Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-200 από 214
Το γραμμένο άγραφο δε 'ίνεται
(1963)
Δηλαδή ότι γράφει η μοίρα δεν μπορεί να το αποφύγει. Προέρχεται από παραμύθι.
Σαραdαπέdε 'Ιάννηδοι ενούς κοκκόρου γνώση, κι εκείνοιν εθαμάξασι, bου την ευρήκα dόση!
(1963)
Δηλαδή οι Γιάννηδες δεν έχουν διόλου μυαλό. Είναι πείραγμα σε κείνους, που έχουν αυτό το όνομα
Τρέξετε 'ιατροί, τρέξετε 'ενιτσάροι
(1963)
Είναι από τραγουδάκι δημοτικό
Ιάννης κερνά (και) 'Ιάννης πίνει
(1963)
Λέγεται όταν μια ενέργεια, που υποτίθεται ότι γίνεται υπέρ κάποιου προσώπου ή ότι είναι γενικού συμφέροντος, γίνεται προς όφελος του ενεργούντος
Όποιος πονεί, παέι στο 'ιατρό
(1963)
Δηλαδή όποιος έχει ανάγκη πηγαίνει σ' εκείνον που μπορεί να τον βοηθήση. Δεν πηγαίνει εκείνος, που μπορεί να βοηθηση, σ' εκείνον, που έχει ανάγκη
Που πονεί, πάει στο 'ιατρό
(1963)
Δηλαδή όποιος έχει ανάγκη πηγαίνει σ' εκείνον που μπορεί να τον βοηθήση. Δεν πηγαίνει εκείνος, που μπορεί να βοηθηση, σ' εκείνον, που έχει ανάγκη
Δε με κόφτει 'ια το bάτσο, αλλά 'ια το 'ιατί
(1963)
Δηλαδή δεν ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, αλλά η αιτία
Ότι να θωρής εγλιαίο 'ύρευγε στερλιέο. Κι' οτι θωρής βοριά, 'ια περίμενε χιονιά
(1963)
Ακουστά έχω πως ήτονε κανένας τσεβδός = τραυλός, και τόλεεν ετσάιαδε = έτσιδα. Εγλιαίο = εγραίο, στερλιέο = στερεό
Κόψε ξύλο κάμ' Αdώνη κι από πλάτανο Μανώλη, και α bής και 'ια το 'Ιάννη, ό,τι ξύλο κόψης, κάνει
(1963)
Είναι μάλλον αστεϊσμός εις βάρος εκείνων, που έχουν αυτά τα ονόματα και κυρίως των Γιάννηδων
Αλεστικά φουρνιστικά
(1963)
Λέγεται, όταν λίγο από εδώ, λίγο από κεί μοιράζεται ή σπαταλιέται κάτι. Π.χ. Αλεστικά, φουρνίστικα 'δα, που λέ' ο λαός, πάει το μισό dίοτα 7). δώνεις από 'πά, τραταίρνειςαπό εκεί, αλεστικά, φουρνίστικαπάει το τίοτα. 7). Αλεστικά, φουρνίστικαπάει και...
7)= το κάθε τι, 8)= εδώ είναι κυριολεξία. Από δώ και η μεταφορά...
7)= το κάθε τι, 8)= εδώ είναι κυριολεξία. Από δώ και η μεταφορά...
Τα μάθια πούχα τάχασα, τα φρύδια τι τα θέλω;
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση απογοητεύσεως και αδιαφορίας για τα πάντα εξ αιτίας μεγάλου ατυχήματος
Των Αγίων Αποστόλω τα παπούτσα και στο δρόμο
(1963)
πια 4) τα πρωτουαλιστά 5) τόνε υαλισμένα 6) Ια 'φτο δα 'λέα gι' οι παλαιοί, πως: Των Αγίων Αποστόλω τα παπούτσα και στο νώμο. Ότι 7) κι ημαθά τηνε κι' ευτή κι ήβανε μια gεδιά 8) ήφυε. Ετσά μου τη gάνουν όλες μου οι μαθητρες. Των Αγίων Αποστόλω τα...
Αύρι' ακούς
(1963)
) Λέει, λύρα παίζω. Λέει, μα δεν ακούεται. Λέ΄, «Αύρι΄ ακούς» 7) 8). 3)=έκλεβε, 4)=κάποιο, ένα, 5)= κάποιος, ένας, 6)=αυτού, 7)=την επόμενη δηλ. θάκουε πως κλέψανε το τάδε σπίτι και θα καταλάβαινε τότε, τι έκανε τη νύχτα ό Στρατηχότζας στο παράθυρο, 8...
