Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11101-11143 από 11143
Κόψε ξύλο κάμ' Αdών' κι από πλάτανο Μανώλ' κι αν ρωτήϊς και για το Γάν' ό,τι ξύλο κόψης κάν' και αν πής και για Νικόλα, κάμνουνε τα ξύλα όλα
(1941)
Προς χλευασμόν βαπτιστικού ονόματος
Μήι του διάβολουν να δής, μήι του σταυρό σου να κάμης
(1941)
Ερμηνεία: Επί πολλών ατυχημάτων ο άνθρωπος επικαλείται την αρωγήν των φίλων και οικείων και ανακουφίζεται, υπάρχουσιν όμως και ατυχήματα τα οποία είναι τόσον σοβαρά ώστε ιαδήποτε των φίλων ή των οικείων αρωγή, είναι ανωφελής. ...
Ονσέτινα 'ά νοίξεις γουϊ, ά νοίξουν τσαί το σόν
(1949)
Γουβί=λάκκος. Σ' όποιον θ' ανοίξεις λάκκο, θ' ανοίξουν και το δικό σου. Ότι παθαίνει ο διπλανός μας, είναι και για μας κακό. Την ψώρα τη γιατρεύανε με πισσαλοιφή.
Σφογγάτε τα σειλούδκια σας, τ' άι Φιλίππου δκιάβη
(1940)
Η παροιμία λέγεται συνήθως κατά τον Νοέμβριον αλλά και κατά τας άλλας ακόμη ημέρας επ΄αφορμή όμως αρραβώνων, προς όσους δεν ηρραβωνίσθησαν μέχρι της εορτής του αγίου Φιλίππου, διότι μετ΄αυτήν είναι αδύνατον να επιτραπή ...
Αντάγ γεωρκήσ' η Μεσαρκά τρώουμ μανάδες τζαι παιδκιά τζ' αντάγ γεωρκήσ' η Πάφου πιάσ' τα ρούχα σου τζαι χάθου
(1940)
Η Μεσαορία πολύ μεγάλη και εύφορος πεδιάς είναι ο σιτοβολών της Κύπρου. Η Πάφος βουνώδης παράγει πολύ ολίγην ποσότηρα δημητριακών
Ο γαμπρός για εμ πέρα τζ' εν νάρτη, για μιτσύς εν τζ' εζ να μεαλύνη, για εν να χηρέψη
(1940)
Ειρωνικώς προς τους επιτιμώντας γονείς με θυγατέρας εις ώραν γάμου, ότι τάχα δεν φροντίζουσι δια γαμβρόν
Της γεναίκας σου μυστικόμ μέμ πης, αναγιωτόμ μεμ πιάσης τζαί φίλον ζαφτιέν μεγ κάμης
(1940)
Κάποιος δοκιμάζων την αλήθειαν της συμβουλής του πατρός του, ελθών με κεφάλι τράγου εις σάκκον εκάλεσε την γυναίκα του να τον βοηθήση να κρύψη κάποιον που εσκότωσε. Όταν βραδύτερον την έδειρεν επίτηδες του εφώναξε ότι είναι ...
Όσο βράζ' η πήλινους η τζερές
(1941)
Τζερές = χύτρα, τέντζερες. Περικοπή παραμυθιού. Μια γυναίκα επανδρώθηκε ένα χήρον που είχε ένα παιδί από την πρώτην του γυναίκα. Κάποτε δε την ερώτηε το άλλο παιδί της: - Πόσο μ' αγαπά; - Όσο βράζει ο πύλινος τζερεμές όταν ...
