Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "λάδι"
Αποτελέσματα 20-39 από 257
-
Βγαίν'(ς) κι λάδ'
(1938)Ελέγετο δια κοινά πρόσωπα και κοινάς πράξεις, όταν κανείς προσπαθεί να καλύψη τας παρεκκλίσεις του -
Βγαίνει από πάν' που το λάδι
(1917)Ερμηνεία: Λέγεται δια τον θέλοντα να αποδείξη αθώον κατηγορίας τινός, ενώ είναι μέτοχος και συνευδοκών -
Βγαίνει λάδι
(1957)Επιπλέει δηλαδή σαν το λάδι, βρίσκει τρόπο να δικαιωθεί για τα παραπτώματά του -
Βγήκε λάδ'
(1938)Ελέγετο δια σημαίνοντα πρόσωπα, τα οποία κατώρθουν ν' αποκρούσουν σοβαράς κατηγορίας -
Βγήτσε καντήλα λάδι ο Γιώργις
(1924)Κατώρθωσε ν' απαλλαγή της κατηγορίας αποδείξας εαυτόν (ψευδώς) αθώον -
Βγήτσε λάδι
(1943) -
Δύο στο λάδι τρία στο ξείδι
Ερμηνεία: Επί ανθρώπων αγνοούντων να αριθμήσουν ή κατ' άλλους σημαίνει ότι πρέπει να κλίνομεν πότε προς το εν κ' πότε προς το άλλο μέρος -
Δύο στο ξείδι τριά στο λάδι κι' εξη το ξειδόλαδο
Κατ' άλλους ορθόν είναι: Τρία στο ξείδι τριά στο λάδι κι' έξη το ξειδόλαδο, δώδεκα -
Δυό το λάδι, τρεις το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο
(1953)Είναι μερικοί που εις τους λογαριασμούς του αφελούς πελάτου των αναγράφουν το αυτό κονδυλιον δύο φοράς, αλλά κατά διάφορον τρόπον, ώστε να μη περιπέση εις την αντίληψιν του πελάτου η άδικος ενέργειά των -
Ε, μπρε μάννα, μου πε ο αφέντης να βράσης τον κέφαλο χωρίς λάδι, γιατί θα μεταλάβη
(1889)Ερμηνεία: Επί των κακώς την νηστείαν τηρούντων