Όπου κι α bάη τ' άλεσμα, στο μύλο θένα πάη
(1963)
Δηλαδή ολα τα πράγματα καταλήγουν στον προορισμό τους
Η κουκουμάβλα δε gανει περδικάκια, κουκουμαβλάκια θα κάμη
(1963)
Δηλαδή αναλόγα προς τους γονείς είναι και τα παιδιά
Όποιος καή στην αλευρϊά, φυσά και το γιαούρτι (ή λιαούρτι)
(1963)
Ερμηνεία: Όποιος πάθη κάτι μια φορά, γίνεται επιφυλακτικός
Τονα dου χέρι στα σκατά και τάλλο στο καθήκι
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο ανυπόληπτο, αναξιο
Κατά μάνα κατά κιούρη
(1963)
Κιούρη = κύρη
Πιάνου gαι τω 'αδάρω κέρατα και τω χοιρώ κουδούνια!
(1963)
Πιάνω = ταιριάζω
Μήτ' εσύ, παπά, στα Φώτα, μήτ' εω στον αγιασμό
(1963)
Λέγεται όταν από πείσμα δυο άνθρωποι ζημιώνονται αμοιβαίως, εμποδίζοντας ο ένας τον άλλο να καρπωθή το αυτό κέρδος
Το μοναστήρι να' gαλά και καλοέροι όσοι θές
(1963)
Δηλαδή όταν υπάρχουν τα μέσα, όλα είναι εύκολα, όλοι είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν
Τση νύχτας τα καμώματα τα θωρεί (ή τα βλέπ') η μέρα και 'ελά
(1963)
Δηλαδή η δουλειά, που γίνεται νύχτα, δεν είναι ποτέ καλή
Από δήμαρχος κλητήρας
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση ξεπεσμού
Στσή λεύτερης τή bόρτα εκατό κι' ο άδαρος
(1963)
Δηλαδή όποιοςδήποτε έχει δικαίωμα νά κάνη πρόταση γάμου σέ μιά κόρη καί εκείνη δέν πρέπει νά θίγεται, άν τύχη καί είναι κατώτερός της
Μη κακό αdίς κακό
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει να είμεθα εκδικητικοί
Πώς θεωράς τον αdικρυνό σου; λέει, σα dο νεαυτό μου
(1963)
Δηλαδή, υπολάμβανομε τους ανθρώπους καλούς τίμιους, όπως καθένας μας θεωρεί τον εαυτό του
Πέ του το τ' ανυπόληφτου, πέ του το να το ξέρη
(1963)
Δηλαδή, πρέπει να είσαι ευθαρσής προς τον αναιδή, τον ψεύτη, τον παλιάνθρωπο
Ότι ναπεθάνω 'ω με το συναχι, τύφλα ναχη η χολέρα
(1963)
Ή η πανούκλα
Ο Θεός να σε φυλάη απο 'εροdοέρωτα
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος ηλικιωμένος ερωτευθή. Δηλ. Ο έρωτας των ηλικιωμένων είναι παράφορος
Παπους
(1963)
Απού τον όρθον ήβγαινα και λειτρουιά μο' 'πάdα
(1963)
Λέγεται όταν ξεφεύγοντας από μια περιπλοκή, μια αγγαρεία, πέφτωμε επάνω σε άλλη χειρότερη
Όποιος δε θέλει να ζυμώση, πέdε μέραις κοσκινίζει
(1963)
Δηλαδή, όταν δεν θέμε να κάμωμε κάτι, βρίσκομε διαρκώς προφάσεις
Το παιδί, λε' είναι, σα dο σκυλάκι, ως το μάθης
(1963)
Δηλαδή το παιδί, όπως και το σκυλί, φέρεται, όπως το μάθης
Τ' αdρόϋνο τσ' Αιάς Παρασκευής
(1963)
Λέγεται ειρωνικά για ζευγάρια, που είναι πολύ αγαπημένα, που τα βλέπουμε συνεχώς μαζί και κυρίως λέγεται, όταν τα ζευγάρια αυτά είναι προχωρημένα στην ηλικία, άχαρα, φτωχά κ.τ.λ. Λέγεται και για αχώριστους φίλους ή φίλες.