Στη μπάντα, μη σε πατήση το βούϊ μας. - Ντά που 'ν' το; - Στη Στεία πάει, να το φέρει ο αφεντάκης μου
(1949)
Επί ατόμων τα οποία επαίρονται, πρίν ακόμη ιδούν το αποτέλεμα
Που τ' αγαπούν τογ καλόμ μου, τζ' αι που τα τον είχα έννοιαν, πέντε γρόντους τον εφίλουν τζ' εν τον ει αν είσ' εγ γένεια
(1948)
Π' αγαπούσα τον καλό μου, κι από τα του είχα έγνοια, πέντε χρόνια τον φιλούσα και δεν είδ' αν είχε γένεια
Πριν εϋρεύκαμ που γενιάν, τωρά γυρεύκουμ πόσ'ει, μα πόσ'ει νουν τζ'αι στόχσην πάλε γενιάγ γυρεύκει
(1948)
Ερμηνεία: Πρέπει να προτιμά κανείς τις καλές οικογένειες παρά το χρήμα, οσάκις πρόκειται για συνοικέσιο
Βούννου, βούννου δουλαππάτζιμ μου να κάμω το νημάτζιμ μου να πα να κατουρήσω βρε λοή
(1940)
Νημάτζιμ μου = παμπάτζιμ μου. Η παροιμία, κατά την παράδοσιν οφείλεται εις το εξής; Κάποτε ένα κορίτσι που έκαμνε την νύχτα “ δουλάππιν “ διέκρινε κάτω από τον σοφά τα ποδάρια ενός κλέπτου. Αντί να φωνάξη ήρχισε να τραγουδά ...
Η γεναία έβαλεν τόδ δειάολον μέσ΄ το κουζίν
(1940)
Η πονηρά γεναίκα ξεγελά και τον διάβολον. Λέγεται επί γυναικών παμπνήρων. Κάποτε ο διάβολος εσκανδάλεψε τα παιδιά γυναικός η οποία δια να απαλλαγή τον επείσμοσε λέγουσα ότι δεν δύναται να χωρέση όλος και να κρυφθή εις ένα ...
Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους γουννάτους σαιρετά τους τους τσουππάτους προσκυνά τους – τζαι τους ασπροζιμπουνάτους – σούζει τους τζαι πελεκά τους
(1940)
Η μνήμη του αγίου Μηνά, ότε και μεγάλη πανήγυρις παρά την Βάβλα (Λάρνακος), εορτάζεται την 11 Νοεμβρίου , ότε το ψύχος είναι αισθητόν αναλόγως προς την ενδυμασίαν, βαμβακερόν ζεμπούνιν οι πτωχοί, ένδυμα από τσόχαν οι εύποροι ...
Με τον ήλιο τα βγάζω, με το ήλιο τα βάζω, δρόμο δρόμο τα πηγαίνω, σε ξερό λάκκο τα ποτίζω, σε ξερή αγκορνιτσιά τα σταλίζω, τί έχουν τα έρμα και ψοφάνε;
(1949)
Η παροιμία είναι κοινοτάτη. Περί σημασίας δ' αυτής βλ. Λαογρ. Δ' 319 και 745. Άξια προσοχής είναι η επέκτασις αυτής προς επίτασιν της σκωπτικής έννοιας. ΣΤ. Δ. Βάζω = ή τα βοριάζω, Γκόρτσια = η αχλασιά
Βάρdα τζ' εν να περάσ' ο βούς - Τζαί πού ένι; - Να το σσίνι που πάω να τογ γοράσω
(1940)
Δια τους πιστεύοντας ως πραγματικότητα απλάς των ευχάς. Η παροιμία οφείλεται εις παραμύθιν καθ΄ο ένας τρελλός, που ήθελε να αγοράση βούν, παρεμέριζε τους διαβάτας δια να περάση το βώδι του που έμελλε να αγοράση
Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους γουννάτους σαιρετά τους τους τσουππάτους προσκυνά τους – τζαι τους ασπροζιμπουνάτους – σούζει τους τζαί πελεκά τους
(1940)
Η μνήμη του αγίου Μηνά, ότε και μεγάλη πανήγυρις παρά την Βάβλα (Λάρνακος), εορτάζεται την 11 Νοεμβρίου , ότε το ψύχος είναι αισθητόν αναλόγως προς την ενδυμασίαν, βαμβακερόν ζεμπούνιν οι πτωχοί, ένδυμα από τσόχαν οι εύποροι ...
Ο άντρας μου ένι σαντάλιν τζαί μαντάλιν
(1940)
Η διαγωγή του ανδρός επηρεάζει και την της γυναικός. Παλαιότερον η θύρα εκρατείτο κλειστή εκ των άνω με το μαντάλιν, ξύλον με εντομήν εις το άκρον, και ήνοιγεν όταν ανυψούτο το μαντάλι με κάθετον σύρτην, ή με τον δάκτυλον ...
