
Εύρα νάχης και κάμε να ζης
(1963)
Δηλαδή : όταν κληρονομήσης περιουσία, την έχης, όταν δεν κληρονομήσης, μόλις προφταίνης να δουλεύης να ζης
Που δε θέλει να ζυμώση, πέdε μέραις κοσκινίζει
(1963)
Δηλαδή, όταν δεν θέμε να κάμωμε κάτι, βρίσκομε διαρκώς προφάσεις
Στσι δέκαπέdε του Μάη κοινό dρεπάνι
(1963)
Δηλαδή τότε πρέπει να έχη αρχίσει γενικός θερισμός
Βελόνα
(1963)
Πάρε με στο 'άμο σου, να σου πώ και του χρόνου
(1963)
Λέγεται για αχαριστία ή δυσφορία έναντι προσφοράς
Πόχουν dα 'ένεια, 'χου gαι τα χτένια
(1963)
Δηλαδή, ο καθένας πρέπει να έχει τα σύνεργα της δουλειάς του.
Τω γνωστικώ τα πράματα τα τρών οι χαροκόποι
(1963)
Δηλαδή τις οικονομίες των συνετών τις χαίρονται σπάταλοι κληρονόμοι.
Άπλωνε τα πόδια σου, όσο φτάν' το σκεπασμά σ'
(1965)
Μη ξοδεύεις περισσότερα από όσα έχεις
Άπιαστα π'λιά χίλια στον παρά
(1965)
Οτι δεν έχουμε, το δίνουμε φθηνά ή το δωρίζουμε
Απ' δήμαρχος κλητήρας
(1965)
Για όσους που ξεπέφτουν από μεγάλα αξιώματα σε μικρά ή από πλούτο σε φτώχεια
Από μυλωνάς δεσπότης
(1965)
Για αμόρφωτους που αποκτούν μεγάλα αξιώματα
Από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί
(1965)
Επιθυμία πραγματοποιήσεως δοθείσης ευκής
Απ' το ένα μπαίν' κια στ' άλλο βγαίν'
(1965)
Για αδιάφορον άνθρωπο
Στίβει την πέτρα και βγάνει ζουμί
(1963)
Η παροιμία Λέγεται για νέες γυναίκες που έχουν μακρυά τον άντρα τους στρατιώτην, ταξιδευμένο και ξεθυμένουν στην δουλειά. Πάντοτε η γυναίκα δια την οποίαν λέγεται πρέπει να είναι γεροδεμένη
Μια δεκάρα δεν αξίζ'
(1965)
Λέγεται για ανθρώπους ασήμαντους
Άνοιξε η γη και τον κατάπιε
(1965)
Απου γαμεί κατσάρκην τζ' απου σπέρνει καυκάλλαν ή τα αρκάτσ'ια τζ'αι τες στράτες χάνει τον σπόρον του
(1965)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Να 'δα 'κείνος πούχε τζι δυο 'οι κι' ήττον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς...
(1963)
Προ διλήμματος...
Από τον ακόλουθο μύθο: Κανένας, λε, ήτονε κι' είχε δυό 'οι, κι' ήτον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς, κι' ήτονε, λέει, καμμιάν ημέρα στη βροχή ο καιρός κι' ήλεε τζη 'υναίκας του, λέει: -Τώρα, 'υναίκα, είdα να παρακαλούμε; να βρέξη ή να μη βρέξη; Ά δε βρέξη, χάνεται τόνα μας παιδί, -ο ζευγάς και καλά, πούχαν ανάgη τση βροχής τα σπαρμένα dου-ά βρέξη πάλι, χάνεται τ' άλλο μας παιδί-ο τσικαλάς και καλά, πούχε στο νήλιο τα χρειασίδια, 'ια να στεγνώξουνε να καμινιάση-ότι να μη ξεραθούνε τα χρειασίδια στο νήλιο κι' έbουνε στο καμίνι, 'ίνουdαι χίλια θρύψαλα-”...
'οι=γιοί, κανένας=κάποιος, και καλά=δηλαδή, χρειασίδια=πήλινα αγγεία...