Ο σκύλος κακοερνά 'ια ξένες έγνοιες
(1963)
Κακοερνά = γερνά πρόωρα
Ότι να μ' εύρης, έπαρ' με, να μέχης, όdε θέλης
(1963)
Δηλαδή, δεν πρέπει να χάνωμε τις ευκαιρίες
Το διάολο τονε θυμιάζουνε με το λιβάνι και δε θέλει
(1963)
Λέγεται, όταν προσπαθής να επιβληθής με το καλό και δεν πετυχαίνεις κι αγριεύεις στο τέλος. Κυρίως λέγεται στα μικρά παιδιά
Άπιαστος κλέφτης, καθάριος νοικοκύρης, (ή ουρανός)
(1963)
Λέγεται, όταν μια κακή μας πράξη δεν αποκαλυφθή
Δικό του το μαχαίρι και ξένο το ψωμί
(1963)
Λέγεται, όταν κάνη κανείς το γενναιόδωρο με ξένα μέσα
Ο Θεός αγαπά το gλέφτη, μ' αγαπά και το νοικοκιούρη
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος, που κάνει κακό, τιμωρηθή και ικανοποιηθη ο αδικηθείς
Το έτοιμο κάνει το gλέφτη
(1963)
Δηλαδή η ευκολία προκαλεί την ενέργεια μιας πράξεως
Μηδ' (μητ', ούτ') ο λόος μου φελά μηδε τάσπρο μου περνά
(1963)
Δηλαδή δεν έχω καθόλου επιρροή
Φέρε όνομα, να δης κορμί
(1963)
Λέγεται, όταν συμπέση να εμφανισθή κάποιος τη στιγμή που γίνεται συζήτηση γι αυτόν
Τα μάθια 'δα 'χάσαμε gαι 'ιά τα φρύδια πάλι
(1963)
Λέγεται όταν μια δεύτερη συμφορά, μια δεύτερη ζημιά είναι πολύ ελαφρότερη από άλλη προηγούμενη και δεν μας κάνει εντύπωση
Μίλιε του κοράκου να σου λέη “κρα”
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος επιμένει σε κάτι, λέγοντας και ξαναλέγοντας τα ίδια, ενώ ένας άλλος του αποδεικνύει ότι αυτό που λέει δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθή
Τα δυο καλά δε 'ίνουdαι
(1963)
Ερμηνεία: για να απολαύση κανείς ένα καλό, πρέπει κάτι άλλο να θυσιάση
Και να 'δα μάdρα και καλή να ξαναπάη και κανείς
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται σε περίπτωση πλουσιοπάροχης περιποιήσεως
Το λϊο κάνουνε πολύ και το μικρό μεγάλο
(1963)
Δηλαδή πάντοτε τα πράγματα, τα γεγονότα υπεβάλλονται
Καλύτερα 'ναι να ξέρης παρά νάχης
(1963)
Δηλαδή είναι καλύτερη η επιδεξιότητα και η νοικοκυρωσύνη από την ύπαρξη αφθόνων οικονομικών μέσων
Όσα ξέρ' ο νοικοκιούρης, δε dα ξέρ' ο κόσμος όλος
(1963)
Δηλαδή ο καθένας γνωρίζει καλά, ποιο είναι το συμφέρον του
Βάνου dο λωλό να βγάλη το φίδ' απού τη dρύπα
(1963)
Λέγεται όταν αναθέτουν σε κάποιον μαλακό, πρόθυμον άνθρωπο μια επικίνδυνη, δυσάρεστη αποστολή
Ο καλός καλό δεν έχει
(1963)
Έλα, πάπο μου, να σου πω τα 'ονικά σου
(1963)
Λέγεται όταν μας λένε κάτι άγνωστο, ενώ το ξέρομεν εμείς καλύτερα από εκείνους, που μας το λένε
Τσ' ελιάς τό φύλλο 'ναι
(1963)
Λέγεται γιά άνθρωπο πονηρό, έξυπνο, επιτήδειο, ψεύτη, ανυπάκοο, κ.τ.λ. Π.χ. “Έξυπνο, περίεργο, ψεύτικο! Τσ' ελιάς τό φύλλο 'δά, πού λέ' ο λοός”
Ότι κάνει κάθα εις το κάνει 'ια το νεαύτο dου
(1963)
Λέγεται σα συμβουλή
Όποιος κυνηά δυό λαοί, μήτε τον ένα πιάνη μήτε τον άλλο
(1963)
Λαοί = λαγούς
Όλοι οι χοιρ΄εφαασί μας κι ήρθε gι΄ο παdέρημος
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν οι πάντες μας ενοχλούν, μας περιφρονούν, μας ζημιώνουν
Σα βάλη ο νήλιος φράgικα
(1963)
Φράgικα = πανταλόνια, φράγκικο.
