Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 214
Τα μάθια που θωριόdαι εκείνα 'b' αγαπιόdαι
(1963)
Δηλαδή η καθημερινή επαφή δημιουργεί αγάπη...
Εκείναι 'b' = εκείνα είναι που...
Εκείναι 'b' = εκείνα είναι που...
Ζηλεμός είν' εκείνοι b' απεθαίνουσι
(1963)
Λέγεται παρηγορητικώς, κυρίως από άνθρωπο πικραμένο, απογοητευμένο
Ότι να λείπ' ο κάτης α τη 'ωνιά, παίζουν οι ποdικοί τον αρμαδούρο
(1963)
Δηλαδή, όταν λείπη ο αρχηγός κάνουν ότι θένε οι υποτακτικοί
Ανεστεναζει ποdικός να περάσ' α' το ματζέ τζη
(1963)
Δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα μες στο κελάρι της
Κατά το Τζανή ει gαι τα κοπέλια
(1963)
Λέγεται για την ομοιότητα ελαττωμάτων παιδιών προς γονείς
Που μάχαιρα δώση, μάχαιρα θα πάρη
(1963)
Δηλαδή ότι κάμης θα σου κάμουνε
Τσίτα – φούλα και τ' άσπρα πούλα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται για ανθρώπους, που επιμελούνται την εμφάνισή τους, ενώ υποφέρουν και στερούνται
Τρέχα ΄ύρευγε και Νικολό καρτέρει
(1963)
Λέγεται, όταν η εκτέλεση μιας εργασίας, η πραγματοποίηση μιας υποσχέσεως μας φαίνεται πολύ μακρυνή
Άμα λείπ' ο κάτης α τη 'ωνιά, παίζουν οι ποdικοί τσ' αμάδες
(1963)
Αμάδες = παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά και οι νέοι με στρογγυλές επίπεδες πέτρες
Ερωτήξανε, λέει, το λύκο, ιάdα κι' είν' ο σβέρκος του χοdρός, λέει. Ιατί κάνω τη δουλειά μου μοναχός
(1963)
Δηλαδή όποιος κάνει τη δουλειά του μόνος, δεν έχει την ανάγκη κανενός, δεν στενοχωρείται με την συναλλαγή προς τρίτους
Το καλό αδουράκι κάνει δυο στράτες
(1963)
Λέγεται όταν λόγω αφηρημάδας κάμωμε διπλό κόπο, Π.Χ. Σαχλύ το κουβάριασες το φάδι. Πιάς τώρα το πείσμα σου ξανακουβάριασε το, μα το καλό αδουράκι, λέει, κάνει δυο κόποι
Το Μάρτη ξύλα φύλαε, μη gάψης τα παλούκια
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται επειδή είναι πιθανόν να κάνη κρύο
Το κουριαλόν επέθανε, γρϊά και 'έρος τόκλαιε
(1963)
Λέγεται με εύθυμη διάθεση, όταν στενοχωρείται κανείς για μια ζημιά ασήμαντη
Που τάβρ', ας τα κλαίη
(1963)
Σημαίνει αδιαφορία
Ο Μάρτης ο γδάρτης, κι' ο παλουκοκάφτης
(1963)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης κάνει δριμύ κρύο
Ώσπου ζει, λέει, κανείς μαθαίνει
(1963)
Όμοιο προς το: Γηράσκω αει διδασκόμενος
Που βρίσκει και βολεύγεται, τύφλα dου που παdρεύγεται
(1963)
Λέγεται κυρίως για τον άγαμο σε περίπτωση, που έχει σχέσεις με μια γυναίκα, αλλά και σε κάθε περίπτωση ικανοποιήσεως μιας αναγκης χωρίς Δεσμευση, χωρίς ευθύνες
Το κακό είν' ανερίφνητο
(1963)
Δηλαδή δεν μπορούμε να ξέρωμε με βεβαιότητα το δράστη ενός κακού
Τάσπρα' ναι ια τσι μαύρες ώρες
(1963)
Ερμηνεία: Τα χρήματα χρειάζονται για την ώρα της ανάγκης
Όποιος δεν έχει 'έρο, να πάη ν' αοράζη
(1963)
Δηλαδή ο ηλικιωμένος είναι πολύτιμος για την πείρα του
Έχει ο βασιλιάς πολλά, μα θέλει κι΄ άλλα
(1963)
Λέγεται για τον άνθρωπο, που, ενώ είναι ευκατάστατος, δεν παραμελεί τα συμφέροντά του
Πόσοι νεκροί που κάθουdαι στ' αρρώστου το κρεβάτι!