Βλ. Ιστ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 7, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Από τον ακόλουθο μύθο: Κανένας, λε, ήτονε κι' είχε δυό 'οι, κι' ήτον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς, κι' ήτονε, λέει, καμμιάν ημέρα στη βροχή ο καιρός κι' ήλεε τζη 'υναίκας του, λέει: -Τώρα, 'υναίκα, είdα να παρακαλούμε; να βρέξη ή να μη βρέξη; Ά δε βρέξη, χάνεται τόνα μας παιδί, -ο ζευγάς και καλά, πούχαν ανάgη τση βροχής τα σπαρμένα dου-ά βρέξη πάλι, χάνεται τ' άλλο μας παιδί-ο τσικαλάς και καλά, πούχε στο νήλιο τα χρειασίδια, 'ια να στεγνώξουνε να καμινιάση-ότι να μη ξεραθούνε τα χρειασίδια στο νήλιο κι' έbουνε στο καμίνι, 'ίνουdαι χίλια θρύψαλα-”...
'οι=γιοί, κανένας=κάποιος, και καλά=δηλαδή, χρειασίδια=πήλινα αγγεία...
Βλ. Ιστ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 7, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Το ποδάρι θέλει κρεβάτι και το χέρι bόλια
(1963)
Βόλια = μαντήλι
Αμπέλιν εμ' που 'πούλησες τζ' είντα καλόν αγόρασες
(1965)
Κατά την παροιμίαν αυτήν εκείνος που έχει αμπέλι και το πουλεί κάνει μεγάλο λάθος, γιατί τίποτε άλλο καλύτερο από το αμπέλι δεν θα βρη να αγοράση. Η παροιμία ασφαλώς θα αναφέρεται σε αμπέλια, που βρίσκονται σε περιοχές με ...
Ότι να παdρευτή κανείς δε bρέπει να χορεύγη, μόνου σακκί στο νώμο dου, κριθάρι να 'υρεύγη
(1963)
Δηλαδή ο γάμος δημιουργεί ευθύνες, δεν επιτρέπει αμεριμνησία
Το πολύ κύριελέησο κι' ο παπάς βαριέται το
(1963)
Ή ... ο παπάς το βαριέται ή το βαριέται κι' ο παπάς
Ο λεύτερος, σε bαdρευτή, δε bρέπει να χορεύγη, μόνου σακκί στο νώμο dου, κριθάρι να 'υρεύγη
(1963)
Δηλαδή ο γάμος δημιουργεί ευθύνες, δεν επιτρέπει αμεριμνησία
Απού τον Άη Σίδερο ως τη Φανερωμένη ήχασα τη 'υναίκα μου με μια βρουλιά δεμένη κι' όποιος την εύρ' ας τη χαρή και τη βρούλια ας μου φέρει
(1963)
Λέγεται όταν επιχειρεί κανείς να συγκρίνη δυο πρόσωπα ή πράγματα, που δεν έχουν ομοιότητα. Λέγεται συνήθως μόνον ο πρώτος στίχος. Άη Σίδερο και Φανερωμένη = τοποθεσίες σε άλλα χωριά της Νάξου
Δε bορεί Άης Νικόλας να μη d΄ασπρίση τα ενάκια dου
(1963)
Λέγεται, όταν χιονίση τις ημέρες του Αγίου Νικολάου
Λάχανα στη μάννα μου λάχανα στον άντρα μου κάλλιο με την μάννα μου πάρεξ με τον άντρα μου
(1963)
Η παροιμία λέγεται από την βαρυεστημένην εκ της κακής ζωής σύζυγων προς τον άνδρα της ή την οικογένειά του
Όποιος κοιμάται το πρωΐ στη gρεβατοπεζούλα, ετότες θένα τη σκεφτή την εδικιά dου 'ούλα
(1963)
Δηλαδή ο τεμπέλης στερείται πείνα
Να 'δα η καμήλα οdε dην ερωτούσα, είdα τσ' αρέσει καλύτερα τ' ανήφορο ή το κατήφορο, λέει, και μα 'χάθηκεν η ίσα στράτα;
(1963)
Δηλαδή ο μέσος δρόμος είναι ο πιο άνετος
Μητε το dρυ να κόψης μηδ' άκοπο να τον αφήσης
(1963)
Dρυ = το δρυν, την δρυν
Λέει, ώχου, παιδί μου, πως σ' αγαπώ, λε', ετσά θαγαπώ κι' εώ το παιδί μου (ή τα παιδιά μου)
(1963)
Δηλαδή το παιδί δεν αγαπά τους γονείς του, όσο το αγαπουν εκείνοι//Κανένας, λε', είπε dου παιδιού dου, λέει, ώχου, λέει, παιδί μου, πως σ' αγαπώ, λέει, ετσά, λέει, θαγαπώ κι' εώ το παιδί μου//Παιδί μου = θα περίμενε κανείς ...
