Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-400 από 504
Μπήει ο κλέφτης τσι φωνές να φύη ο νοικοκιούρης
(1925)
Μπήει = βάζει
Τόσο ομορφοκαμωμένος είναι που θαρρείς πως ήβγε από το μάγγανο
(1924)
Ο συλλογεύς δεν σημειώνει την σημασίαν της λέξης μάγγανα παρά την παροιμίαν, αλλ' αναφέρει μόνον μάγγανα του πατητηριού, μπαμπακιού
Το κάλλιον κάλλιον είναι
(1928)
Ερμηνεία: Το καλύτερον είναι πάντα το καλύτερο
Τριμύστηρος άρθωπος είσαι, ούτε στα μονά σε πιάνει κανείς, ούτε στα ζυγά
(1925)
Τριμύστηρο = μεγάλο θάμα, τρείς φορές μυστήριο
Δυο αδουράκια bλέκουνται σε ξένον αχεριώνα
(1925)
Βλέκουνται = μαλώνουνε
Σου κολλά στο σβέρκο, σαν τη μυία στο κριάς
(1925)
Κριάς = κρέας
Φέρε όνομα να δης κορμί
(1925)
Λέει μουνούχος είμαι, λέει, πόσα παιδιά έχεις
(1928)
Το λέει κανένας όταν μιλεί και ο αντικρυνός του δεν τον καταλαβαίνει παρά του επαναλαμβάνει τις ίδιες ερωτήσεις, ή μάλλον όταν μιλεί κανένας και ο άλλος δε θέλει να καταλάβη τι λέει
Κλαίει να το πη
(1928)
Όταν ζυγίζουμε κάτι και δεν είναι ακριβώς μέσ' στην οκά, λέμε: “Τέσσερις οκάδες, κλαίει να το πη”
Δε ντο 'καμεν η κεφαλή μου
(1928)
Δεν το σκέφθηκα
Ήβγες και του λόου σου την πρεσμεινάδα
(1924)
Ήβγε κι αυτός στα τρυφερίτσα
Αλατσωμό d' αλατσωμού δεν έχουν οι κουβέντες του
(1925)
Ανόητες, χωρίς ουσία
Αν είσαι λέλισσας παιδί κέντα και μη σβουρίζεις
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ο ένας τση λόος δε 'ίνεται δυο
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Καλός κακός οαπότραφος πέντε δέκ' ανέμους απαντά
(1928)
Απότραφος = τοίχος που χωρίζει
Δεν ηξέρει να πη νερό gι' αλάτσι
(1928)
Δηλαδή τίποτα
Κάλλια στο μάλλι μου παρά στο κεφάλι μου
(1928)
Κάλλια μια ζημιά παρά ένας θάνατος
Θώριε οΰια κι έπερνε και θώριε μάννα κι έπερνε παιδί
(1928)
Οΰια = γούια
Τα πολλά λόϊα μισή gακομοιριά
(1928)
Λόϊα = λόγια
Βούδι σελάτ' αόραζε και άδαρο καμπούρη υναίκα γλικοκάμπυλη χοίρο μακρυομούρη
(1925)
Γλικοκάμπυλη = Λιγνή
Κάτσε, κιουρά, μ' ανέμενε να κάμω γιό να πάρης
(1925)
Κάτσε=κάθησε, Κιουρά=κυρά
Δεν ηξέρει να πη νερό gι αλάτσι
(1925)
Είναι τελείως αμαθής
Όποιος έχει και κακοζεί με το dάνος του
(1925)
Δηλαδή όποιος είναι πλούσιος και κακοζεί φταίει ο ίδιος, το κουσούρι του η ακρύβεται
Ενούς γαδάρος ξύλο
(1928)
Πολλέ ξυλιές
Κάλλια που ξέρει παρά πόχει
(1926)
Στσή λεύτερης τήν πόρτα εκατό κι ο άδαρος
(1925)
Τη λεύτερη μπορεί νά τή ζητήση όποιος δήποτε
Ζήσε, μαύρε μου, να φας τριφύλλι και τον Άουστο σταφύλι
(1925)
Αύγουστο
Άενος ζευγάς έρημό 'ν' τ' αλώνι
(1925)
Αενος=χωρίς γένεια
Μες στα τόσα dαβαdούρια είχαμε και γεννητούρια
(1925)
Dαβαdούρι = καυγάς, φασαρία. Γεννητούρια = γέννα
Αρνί ρίφι τρίμερο, 'ουρνάκι δωδεκάμερο, δαμάλι σαραντάμερο
(1928)
Τρίμερο = τριών ημερών, 'ουρνάκι δωδεκάμερο = γουρουνάκι 12 ημερών, δαμάλι σαραντάμερο = μοσχάρι 40 ημερών
Του θεριστή 'βγεν τόνομα κι άρα θερίσει κι άρα μην το σώσει
(1928)
Η παροιμία λέγεται επί της φήμης
Έμη κλέφτης, έμη δυνάμεος
(1928)
Δεν φτάνει που είσαι κλέφτης, μόνο ζητάς και ρέστα, το διαψεύδεις και θέλεις να ρίξης και ξύλο, να καταμυνήσης πως σε συκοφάντησαν
Τό κρϊό τσ' ελεημοσύνης
(1925)
Τίποτε απολύτως. (Παρ. Φαοπιωμένος είμαι 'ώ, πού δέν πάει μές στό στόμα μού τό κρϊό τσ' ελεημοσύνης)
Που διαλέει και διαλέει, τη χαμένη bάρτη παίρνει