(1963)
Δηλαδή, το τέλος της ζωής είναι αβέβαιο. Είναι δυνατό ο ετοιμοθάνατος να σωθή και ο υγιής να πεθάνη αιφνιδίως
Αστοιβές στο dράφο, να τσι μέσα
(1963)
Λέγεται για δουλειά κακοφτιαγμένη, προχειροφτιαγμένη
Πώς περνας με την αγάπη; Σα dο σκύλο με το gάτη
(1963)
Λέγεται όταν συό άνθρωποι γκρινιάζουν μεταξύ τους
Νοικοκιουρά σου gι ήκλανες, κ ιαν ήκλανες, καλά 'κανες
(1963)
Λέγεται σαν αστείο το “έπινες”
Πιάς το σπανό πάρ' τα 'ένεια dου
(1963)
Π. χ., Μα είdα να σου κάμη πούναι φτωχός; Bορεί να σε βοηθήση; Πιάς εδά, λέει, το σπανό πάρ' τα 'ένεια dου
Στην ανυdριά καλό gαι το χαλάζι
(1963)
Δηλαδή όταν υπάρχη σπάνις, και το ελάχιστο είναι πολύτιμο
Που καβαλλικεύγει ξένον άλοο, γλήορα ξεπεζεύγει
(1963)
Δηλαδή όποιος στηρίζεται σε ξένη δύναμη, γρήγορα μένει έκθετος
Παροιμία
(1963)
Νοικοκιουρά σου gι ήκλανες, κ ιαν ήκλανες, καλά 'κλανες
(1963)
Λέγεται σαν αστείο το “έπινες”
Νοικοκιουρά σου gι ήκλανες, κ ιαν ήκλανες, καλά 'πινες
(1963)
Λέγεται σαν αστείο το “έπινες”
Ο άτυχος, απόθ' gι' ά bάη, δε gάνει τύχη
(1963)
Απόθε=από όπου
Που ζει, μεταζώνεται
(1963)
Δηλαδή η ζωή παρουσιάζει πολλά απρόοπτα ευνοϊκά για μας
Άσπροι σκύλοι, μαύροι σκύλοι, όλοι οι σκύλοι μια ενιά
(1963)
Παραδείγματος χάρη: Αν ήτον οι βενιζελικοί στη gυβένησ' , ήθελε ναναι όλα καλύτερα
Κορμί θωρείς, μα καρδία δεν ηξέρεις
(1963)
Δηλαδή από την εξωτερικήν εμφάνιση ενός ανθρώπου δεν μπορείς να ξέρης τα αισθήματα, τους καημούς του
Ο Μάρτης ο γδάρτης, κι' ο πασσουλοκάφτης
(1963)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης κάνει δριμύ κρύο
Ο Μάρτης ο γδάρτης, ο πασσουλοκάφτης
(1963)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης κάνει δριμύ κρύο
Ο κλέφτης το gλέφτη πιάνει
(1963)
Δηλαδή, όποιος έχει πείρα μιας κακής πράξεως, έχει την ικανότητα να ανακαλύπτη κάποιον άλλο δράστη της αυτής πράξεως
Κατά μάνα κατά κύρη έκαμα ι έναι 'ιο Ζαφείρη
(1963)
Λέγεται όπως και η προηγούμενη
Ο Μανώλης με τα λόια χτίζ' ανώια και κατώια
(1963)
Δηλαδή με τα λόγια είναι όλα εύκολα
Πώς τα πας με την αγάπη; Σα dο σκύλο με το gάτη
(1963)
Λέγεται όταν συό άνθρωποι γκρινιάζουν μεταξύ τους
