Αναζήτηση
Αποτελέσματα 201-300 από 490
Άστραψε απ' το Ζάλογγο, δέσε μέσα τ' άλογο
(1963)
Εννοεί το Ζάλογγο (Άνω και Κάτω) της Παραμυθιάς. Η λαΐκή μετεωρολογία παρετήρησε ότι άμα αστράφτει από εκεί, θα έχομεν καταιγίδα ή χιονοθύελλα. Εννοείται ότι αυτό ισχύει δια τα χωριά της Ντουσκάρας – προκειμένου περί ...
Τ' αρρωστημένου η κουλούρα κάνει σαράdα μέρες στ' απρουσκέφαλό dου
(1963)
Δηλαδή, ο άρρωστος δεν έχει όρεξη να φάη. Π.χ. “Αλλότες ελέασι bως τ' αρρωστημένου η κουλούρα ... Μα ' μένα δε gάνει ουτ' ένα λεφτό, 'ιατί εμ 2)αρρωστημένη 2) είμαι, έμη πεινώ κιόλα”
Όποιος δουλεύγει βασιλιά, πρέπει το νου dου νάχη, κι' όχι το νού dου βασιλιά, μόνου τον εδικό dου
(1963)
Δηλαδή, ο εργαζόμενος σε ξένο, σε πλούσιον, πρέπει να προσέχει για να μην προκαλέση τη δυσαρέσκειά του
Δικό σου το ψωμί και το μαχαίρι
(1963)
Δηλαδή, είσαι κύριος νοικοκύρης
Βαρ' τον ατσίποδα να σ' άψη τη φωθιά, κι α dην άψη είναι δυό βολές ατσίποδας
(1963)
Λέγεται, όταν ένας ανίκανος, ένα μικρό παδιί, κατορθώση να κάμη μιά μικροδουλειά. Έχει έννοιαν ειρωνική
Τρείς που μέχεις, τρείς που σέχω και τριώ που dο παιδί, σωστοί σωστοί ενιά μηναρούκλες είν', άdρα μου
(1963)
Ο σχετικός μύθος: Ήτονε λέει, καμμιά κι επαdρεύτηκε, gι ήπηρε gανέναν αγαθούτσικο και σε τρείς μήνες πο παdρεύτησα gι ύστερα ΄έννησε, μα δεν ήτονε τ΄αdρούς τση το παιδί, μόνου τόχε μάλλο καμωμένο. Ήχρεψε λοιπό ο κόσμος ...
Συντεχνίτης συντεχνίτη πάντοτε τον κακοβλέπει.
(1963)
Δια τους συντεχνίτας που αλληλουποβλέπονται
Τούρκον είδες, άσπρα (7) θέλει(8)
(1963)
(7)=χρήματα (8) επειδή οι Τούρκοι επέβαλλαν διαρκώς φόρους
Λέγεται για άνθρωπο, που κάθε εμφάνισή του συνοδεύεται και από αίτηση για κάποια παροχή....
Να καρδιά να μάλαμα
(1960)
Μάρτης βρέχει, ποτέ μην πάψη
(1963)
Το αίμα νερό δεν γίνεται
(1963)
Η γνωστή ανά το πανελλήνιον παροιμία,της δυνάμεως της συγγένειας.
Ρούντος ουρανός βροχή θα βγάλη
(1962)
Όταν τα σύννεφα είναι τούφες τούφεςμ θα βρέξη
Άνθρωπο βλέπεις, καρδία δεν ξέρεις
(1963)
Δια την ανεξιχνίαστο ψυχή του ανθρώπου
Το Μάρτη στον ήλιο να μην κοιμηθής
(1963)
Συμβουλευτική παροιμία
Να κάνη η μάννα δώδεκα, να θάφτη δεκατρία
(1963)
Παροιμία λεγομένη επί κακοτρόπων παιδιών και εκφράζουσα αγανάκτησιν
Ο γαμπρός γυιός δεν γίνεται κι η νύφη θυγατέρα
(1963)
Άλλη παροιμία περί συγγενικού δεσμού, που λέγεται, δια να δέιξη πάλιν ο δεσμός του αίματος είναι ισχυρότατος και δεν αντικαθίσταται με κατά συνθήκην συγγένειαν, όπως είναι η αγχιστεία
Άμα δής εγραίο 'ύρευγε σπίτι στερέο
(1963)
Ο γραίγος είναι καιρός ορμητικών και μικρής διάρκειας βροχών που συνεχώς επαναλαμβάνονται. Εγραίο = γραίγος Β – Α άνεμος, 'ύρευγε = γύρευε, στέρεο = ασφαλές. Το επίθετο είναι στέρεος – η – ο. Κατεβαίνει ο τόνος για την ...