Ο άντρας ένι σαντάλιν τζαί μαντάλιν
(1940)
Η διαγωγή του ανδρός επηρεάζει και την της γυναικός. Παλαιότερον η θύρα εκρατείτο κλειστή εκ των άνω με το μαντάλιν, ξύλον με εντομήν εις το άκρον, και ήνοιγεν όταν ανυψούτο το μαντάλι με κάθετον σύρτην, ή με τον δάκτυλον ...
Άνεμος στηγ κόκας σου
(1940)
Ρεύμα αέρος από ταχυτέραν κίνησιν τη γυναικός κάμνει να κυματίζη η κόκα, κάλημμα άλλοτε της κεφαλής, περί της οποίας αναφέρει σημείωμα του 1812. “La Koca, moda antichissima, era usata in Cipro. Abito stelli con la ciuppe, ...
Το σπίτιν του γονηού μου εν να μείνη τ' αγγονιού μου.
(1940)
Σηνήθως ο χωρικός προικίζει τον υιόν του ανεγείρων κατοικίαν. Ο μικρότερος υιός λαμβάνει την πατρικής οικίαν. Ούτω το σπίτι του γονιού γίνεται του αγγονιού. Αλλά και ο χαρακτήρ και αι νόσοι είναι κληρονομικαί.
Τημ πουτάναβ βάλ' την όσσω σου, μα τηγ κλέφτισαν τζαι της σπιούναμ μεν τηβ βάλης.
(1940)
Η πόρνη δεν θα φέρει τους φίλους της, η κλέφτρα όμως θα φέρη τα χέρια της και η σπιούνα την γλώσσαν της.
Έππεσαν χαν του συχχαριατήν 'ς του κανδήλιν
(1941)
Συχχαριάτης είδος εντόμου του οποίου η εν την οικίο παρουσία εθεωρείτο ως προμηνύουσα τον ερχομόν απουσιάζοντος οικείου εξ ου και το όνομα συχχαριαστής. Το έντομον τούτο προσπίπτει επί της φλόγος του κανδηλίου κια πνίγεται. ...
Σπίτμ μου σπιτάτζιμ μου, τζαι προτοφυλαχτάτζιμ μου.
(1940)
Μόνον εις το σπίτι μας νομίζομεν τον εαυτόν μας αναπαυμένον. Μιας γραίας ο υιός ευτυχήσας έφερε κοντά του την μητέρα. Η ρκά, καλά να φάη, καλά να πιή, δεν ήτο ευχαριστημένη κια παρεκάληει να επιστρέψη εις το σπιτάκιν της. ...
Έχτισες σπίτι; Τόμ πρώτοχ χρόνοβ βάρ' τον οχτρόσ σου να κάτση μέσα, τοδ δεύτεροβ βάρ τοφ φίλος σου τζαι τον τρίτον κάτσ' εσού.
(1940)
Ένεκα της υγρασίας των τοιχών είναι επιβλαβές εις την υγείαν.
Άμdα dροβάς θα ινού στ'ν αμασκάλ' σου, να σ' παρατζέλνου;
(1943)
Δε θα λείπω δηλ. από κοντά σου να σε συμβουλεύω, όπως δε λείπει ο τουρβάς απ' τη μασχάλη του χωρικού, για να του θυμίζει τι παραγγελίες έχει να κάνει, σαν έρχεται στο χωριό ή στην αγορά.
Τάσσω τ' αμπέλια μου ν' αρμάσω τα παιδκιά μου, τζ' άμα ταρμάσω τζ' ύστερα, τ' αμπέλια εδ δικά μου
(1940)
Επί ψευδών υποσχέσεων δια να επιτύχομεν τον σκοπόν μας.
Είδες δκυό τζ' εν ταιρκασμένοι; Έξερε τζ' εμ που τους δκυό τον ένα
(1940)
Την αρμονία, κατά την συμβίωσιν δύο ατόμων δεν εξασφαλίζει μόνον η συμφωνία αισθημάτων φρονημάτων κλπ αλλά προ παντός η προσαρμογή του ενός προς τον χαρακτήρα του άλλου.