Θαρρείς πως όλα dα πουλιά που πετουσι dα τρωςι;
(1963)
Δηλαδή δεν είναι δυνατον γνωρίζοντας κάτι να συμπεραίνης για όλα
Ο παπάς μας ο καλός, πόχει τ' άσπρα τα πολλά
(1963)
Άσπρα=χρήματα
Στον ουρανό σ' εύρευγα και στη 'ής σέβρηκα
(1963)
Λέγεται, όταν συναντούμε τυχαίως κάποιον που επιδιώκαμε να συναντήσωμε
Άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, από κείνος ει gι' εκείνος
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν μας επαινούν κάποιον, ως καλύτερον από άλλους, ενώ είναι όμοιός των
Τ' άσπρα ξυπνούν dον αωλάτη
(1963)
Ερμηνεία: Το κέρδος κεντρίζει τη δραστηριότητα του ανθρώπου
Κλαίε τονε τον αρφανό κι' ας ει' gαι με τα 'ένεια
(1963)
Δηλαδή, οι γονείς είναι πάντοτε πολύτιμοι
Όποιος κυνηά δυό λαοί, μήτε τον ένα πιάνη μήτε τον άλλο σώνη
(1963)
Δηλ. Δεν πρέπει να πολυπραγμονούμε
Του νήλιου κύκλος άνεμος του φεgαριού χειμώνας
(1963)
Όταν ο ήλιος έχη κύκλο αχνό, αέρινο, θα επακολουθήση άνεμος, και όταν το φεγγάρι έχει τον ίδιο κύκλο, θα επακολουθήση βροχή.
Παροιμία
(1963)
Αρχοdικά πορεύγουσαι, σα bου σου πιάνει κιόλα
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Δεν ήτον' η θέση σου να πας να τσακώνεσαι. Αρχοdικά, λέει προεύγουσαι...”
Των αρχόdω dα παιδιά με την ακουή παdρεύγουdαι
(1963)
Δηλαδή, τα αρχοντόπουλα παντεύονται έυκολα
Αέρας
(1963)
Η καλή άτεκνη κάνει ή ένα ή καθόλου
(1963)
Δηλαδή, όταν έχη κανείς ένα παιδί, είναι σα να είναι άτεκνος
Ο άdρας είν' αοραστής
(1963)
Απρίλης, Μάης, θέρος κοdεύγει
(1963)
Δηλαδή, πλησιάζει η ώρα ενός πράγματος
Άγιος Αντώνης
(1963)
Η μάνα μου ψωμιά πουλεί, η μάνα μου ψωμιά αοράζει
(1963)
Λέγεται για ανόητες και άσκοπες συναλλαγές
Μαύροι σκύλοι, άσπροι σκύλοι, όλοι οι σκύλοι μια ενιά
(1963)
Παραδείγματος χάρη: Αν ήτον οι βενιζελικοί στη gυβένησ' , ήθελε ναναι όλα καλύτερα
Αστραπές ακούς βροdες ακούς, στ' αβγά σου κάθου
(1963)
Λέγεται στην κλώσσα, όταν την καθίζουν να επωάση τ' αβγά. Ως παροιμία σήμαίνει ότι κι αν ακούς μηνα ανακατεύεσαι
Σε' άμο και σε ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξείδι
(1963)