Κανείς δε bορεί να ξεφύ' α' το γραφτό dου
(1963)
Αντιστοιχεί προς το “Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον”
Άσκημα γράφου dα χαρθιά
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Τα πράγματα δείχνουν άσχημα
Τα γραμμένα άγραφα δε 'ίνουdαι
(1963)
Δηλαδή ότι γράφει η μοίρα δεν μπορεί να το αποφύγει. Προέρχεται από παραμύθι.
Το γραμμένο άγραφο δε 'ίνεται
(1963)
Δηλαδή ότι γράφει η μοίρα δεν μπορεί να το αποφύγει. Προέρχεται από παραμύθι.
Καλύτερα από σώγαμπρος
(1963)
Κατά την πααράδοσιν, μια αλεπού μπήκε στο κοτέτσι, αλλά έγινε αντιληπτή και συνελήφθη. Ενώ εγδέρετο δια να της πάρουν το τομάρι, ρωτήθηκε: - " Ε, τώρα, πως τα περνάς;" και η αλεπού απήντησε: " Καλύτερα από σώγαμπρος".
Η ...
Κάλλιο σκύλο Σελλιανίτη πάρεξ φίλο Ποποβίτη
(1963)
Τα δύο αυτά χωριά, που ήταν και τα μεγαλύτερα της περιφερείας, ζηλεύονται και αλληλοπειράζονται. Η παροιμία λέγεται και “κάλλιο σκύλο απο την Κρήτη πάρεξ φίλο Ποποβίτη”. Η παραλλαγή όμως αυτή είναι εμβόλιμος των τελευταίων ...
Νιατόν τζ'αι δίολον καλόν τζ'αι σπόρον σγ(ο)άν τζ' αν ένι
(1965)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Νιατόν τζ'αι δίολον καλόν τζ'αι σπόρον όπως λάχει
(1965)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Σαραdαπέdε 'Ιάννηδοι ενούς κοκκόρου γνώση, κι εκείνοιν εθαμάξασι, bου την ευρήκα dόση!
(1963)
Δηλαδή οι Γιάννηδες δεν έχουν διόλου μυαλό. Είναι πείραγμα σε κείνους, που έχουν αυτό το όνομα
Τρέξετε 'ιατροί, τρέξετε 'ενιτσάροι
(1963)
Είναι από τραγουδάκι δημοτικό
Ιάννης κερνά (και) 'Ιάννης πίνει
(1963)
Λέγεται όταν μια ενέργεια, που υποτίθεται ότι γίνεται υπέρ κάποιου προσώπου ή ότι είναι γενικού συμφέροντος, γίνεται προς όφελος του ενεργούντος
Όποιος πονεί, παέι στο 'ιατρό
(1963)
Δηλαδή όποιος έχει ανάγκη πηγαίνει σ' εκείνον που μπορεί να τον βοηθήση. Δεν πηγαίνει εκείνος, που μπορεί να βοηθηση, σ' εκείνον, που έχει ανάγκη
Που πονεί, πάει στο 'ιατρό
(1963)
Δηλαδή όποιος έχει ανάγκη πηγαίνει σ' εκείνον που μπορεί να τον βοηθήση. Δεν πηγαίνει εκείνος, που μπορεί να βοηθηση, σ' εκείνον, που έχει ανάγκη
Δε με κόφτει 'ια το bάτσο, αλλά 'ια το 'ιατί
(1963)
Δηλαδή δεν ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, αλλά η αιτία
Το βουβό ποτάμι να φοβάσαι
(1963)
Παροιμία κατά της υπουλότητος. Υπάρχει και παραλλαγή: Το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι, αλλά σπανίως απαντωμένη
Αν είχε η ζούρλια κέρατα, θα φαινότανε σ' όλους
(1965)
Για ανθρώπους, που μας είνια ενοχλητικοί με την αδιάκριτη συμπεριφορά τους
Ότι να θωρής εγλιαίο 'ύρευγε στερλιέο. Κι' οτι θωρής βοριά, 'ια περίμενε χιονιά
(1963)
Ακουστά έχω πως ήτονε κανένας τσεβδός = τραυλός, και τόλεεν ετσάιαδε = έτσιδα. Εγλιαίο = εγραίο, στερλιέο = στερεό
Κόψε ξύλο κάμ' Αdώνη κι από πλάτανο Μανώλη, και α bής και 'ια το 'Ιάννη, ό,τι ξύλο κόψης, κάνει
(1963)
Είναι μάλλον αστεϊσμός εις βάρος εκείνων, που έχουν αυτά τα ονόματα και κυρίως των Γιάννηδων
Αλεστικά φουρνιστικά
(1963)
Λέγεται, όταν λίγο από εδώ, λίγο από κεί μοιράζεται ή σπαταλιέται κάτι. Π.χ. Αλεστικά, φουρνίστικα 'δα, που λέ' ο λαός, πάει το μισό dίοτα 7). δώνεις από 'πά, τραταίρνειςαπό εκεί, αλεστικά, φουρνίστικαπάει το τίοτα. 7). Αλεστικά, φουρνίστικαπάει και...
