Αναζήτηση
Αποτελέσματα 9871-9880 από 10257
Σουρίζω
(1921)
Πλενάζω τινα δια συριγμόν
ερ. του εσύριζαν (ή) θα τον συρίζωσι
Δε dου 'συρα σταυρό.
(1928)
Βά' στου σταυρό.
(1927)
Κατακέφαλα
Σταυρωτής
(1924)
Αποτελέσματα 9871-9880 από 10257