(1925)
Bάρτη = μερίδιο
Κάλλια που ξέρει παρά πόχει
(1928)
Βγάρ' τη σκούφια σου βάρει μου
(1928)
Υβρίζωένα αφού εγώ έχω περσότερες βρισιές για να μου πει εκείνος, αντί όμως τίποτα άλλο μου λέει τη φράση αυτή “Βγάρ τη σκούφια σου βάρει μι”
Πιδέξα 'έρο
(1925)
Έρο= γέρο
Μήτε συ παπά στο Φώτα μήτε την στον αϊασμό
(1928)
Δεν θέλω ν'αρθώ μαζί σου, ας υποθέσωμε μα και γω δε σ' αφληνω να πας
Όπου τόνε ΄γράψενε ο Θεός έτσι θα πάη
(1924)
Όπως έχει προορίσει ο Θεός τιούτο τρόπως θα αποθάνη
Μάθια σφαλούν και μάθια 'νοίουνε
(1928)
Τώρα πεθαίνω γω πούμαι πλούσιος και αδελφός μου που ναι φτωχός με κληρονομά
Επέτα κι εμένα το μάτι μου
(1928)
Όταν δούμε κανένα που έχομεν πολύν καιρό να τον δούμε κι' ας μην είναι και ξεινός, το λέμε. Μπορεί δε να μην πετούσε και το μάτι μας και το λέμε ψέμα. Μπορεί όμως και να πετούσε
Δε φεύγει απού μέσ' στα μάθια μου
(1928)
Δεν ξεχνώ. Όλο θαρρώ πως βλέπω
Τα μάθια σου τέσσερα
(1928)
Πρόσεχε, μην παραδεχτής ή τα μάθια σου δεκατέσσερα
Δεν επέρασεν α το μάτι μου
(1928)
Δεν είδα
Πιάνει το μάτι μου
(1928)
Έχω την ιδιότητα να ματιάζω
Όσο σηκώνει μια μυία στο φτερό τζη και πετά
(1928)
Όσο σηκώνει μια μυία στο φτερό τζη και πετά δεν ήπηρεν απού το σπίτι dωνε
Άσπρες μυίες (θωρεί)
(1928)
Έτσι λένε στ' αστεία και τα χιόνια
Πόχει τη μυία σκιάζεται
(1928)
Ερμηνεία: Επί των ενόχων
Του σηκώνει τη ζαβάργα τέσσερα τσουβάλια κάργα
(1924)
Ζαβάγρα=κουταμάρα
Με παρατάτε ήσυχο και βγάνετε τα μάθια σας
(1928)
Υδώ δεν έχει κακή σημασία
Τα μάθια δα χάσαμε γκαι τα φρύδια πάλι!
(1928)
Όταν έχη κάτι μεγάλο κανείς πάθη και του τύχη κάτι πιο ελαφρό
Ετουνού έχει κι ο κώλος του μάθια
(1928)
Είναι σα να βλέπη κι' από πίσω
Ήβγαλε τζη τα μάθια τζη
(1928)
Έχει άσχημη σημασία, την εξαπάτησε
Όλον απάνω μου ντό μάτι τζη
(1928)
Μου ζηλεύει
Το λύσαι και το δέσαι ήτανε ετότες οι Χιώτες 'ς τη Σύρα
(1924)
Ήσαν οι διευθύνοντες, έκαναν ό,τι ήθελαν
Του σηκώνει τη ζαβάργα τέσσερα τσουβάλια κάργα
(1924)
Ζαβάγρα=κουταμάρα
Εμαρτύρησα το 'άλα που με πότισεν η μάννα μου, ώσπου να σώσω να ξεμπλέξω
(1928)
Ερμηνεία: Επαιδεύτηκα πολύ
Που ταχυνοφάην και μικροπαντρευτή ποτέ δε χάνει
(1928)
Ταχυνοτρώω = τρώω πρωΐ
Γνωρίζουνται τα μάουλα που τζ' αλειχήνες
(1928)
Μη μου κατηγοράς κάποιονανε που είναι καλός ή πάλι μη μου λες πως είναι καλός αφού δεν είναι. Μη μου λες ποτέ κάτι που φαίνεται και το ξέρουν όλοι.
Απουπόξω μπέλα μπέλα κι' απού μέσα κατσιβέλα
(1928)
μπέλα= καθαρή, κατσιβέλα= γύφτισσα
Θαρρεί κι εφτός πως θα κάμη τα ζα λιβάδι
(1924)
Ερμηνεία: Επί φιλέργου
Θα κάμη το Ζά λειβάδι
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Αλατσωμένες είν' οι κουβέντες του
(1925)
Σωστές όμορφες
Σ' ένα νήλιο 'πλώθαν οι λαλάδες μας, τα ρούχα dώνε
(1926)
Ειρωνία. Λαλάδες = (γιαγιάδες). Π.χ. Συγγενείς είμεστα ξέρεις το ; Ναι , σ' ένα νήλιο κλπ.
Όποιος έχει πανωθεό και κατωθεό δεν έχει, είντα τότε θέλει και τον πανωθεό;
(1928)
Πανωθεός =ο Θεός μόνο στην παροιμία λέγεται. Κατωθεός = ο άνθρωπος που σε υπερασπίζεται, τα μέσα, ένας βουλευτής, ένας δήμαρχος
Ηφάες με στο ζύϊ, βρε κατεργάρη
(1928)
Όταν κατεργαρέψη ο ένας τον άλλον
Στο ζύϊ μ' εφάανε
(1928)
Όταν κατεργαρέψη ο ένας τον άλλον
Βρωμεί ο βριός βρωμούν και τα καλα dου
(1928)
Βριός = Εβραίος
Το ινάτι βγάνει μάτι
(1928)
Ινάτι=πείσμα