Του παπά τα 'ένεια ξίζει (ή κάνει)
(1963)
Λέγεται, όταν θέλωμε την αξία ενός πενιχρού μάλλον πράγματος. Π.χ Με παλιόφάδα τόκαμα το bερτάκι ετούτο, μα ξίζει του παπά τα ένεια . Είναι ζεστό και βολετικό
Φτωχός αξεχρέωτος μεγάλος άρχος είναι
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Το καλύτερο μας εμάς είναι που δε χρωστούμε, gαί το λακριδί λέει, πως φτωχός αξεχρέωτος...” αξεχρέωτος = χωρίς χρέη
Ένα bρώτο 'δα ήξιζεν, άdρα μου
(1963)
Δηλαδή, όταν εγκαίρως δεν επιβληθής ύστερα πια δεν μπορείς να το επιτύχης
Όσο βαρεί, ξίζει
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο, που η αξία του, η ικανότης του είναι ανώτερες από την εμφάνισή του
Που άδαρο δώση και άδαρο πάρη, άδαρος λοάται
(1963)
Δηλαδή: είναι άσκοπη η ανταλλαγή ομοίων περίπου πραγμάτων
Έλα, πάπο μου, να σου δείξω τ' αbελοχώραφά σου
(1963)
Λέγεται, όταν δείχνης γνώση για ένα πράγμα, που ο άλλος το ξέρει καλύτερα
Άμα βαστάς το bαρά στο χέρι, βρίσκεις τη μάνα σου
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή με το χρήμα κατορθώνει κανείς τα πάντα
Του Ενάρη το φεgάρι παρά λίο μέρα λάbει
(1963)
Λέγεται, επειδή είναι πολύ λαμπερό το φεγγάρι του Γενάρη
Του Ενάρη το φεgάρι παρά λίο μέρα φέgει
(1963)
Λέγεται, επειδή είναι πολύ λαμπερό το φεγγάρι του Γενάρη
Αdίκρυ μου 'ρθες κι ήκατσες σα gοφτερό μαχαίρι
(1963)
Λέγεται, σε άνθρωπο με διάθεση εριστική, εχθρική ή σε άνθρωπο που μας ενοχλεί η παρουσία του
Η κοιλιά με τάdερα δε gαλά, όχι δυο ξένοι άθρωποι!
(1963)
Λέγεται, όταν δεν συμφωνούν οι άνθρωποι μεταξύ τους
Αdίς να σέτ' ο άδαρος, σέται το σομάρι
(1963)
Λέγεται, όταν, ενώ κάποιος είναι υπεύθυνος για μια αταξία, κάνει και τον άγριο, τον αδικημένο, κ.τ.λ.
Άμαν ακούς απάdηξη, φύλαε τα ρούχα σου
(1963)
Δηλαδή, τα μέτρα ασφαλείας δεν είναι αποτελεσματικά. Απάdηξη = μέτρα της κλοπής
Δικό σου το μαχαίρι και ξένο το ψωμί
(1963)
Λέγεται, όταν κάνη κανείς το γενναιόδωρο με ξένα μέσα
Δικό μου το μαχαίρι και ξένο το ψωμί
(1963)
Λέγεται, όταν κάνη κανείς το γενναιόδωρο με ξένα μέσα
Αγία Παρασκευή
(1963)
Εύρα νάχης και κάμε να ζης
(1963)
Δηλαδή : όταν κληρονομήσης περιουσία, την έχης, όταν δεν κληρονομήσης, μόλις προφταίνης να δουλεύης να ζης
Που δε θέλει να ζυμώση, πέdε μέραις κοσκινίζει
(1963)
Δηλαδή, όταν δεν θέμε να κάμωμε κάτι, βρίσκομε διαρκώς προφάσεις
Στσι δέκαπέdε του Μάη κοινό dρεπάνι
(1963)
Δηλαδή τότε πρέπει να έχη αρχίσει γενικός θερισμός
Βελόνα
(1963)
Πάρε με στο 'άμο σου, να σου πώ και του χρόνου
(1963)
Λέγεται για αχαριστία ή δυσφορία έναντι προσφοράς
Πόχουν dα 'ένεια, 'χου gαι τα χτένια
(1963)
Δηλαδή, ο καθένας πρέπει να έχει τα σύνεργα της δουλειάς του.
