• Έβαλε το νερό στ' αβλάκ' 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Για κείνους που έχουν μια δουλειά καλή και βγάζουν το ταχτικό τους, και μένα λόγο παν καλά
  • Έβρασα πια πε σένα 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Με στεναχώρισεσ πολύ. Όταν γίνεται κανείς πολύ ενοχληιτικό και πειραχτικός που να οργίζει τον άλλον
  • Έγινα μπαρούτ' 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Όπως ανάβει το μπαρούτι, κ εγώ έγινα από θυμό μπαρούτι νανάψω. Θύμωσα υπερβολικά
  • Έγιναν μαλλιά κουβάρια 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Εμάλωσαν και φιλονίκησαν και πιάστηκαν στα χέρια, μπερδεύτηκαν με τα μαλώματα
  • Έκανε μια τρύπα στο νερό 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Για κείνον που ματαιοπονά και χαρομερά δίχως αποτέλεσμα
  • Έλα, μπαμπά, να σε δείξω της μάννας μου 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Για τους επιδειχτικούς εκείνους, που νομίζουν πως φέρνουν τίποτε καινούργιο, επιχειρώντας να διδάξουν στους πιο έμπειρούς τους πολύ γνωστά πράγματα.
  • Έπεσ' όξω 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Ερμηνεία: Έχασε, ζήμιωσε (στους υπολογισμούς ή στο εμπόριο)
  • Έρριξε πέτρα πίσ' ντου 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Ερμηνεία: Για κείνον που έφυγε και δε ξαναφάνηκε άλλη μια
  • Έσκασαμ' στα γέλια 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Για το ακράτητο και υπερβολικό γέλιο
  • Έτσ το βρήκα πε το μπαμπά μ 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Για κείνον που ακολουθεί τα πατροπαράδοτα, για το συντηρητικό
  • Έτσ' το ηύραμ' έτσ' α πάμ' 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Να ζης κατά την παλιά σου σηνύθεια. Για τους πολύ συντηρηρικούς που σέβονται τα πάτρια και τα βαστούν
  • Έφτυσα γαίμα 

    Λαμπουσιάδης, Γεώργιος Ι. (1928)
    Κατέβαλον πάσαν προσπάθειαν και θυσίαν όπως επιτύχω
  • Έχω για τη γούννα σ' ράμματα 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Για τις ανοησίες σου και το κακό σου φέρσιμο έχω κ' εγώ ανταπόδοση
  • Έχω μπουμπούνα στο κεφάλ' μου 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Είμαι γεμάτος από μεγάλες φροντίδες
  • Είδα και παραείδα να γλυτώσω 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Στις μεγάλες δυσκολίες και την αμηχανία που βρίσκεται κανείς και υποχωρεί. Κάπου λένε: Είδε και παράειδε, έγινε παπάς
  • Είναι ακμαίος, καίει στις φλέβες του το αίμα. 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Για τους νέους και θερμόαιμους
  • Είνε από καλό αίμα 

    Λαμπουσιάδης, Γεώργιος Ι. (1928)
    Είναι ευγενής
  • Είπε ο γάδαρος τον πετεινό: κεφάλα! 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Όταν δυό ανόητοι και εξ ίσου κακόφημοι βρίζουνται αναμεταξύ τους
  • Ελάτε να πάρτε παλαμίδες. Κρίμα στάλογο 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Για κείνους που επιχειρούν δουλειές ανάξιες για τον κόπο και την αγωνία να τις φέρουν στο τέλος. Οι δουλιές πολλές φορές φέρνουν αποτελέσματα μηδαμινά, μόλο που οι κόποι είναι πολλοί
  • Ελαξε η χήνα, έβαλε παλ' κείνα 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Ερμηνεία: Για τον ίδιο λόγο