Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 70-89 από 176
-
Νιάζε, διόλιζε βαθκιά τζ'αι σσ'ίζετο ανάρκα στο σπόρογ κάμνε το πηχτά να γεμώσουν αμπάρκα
(1965)Καλή προετοιμασία του χωραφιού προ της σποράς και κατάλληλος τρόπος σποράς, εξασφαλίζουν καλήν παραγωγήν -
Νιάσ' με τζ'αι διόλισ' με τζ'αι σοι επασ' με με την κατασαρκάν
(1965)Κατασαρκάν η = δέσμη από ξερά κλαδιά -
Νιάσ' με, διόλισ' με καλά ανακοψέ με αναρκα τζ'αι βάρ' με με τον όρκομ να σου γεμώσ' αμπάρκα
(1965)Καλή παραγωγή προϋποθέτει κατάλληλην προετοιμασία του χωραφιού προ της σποράς και σποράν κανονικήν η οποία να έχη γίνει στην κατάλληλην εποχήν -
Νιάσ' με, διόλισ' με καλά ανακοψέ με αναρκα τζ'αι σπείρε με ανέγλυκα να σου γεμώσ' αμπάρκα
(1965)Απαραίτητη για μιάν καλή παραγωγή η καλή προετοιιμασία του χωραφιού, μα απαραίτητον είναι επίσης και να σπαρή και παραχωθή ο σπόρος κανονικά, δηλαδή ούτε ξέβαθα, μα ούτε και βαθειά -
Νιάσ' με, διόλισ' με καλά ανακοψέ με αναρκα τζ'αι σπείρε με με τον τζιαιρόν
(1965)Καλή παραγωγή προϋποθέτει κατάλληλην προετοιμασία του χωραφιού προ της σποράς και σποράν κανονικήν η οποία να έχη γίνει στην κατάλληλην εποχήν -
Νιάσ' με, διόλισ' με καλά ανακοψέ με αναρκα τζ'αι σπείρε με φτανα φτανα
(1965)Απαραίτητη για μιάν καλή παραγωγή η καλή προετοιιμασία του χωραφιού, μα απαραίτητον είναι επίσης και να σπαρή και παραχωθή ο σπόρος κανονικά, δηλαδή ούτε ξέβαθα, μα ούτε και βαθειά -
Νιάσμαν του Γεννάρη τζ'αι δίολον του Μάρτη καρτέρα το σιτάριν νάρτη
(1965)Συνοδεύεται από κείμενο.... -
Νιάτον του Γεννάρη τζ'αι δίολον του Μάρτη απορω πως τζ' αστόχ'ησεν
(1965)Συνοδεύεται από κείμενο.... -
Νιάτον του Γεννάρη τζ'αι δίολον του Μάρτη θαμμάζω πως τζ' αστόχ'ησεν
(1965)Συνοδεύεται από κείμενο.... -
Ο άουρος, αουρόραεν τζι ο συφτατζής επείνασεν
(1965)Εκείνος που μαζεύει τους καρπούς των δένδρων του, προτού τελείως ωριμάσουν, προλαμβάνει την καταστροφήν τους από κλοπές, ασθένειες κ.λ.π. και κάτι καρπούται, ενώ εκείνος που τους αφίνει να ωριμάσουν τελείως-να συφτάσουν- ... -
Ο ζεβκαλάτης ο καλός στον άνεμον χωρίζει
(1965)Ο καλός γεωργός, εκείνος δηλ. που οργώνει όπως πρέπει τα χωράφια του, ξεχωρίζει στον άνεμο: λίκμισμα, στο ξεχώρισμα δηλ. με τον άνεμο της σοδειάς των σιτηρών του από το άχυρο