Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "Τουρκεύω"
Αποτελέσματα 8-16 από 16
-
Ένα εβαπτίζαμε, πέντε δέκα τούρκευαν
(1953) -
Ετούρκεψε
(1923)Περί του ποτηρίου, το οποίον έσπασε και του δανείου, το οποίον εχάθη δια την αφερεγγυότητα του οφειλέτου εν Σάμω. -
Μ' ευτάς με και τουρκίζω
(1929)Μη με κάνης και τουρκεύω. Κοτ. προς τον λίαν οχληρόν. Εκ μεταφοράς του αναγκαστικού εξισλαμισμού τω Χριστιανών προς αποφυγήν των βασάνων. -
Ο βοσκός σαν ξεβοσκίση, αλλοίμονον στους βοσκούς κι ο Χριστός σαν τουρκέψη, αλλοίμονον στους Χριστιανούς
(1876)δια τους Τουρκοκρήτας