Άμαγ κλάσ' ο σ' οίρος η ψυσ'η του Τούρκου βρίσκει μύρος, άμα κλασ' η λόττα, η ψυσ'η του βρίσκει σόρταν
(1948)
Ερμ. Πείραγμα στους Τούρκους, που δεν τρώνε τα γουρούνια
Από τημ Πάφου έρκουμαι, τζαί Κορφήν κανέλα. Κατέβασ' το καπέλλο σου, για να φαν' η κουμπρέλλα
(1940)
Κατέβασ' ή Χαμήλωσ'. Προέρχεται από την Πανελλήνιον τοιαύτην “ Από την πόλιν έρχομαι ...” ή είναι γνησίως Κυπριακή; Εις την επαρχίαν Πάφου υπάρχει η Πόλις (Χρυσοχούς) και εις την της Λεμεσού ή Κορφή. Ηδύνατο να υποτεθή οτι ...
Ο Μάρτης εμάλλωσεν με τον Οκτώβρην τζι' ο Μάρτης λαλεί του: “Που να πας; εν να μ' αρκαστής”. Τζι' ο Οκτώβρης επολοήθην του: “Παρατήρα τον Νιόβρην τζιαί τοδ Δετζιέβρην που σ' έχουν ανάγκην, τζι' εγιώ ανάγκην εσ σ' έχω. 'Αλοι του Νιόβρη τζιαί του Δετζιέβρη που σ' έχουν ανάγκην”
(1945)
Ερμηνεία: Μεγάλη σημασία για την επιτυχία της γεωργίας και ειδικά για τα σιτηρά δεν έχουν μόνον οι βροχές του Μάρτη, μα και του Οκτώβρη, οι οποίες είναι επίσης ζωτικής σημασίας και για την κτηνοτροφία, αρκάζομαι= έχω ανάγκην ...
Ο Μάρτης εμάλλωσεν με τον Οκτώβρην τζι' ο Μάρτης λαλεί του: “Που να πας; εν να μ' αρκαστής”. Τζι' ο Οκτώβρης απαντά του: “Παρατήρα τον Νιόβρην τζιαί τοδ Δετζιέβρην που σ' έχουν ανάγκην, τζι' εγιώ ανάγκην εσ σ' έχω. 'Αλοι του Νιόβρη τζιαί του Δετζιέβρη που σ' έχουν ανάγκην”
(1945)
Ερμηνεία: Μεγάλη σημασία για την επιτυχία της γεωργίας και ειδικά για τα σιτηρά δεν έχουν μόνον οι βροχές του Μάρτη, μα και του Οκτώβρη, οι οποίες είναι επίσης ζωτικής σημασίας και για την κτηνοτροφία, αρκάζομαι= έχω ανάγκην ...
΄Γούμενε του Δαμαλά, δίχως νου, δίχως μυαλά, τα μικρά δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες. Βάστα, γέρο κούλερε, γύρ΄ζε τ΄ν αχερόμυλο κούνα τ΄ αραπόπ΄λο
(1940)
κούλερε=΄πειδής τον εχαλάσανε. Σημ. Έχει τοποθεσία στο χωριό κοντά, που τη λένε Δαμαλά. Εκεί κατοικούσε κάποιος γούμενος κι είχε παραυγιό έναν καλόγερα. Τον έστερνε στο ψάριμα και κάθε μέσα τούφερνε μικρά ψάρια. Μα ο ...
Ο Γεννάρης τζι ο Μάρτης εγελάσαν του κουτσοφέβραρου τζι' επήραν του που μιαν ημέραν για να πειράξουν τηρ ρκάν, τζι' ο Γεννάρης έβαλεν τηρ ρκάν μεσ' στοφ φούρνον
(1945)
Η παροιμία αναφέρεται στην υπερβολική ψύχρα του Γεννάρη. Κατά τένα μύθο, ο χειμώνας και το καλοκαίρι συζητούσαν ποιά από τις δυό αυτές εποχές είναι η καλύτερη, επειδή δε δεν συμφωνούσαν φώναξαν κάποιαν γρηά, πυ μάζευε ...
Έσει τομ πορdήν τζ' αλώνιν, τζαι κλωστήν εις το βελόνιν
(1940)
Φρονούμεν ότι είναι η ορθοτέρα. Γράφεται συνήθως πορτίν, σημαίνουσα ότι όπως φεύγει από την πόρταν του σπιτιού εις το αλώνιν και ταναπαλιν, ούτω πως και ως κλωστή εις το βελόνι περνα ή βγαίνει εύκολα και παραΔερεται απο ...