Τω γνωστικώ τα πράματα τα τρών οι χαροκόποι
(1963)
Δηλαδή τις οικονομίες των συνετών τις χαίρονται σπάταλοι κληρονόμοι.
Να 'δα 'κείνος πούχε τζι δυο 'οι κι' ήττον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς...
(1963)
Προ διλήμματος...
Από τον ακόλουθο μύθο: Κανένας, λε, ήτονε κι' είχε δυό 'οι, κι' ήτον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς, κι' ήτονε, λέει, καμμιάν ημέρα στη βροχή ο καιρός κι' ήλεε τζη 'υναίκας του, λέει: -Τώρα, 'υναίκα, είdα να παρακαλούμε; να βρέξη ή να μη βρέξη; Ά δε βρέξη, χάνεται τόνα μας παιδί, -ο ζευγάς και καλά, πούχαν ανάgη τση βροχής τα σπαρμένα dου-ά βρέξη πάλι, χάνεται τ' άλλο μας παιδί-ο τσικαλάς και καλά, πούχε στο νήλιο τα χρειασίδια, 'ια να στεγνώξουνε να καμινιάση-ότι να μη ξεραθούνε τα χρειασίδια στο νήλιο κι' έbουνε στο καμίνι, 'ίνουdαι χίλια θρύψαλα-”...
'οι=γιοί, κανένας=κάποιος, και καλά=δηλαδή, χρειασίδια=πήλινα αγγεία...
Βλ. Ιστ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 7, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Από τον ακόλουθο μύθο: Κανένας, λε, ήτονε κι' είχε δυό 'οι, κι' ήτον' ο ένας ζευγάς κι' ο άλλος τσικαλάς, κι' ήτονε, λέει, καμμιάν ημέρα στη βροχή ο καιρός κι' ήλεε τζη 'υναίκας του, λέει: -Τώρα, 'υναίκα, είdα να παρακαλούμε; να βρέξη ή να μη βρέξη; Ά δε βρέξη, χάνεται τόνα μας παιδί, -ο ζευγάς και καλά, πούχαν ανάgη τση βροχής τα σπαρμένα dου-ά βρέξη πάλι, χάνεται τ' άλλο μας παιδί-ο τσικαλάς και καλά, πούχε στο νήλιο τα χρειασίδια, 'ια να στεγνώξουνε να καμινιάση-ότι να μη ξεραθούνε τα χρειασίδια στο νήλιο κι' έbουνε στο καμίνι, 'ίνουdαι χίλια θρύψαλα-”...
'οι=γιοί, κανένας=κάποιος, και καλά=δηλαδή, χρειασίδια=πήλινα αγγεία...
Βλ. Ιστ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 7, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Το ποδάρι θέλει κρεβάτι και το χέρι bόλια
(1963)
Βόλια = μαντήλι
Ότι να παdρευτή κανείς δε bρέπει να χορεύγη, μόνου σακκί στο νώμο dου, κριθάρι να 'υρεύγη
(1963)
Δηλαδή ο γάμος δημιουργεί ευθύνες, δεν επιτρέπει αμεριμνησία
Το πολύ κύριελέησο κι' ο παπάς βαριέται το
(1963)
Ή ... ο παπάς το βαριέται ή το βαριέται κι' ο παπάς
Ο λεύτερος, σε bαdρευτή, δε bρέπει να χορεύγη, μόνου σακκί στο νώμο dου, κριθάρι να 'υρεύγη
(1963)
Δηλαδή ο γάμος δημιουργεί ευθύνες, δεν επιτρέπει αμεριμνησία
Απού τον Άη Σίδερο ως τη Φανερωμένη ήχασα τη 'υναίκα μου με μια βρουλιά δεμένη κι' όποιος την εύρ' ας τη χαρή και τη βρούλια ας μου φέρει
(1963)
Λέγεται όταν επιχειρεί κανείς να συγκρίνη δυο πρόσωπα ή πράγματα, που δεν έχουν ομοιότητα. Λέγεται συνήθως μόνον ο πρώτος στίχος. Άη Σίδερο και Φανερωμένη = τοποθεσίες σε άλλα χωριά της Νάξου
Δε bορεί Άης Νικόλας να μη d΄ασπρίση τα ενάκια dου
(1963)
Λέγεται, όταν χιονίση τις ημέρες του Αγίου Νικολάου
Όποιος κοιμάται το πρωΐ στη gρεβατοπεζούλα, ετότες θένα τη σκεφτή την εδικιά dου 'ούλα
(1963)
Δηλαδή ο τεμπέλης στερείται πείνα