7)= το κάθε τι, 8)= εδώ είναι κυριολεξία. Από δώ και η μεταφορά...
7)= το κάθε τι, 8)= εδώ είναι κυριολεξία. Από δώ και η μεταφορά...
Τα μάθια πούχα τάχασα, τα φρύδια τι τα θέλω;
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση απογοητεύσεως και αδιαφορίας για τα πάντα εξ αιτίας μεγάλου ατυχήματος
Των Αγίων Αποστόλω τα παπούτσα και στο δρόμο
(1963)
πια 4) τα πρωτουαλιστά 5) τόνε υαλισμένα 6) Ια 'φτο δα 'λέα gι' οι παλαιοί, πως: Των Αγίων Αποστόλω τα παπούτσα και στο νώμο. Ότι 7) κι ημαθά τηνε κι' ευτή κι ήβανε μια gεδιά 8) ήφυε. Ετσά μου τη gάνουν όλες μου οι μαθητρες. Των Αγίων Αποστόλω τα...
Αύρι' ακούς
(1963)
) Λέει, λύρα παίζω. Λέει, μα δεν ακούεται. Λέ΄, «Αύρι΄ ακούς» 7) 8). 3)=έκλεβε, 4)=κάποιο, ένα, 5)= κάποιος, ένας, 6)=αυτού, 7)=την επόμενη δηλ. θάκουε πως κλέψανε το τάδε σπίτι και θα καταλάβαινε τότε, τι έκανε τη νύχτα ό Στρατηχότζας στο παράθυρο, 8...
Κόψι κCHύλου κάν' Αdών
(1961)
Σπανός ξυράφ' αγόραζε
(1962)
Δεν απουκρεύουν σήμερα
(1965)
Για λαίμαργους ανθρώπους
Όπου κι α bάη τ' άλεσμα, στο μύλο θένα πάη
(1963)
Δηλαδή ολα τα πράγματα καταλήγουν στον προορισμό τους
Η κουκουμάβλα δε gανει περδικάκια, κουκουμαβλάκια θα κάμη
(1963)
Δηλαδή αναλόγα προς τους γονείς είναι και τα παιδιά
Όποιος καή στην αλευρϊά, φυσά και το γιαούρτι (ή λιαούρτι)
(1963)
Ερμηνεία: Όποιος πάθη κάτι μια φορά, γίνεται επιφυλακτικός
Ο λύκος την αντάρα χαίρεται
(1963)
Δια όσους εκμεταλεύονται ανωμάλους καταστάσεις
Τονα dου χέρι στα σκατά και τάλλο στο καθήκι
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο ανυπόληπτο, αναξιο
Κατά μάνα κατά κιούρη
(1963)
Κιούρη = κύρη
Νύφ' δεν γίνηις απ' τον πλακό (φράχτη) δεν αγνάντιψες;
(1962)
Μπορεί να μη δοκίμασε κανείς κάτι, ειδέν όμως και γνωρίζει από τους άλλους
Μικρή είναι κι' η λίρα αλλά πόσους παράδες πιάνει....
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Την καμήλα την ρώτησαν, ανήφορος σ' αρέσει ή κατήφορος, ο ίσιος δρόμος είναι καλλίτερος είπε
(1965)
Ο καθένας κυτάζει την ευκολία του
Πιάνου gαι τω 'αδάρω κέρατα και τω χοιρώ κουδούνια!
(1963)
Πιάνω = ταιριάζω
Μήτ' εσύ, παπά, στα Φώτα, μήτ' εω στον αγιασμό
(1963)
Λέγεται όταν από πείσμα δυο άνθρωποι ζημιώνονται αμοιβαίως, εμποδίζοντας ο ένας τον άλλο να καρπωθή το αυτό κέρδος
Το μοναστήρι να' gαλά και καλοέροι όσοι θές
(1963)
Δηλαδή όταν υπάρχουν τα μέσα, όλα είναι εύκολα, όλοι είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν
Τση νύχτας τα καμώματα τα θωρεί (ή τα βλέπ') η μέρα και 'ελά
(1963)
Δηλαδή η δουλειά, που γίνεται νύχτα, δεν είναι ποτέ καλή
Άπλωνε το πόδ' σου κατά το σκέπασμα σ'
(1965)
Να απλωθής ως εκεί που σου επιτρέπουν οι δυνάμεις σου
Απ' τον Άννα στον Καϊάφα
(1965)
Για την γραφειοκρατικήν ταλαιπωρία
Απ' την Τρίτ', ως τη Τετάρτ'
(1965)
Ο δακκαμένος της κουφής τζιοιμάται τζιαι νηστικός εντζιομάται
(1960)
Λοϊζίδης Σοφοκλή εκ Μουτουλλά ΕΠΠ, τάξις Δ (κλασσικόν)