Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 21-40 από 89
-
Έρχομαι στα είκοσι τέσσερα
(1918)Σημαίνει το έσχατον όριον των διαμαχομένων. Ήρταμε στα εικοσιτέσσερα = μόνον ου συνεπλάκημεν -
Έχει ο Θεός μπάρμπα
(1918)Φράσις δηλούσα προνόμιο ανυπαρκτον πάντοτε δε αρνητικος εκφερομένη. Δεν μου γλυτρώνει κ' αν έχει τον Θεό μπάμπα -
Εγώ βάνω τον σκύλλο μου κι ο σκύλλος την ωρά του
(1918)Ερμηνεία: Επιφορτίζομαι υπό τινός δι' εργασίαν, εγώ δε πάλιν αναθέτω εις άλλους -
Είκοσι χρονώνε γυιός, κ έλεγε τον λύχνο μπύχνο
(1918)Ερμηνεία: Επί παιδός ή ανδρός αδιακρίτως, όστις είναι καθόλου αδέξιος και αδαής, πράξης δε τι ανάξιον λόγου εναβρώνεται ως επί μεγάλοις πεπραγμένοις, αποτείνουσι το βέλος: ω γυιέ! Ψυχή μου! Είκοσι χρονώνε γυιός κι είπες ... -
Είναι σαν κορακογλειμμένος
(1918)Ερμηνεία: Επί του λίαν ισχνού και αχαμνού γίνεται χρήσις των φράσεων: Σου φαίνεται πως τόνε γλείφουνε κοράκσι. Σου φαίνεται πως ζη στα κεραμίδια. Είναι σαν τσίκλα -
Ζουλάπι
(1918)Ερμημεία: Ούτως ονομάζονται τα τρωκτικά ζώα. Επειδή δε ταυτά είσι συνήθως παμπόνηρα, εντεύθεν μεταφορικώς ζουλάπι λέγεται ο πονηρός και ύπουλος άνθρωπος. Ξέρεις τι ζουλάπι είν' εκειός! -
Η γίδ' από τ' αυτί δε γκουτσαίνει
(1918)Ερμηνεία: Μη θέλε να συσχετίσης συμβάν τι προς άλλο, μεθ' ου ουδεμίαν έχει σχέσιν -
Η γουρούνα, άμα έκαμε γουρουνόπουλλα, δεν εχόρταινε ούτε γρυπάρι
(1918)Ερμηνεία: Αρχίζουσι να βασανίζωνται οι αποκτώντες οικογένειαν -
Ή δείρέ το τ' αρχοντικό ή χέρι μη ντου βάλης
(1918)Ερμηνεία: Ή με επειχείριε τι ή επιχειρήσας μη αφήσης ημιτελές -
Θα ντόν γκάμω τρίω λεφτώνε
(1918)Ερμηνεία: Φράσις δηλωτική εσχάτου εξευτελισμού, εις ον δι' υβρέων σκέπτεταί τις να υποβάλη έτερον -
Θα ντον γκάμω να μη μπερνάη απάνουθέ του ούτε σκύλος
(1918)Ερμηνεία: Φράσις δηλωτική εσχάτου εξευτελισμού, εις ον δι' υβρέων σκέπτεταί τις να υποβάλη έτερον -
Θε μου και κάμε με ζουρλό να με φοβάτ' ο κόσμος
(1918)Ερμηνεία: Επί ανθρώπου, όστις προσποιείται τον φοβερόν με ζημίαν της ιδίας υπολήψεως, όστις θέλει να φαίνηται παλληκάρι κ.λπ. -
Θεό και γείτονα κανείς ποτέ του δε(ν) γελάει
(1918)Ερμηνεία: Τον φιλοπερίεργον γείτονα δύσκολον είναι να εξαπατήσης, μην προσπάθει καν να κρύβης απ' αυτού -
Κ' αν νυχτιώση, παλληκάρι, κάτσε να βγή το φεγγάρι
(1918)Ερμηνεία: Επί ανθρώπου, ον θέλουσι να κρατήσωσι πέραν της νυκτός -
Κάνει σαράντα κόμπους το λεφτό
(1918)Ερμηνεία: Λέγεται προς δήλωσιν μάλλον της υπερβολικής οικονομίας, της “νοικοκυροσύνης” ή της εσχάτης φιλαργυρίας -
Κάνω του γύφτου κάρβουνα
(1918)Ερμηνεία : Τα αδύνατα, ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν. Εγώ κάνω του γύφτου κάρβουνα για να ντονε καταφέρω να μη φύγη -
Καθένας όπως ξέρει φιλεί την γυναίκα του
(1918)Ερμηνεία: Κατά την ιδίαν επιτηδειότητα έκαστος διεξάγει το έργον αυτού