Δηλαδή, δεν πρέπει να δίνης συμβουλή σε ξένες υποθέσεις, συνηθέστερα χρησιμοποιείται κυριολεκτικώς
Σε' άμο και σε ταξίδι ούτε λάδι ούτε ξείδι
(1963)
Δηλαδή, δεν πρέπει να δίνης συμβουλή σε ξένες υποθέσεις, συνηθέστερα χρησιμοποιείται κυριολεκτικώς
Ο Θεός άλλοι ηπλάσε gι' άλλοι ήκλασε
(1963)
Χαρακτηρίζει την μεταξύ των ανθρώπων ανισότητα
Παροιμία
(1963)
Να κουνώ το παιδί ναχω και κακιά gαρδιά;
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος προσφέρεται και μοχθή με προθυμία και όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η προσφορά του, αλλά και τον δυσαρεστουν
Αστραπές ακούς βροdες ακούς, στ' αβγά σου να κάθεσαι
(1963)
Λέγεται στην κλώσσα, όταν την καθίζουν να επωάση τ' αβγά. Ως παροιμία σήμαίνει ότι κι αν ακούς μηνα ανακατεύεσαι
Στον ατζαμή λαχαίνει το ψάρι
(1963)
Δηλαδή, τον αδέξιο ευνοεί η τύχη, αλλά δεν είναι ικανός να καρπωθή από αυτή
Που αδάρου κάμη χάρη, άδαρος λοάται πάλι
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αγνωμοσύνης δηλ. είναι ανόητος όποιος κάνει χάρη σε αγνώμονα
Όποιος δεν έχει 'έρο, ναοράζη
(1963)
Δηλαδή ο ηλικιωμένος είναι πολύτιμος για την πείρα του
Σάν απεθάνη ο πλούσιος, δε bαίρνει βιός μαζί dου, μόνου τρείς πήχες σάβανο, που dύνου dό κορμί dου
(1963)
Δηλαδή όλα είναι μάταια
Όdεν ήπρεπε ('δα, λέει), δεν ήβρεχε gαι το Μά' εdροσολόα
(1963)
Λέγεται για κάτι, που γίνεται παράκερα
Ξέρ΄ η πάπια, πουν η λίμνη κι΄ ο λαός, που ΄dο κυνήι
(1963)
Λέγεται για κάποιον, που δεν έχει ανάγκη συμβουλών ή που ξέρει να προσαρμόζεται κατά το συμφέρον του
Του λωλού το φαΐ πρωτοτρώεται (ή τρώεται πρώτα)
(1963)
Δηλαδή ο ανόητος προσφέρει πρώτος τα δικά του και κατόπιν είναι δυνατό να μην του προσφέρουν οι άλλοι τίποτα
Του παιδιού μου το παιδί τόχω δυο βολές παιδί (ή δυο βολές είναι παιδί)
(1963)
Δηλαδή η αγάπη στο εγγόνι μας είναι διπλή
Των αρχόdω οι όρνιθες κοιτάζουσι νωρίς
(1963)
Παραδείγματος χάρη: - “Απού τσι τρείς η ώρα κοιτάζουσιν οι όρνιθές μας. -Δεν έχεις ακουστά πως των αρχόdω οι όρνιθες κοιτάζουσι νωρίς; Είναι, λέει καλοπερασμένες και 'ια φτό. Τω φτωχώ ραίνουdαι νάβρου dίστα να φάνε και ...