Ο φρόνιμος βάνει το λωλό να βγάλη το φίδ' απού μες στη dρύπα (ή από τη dρύπα)
(1963)
Δηλαδή ο επιφυλακτικός, ο λογικός αποφεύγει να εκτεθή και προωθεί στον κίνδυνο τον επιπόλαιο, τον αφελή
Άνθρωπο γνωρίζεις, τριαντάφυλλο μυρίζεις;
(1962)
Μ' άλλα λόγια είναι δύσκολο να καταλάβης τον άνθρωπο
Χαρά στο νιο τον άγρυπνο, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Να 'δα η καμήλα οdε dην ερωτούσα, είdα τσ' αρέσει καλύτερα τ' ανήφορο ή το κατήφορο, λέει, και μα 'χάθηκεν η ισοπαθιά;
(1963)
Δηλαδή ο μέσος δρόμος είναι ο πιο άνετος
Χαρά στο νιο που ξαγρυπνά, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Σαββάτον είναι σήμερα κι' εώ ζεστό δεν είδα, τάχας δεν εζυμώσασιν οι τρείς μου θυατέρες;
(1963)
Λέγεται συνήθως ο πρώτος στίχος, είναι σα παράπονο, όταν κατά την εποχή ή την ημέρα, που όλοι σχεδόν έχουν ένα προϊόν, κάποιος το στερείται. Το έλεγε, λέει, μιά γρϊά σε πολύ παλιά χρόνια
Ν' αναμένης α΄τη bείνα μερέdι
(1963)
Δηλαδή, δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιμένη κανείς βοήθεια από κάποιον, που δεν είναι σε θέση να του την προσφέρη. Π.χ. “Στη gατάστασ' εδιάηκα και τον επαρακάλεσα να μου δώσ' ένα ψωμί και δε μούδωκε gαι μούπε gιόλα πως: ...
Αν είναι ρόδο, ναθίση θέλει κι αν είναι gαστρωμένη, να 'εννήση θέλει
(1963)
Λέγεται για κάτι, που θα το δείξει ο καιρός. Συνήθως λέγεται μόνο ο πρώτος στίχος. Ναθίση = να ανθίση, εννήση = θα γεννήση
Ο κάθα είς στο δικό dου σπίτι κι' ο Θεός σε όλα
(1963)
Δηλαδή: ο καθένας διευθύνει το σπίτι του κι ο Θεός τα διευθύνει όλα. Λέγεται και όταν τα μέλη μιας συντροφιάς αποσύρωνται το καθένα στο σπίτι του
Τιάρις και 'ια τσ' όμορφες εδόθην η αγάπη; Ια τσ' όμορφες για τσ' άσκημες, όποια ρεχτή το μάτι
(1963)
Παραδείγματος χάρη: "είdα ίνην (εγίνην) η αγάπη dωνε; Μήτε ξέρη τώρα η μία την άλλη.Όπου πολλήν αγάπη, και πολλήν αμάχη, λέ' ένας λόος, κι' είν' αληθινός"
Μια τζ' αρχής ήξιζεν, άdρα μου
(1963)
Από τον εξής μύθο : Καμμιά βολά, 'λε', ήτονε δυο φίλοι κι επαdρέφτησα, gαί τη bρώτη βραδιά ο ένας, πούκατσε με την 'υναίκα dου να δειπνήση, πάει ο γάτης κι' ανεβαίνει απάνω στο ποδάρι dου και τονε πιάνει και τονε πετά μέσ' ...