Τον Μα' (Μάη) και τον Απρίλη και τον 'Ερινιαστή που κλάνουν οι 'αδάροι και πίνουν οι βοσκοί
(1963)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Απ' αστραπές κι από βροdές κι από βροχή και χιόνι κι απ' άτεκνο κι απ' ακριβό ο Θιός να σε γλυτώνη
(1963)
Δηλαδή, ο άτεκνος και ο φιλάργυρος είναι κακοί, όσο και η αστραπή
Α δεν αστάψη δε βροdα, κι α δε βροdα, δε βρέχει, κι α δεν αρχέψη η βροχή ο ποταμός δε dρέχει
(1963)
Δηλαδή, κάθε πράγμα έχει την αιτία του, το προηγουμενό του
Εώ σου λέω να κάμης χίλια πρόβατα (ή: ζα), εσύ δεν θες; ... νοργιά (ή: τρίχα) (ή: τρίχα να μην απολάψης)
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος δεν δέχεται ή δεν ακολουθή τις συμβουλές μας
Τον άκαφτο τον εϋρεύγασι να τόνε κάψουσι gαι δε dον ευρήκασι
(1963)
Ερμηνεία: Όλοι οι άνθρωποι έχουν ζήσει τον καημό του θανάτου κάποιου ή κάποιων δικών τους ανθρώπων. Λέγεται σαν παρηγοριά
Πιότερο gαιρό θένε τά λεφτά νά τά φυλάξης, παρά νά τά δουλέψης
(1963)
Δηλαδή χρειάζεται μεγαλύτερη ικανότητα νά διατηρήσης ένα χρηματικό ποσό παρά όση χρειάζεται γιά νά τό κερδίσης
Τ' αρρωστημένου η κουλούρα κάνει σαράdα μέρες στ' απρουσκέφαλό dου
(1963)
Δηλαδή, ο άρρωστος δεν έχει όρεξη να φάη. Π.χ. “Αλλότες ελέασι bως τ' αρρωστημένου η κουλούρα ... Μα ' μένα δε gάνει ουτ' ένα λεφτό, 'ιατί εμ 2)αρρωστημένη 2) είμαι, έμη πεινώ κιόλα”
Όποιος δουλεύγει βασιλιά, πρέπει το νου dου νάχη, κι' όχι το νού dου βασιλιά, μόνου τον εδικό dου
(1963)
Δηλαδή, ο εργαζόμενος σε ξένο, σε πλούσιον, πρέπει να προσέχει για να μην προκαλέση τη δυσαρέσκειά του
Δικό σου το ψωμί και το μαχαίρι
(1963)
Δηλαδή, είσαι κύριος νοικοκύρης
Βαρ' τον ατσίποδα να σ' άψη τη φωθιά, κι α dην άψη είναι δυό βολές ατσίποδας
(1963)
Λέγεται, όταν ένας ανίκανος, ένα μικρό παδιί, κατορθώση να κάμη μιά μικροδουλειά. Έχει έννοιαν ειρωνική
Τρείς που μέχεις, τρείς που σέχω και τριώ που dο παιδί, σωστοί σωστοί ενιά μηναρούκλες είν', άdρα μου
(1963)
Ο σχετικός μύθος: Ήτονε λέει, καμμιά κι επαdρεύτηκε, gι ήπηρε gανέναν αγαθούτσικο και σε τρείς μήνες πο παdρεύτησα gι ύστερα ΄έννησε, μα δεν ήτονε τ΄αdρούς τση το παιδί, μόνου τόχε μάλλο καμωμένο. Ήχρεψε λοιπό ο κόσμος ...
Άμα δής εγραίο 'ύρευγε σπίτι στερέο
(1963)
Ο γραίγος είναι καιρός ορμητικών και μικρής διάρκειας βροχών που συνεχώς επαναλαμβάνονται. Εγραίο = γραίγος Β – Α άνεμος, 'ύρευγε = γύρευε, στέρεο = ασφαλές. Το επίθετο είναι στέρεος – η – ο. Κατεβαίνει ο τόνος για την ...
Κανείς δε bορεί να ξεφύ' α' το γραφτό dου
(1963)
Αντιστοιχεί προς το “Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον”
Άσκημα γράφου dα χαρθιά
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Τα πράγματα δείχνουν άσχημα
Τα γραμμένα άγραφα δε 'ίνουdαι
(1963)
Δηλαδή ότι γράφει η μοίρα δεν μπορεί να το αποφύγει. Προέρχεται από παραμύθι.