Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Χαβιαράς, Δημοσθένης"
-
Γούθα μου, μέσέ και συ τομ πόδας σου
Χαβιαράς, Δημοσθένης (1910) -
Γριά και άμ παρανεύγεται, 'ς τον ανήφορογ γρωνίζζεται
Χαβιαράς, Δημοσθένης (1910) -
Δεν έχει το νου του 'ς το κεφάλι του
Χαβιαράς, Δημοσθένης (1910)Ερμηνεία: Είναι λίαν τιταραγμένος, αφηρημένος -
Δεν πιάννει η ίσκα του
Χαβιαράς, Δημοσθένης (1893)Επί των ματαίως πειρωμένων να κατωρθώσι τι ή να πείσωσι τινα. Πιάνει = δεν ανάπτει -
Δεν πιάννει η τσιμία του άττος
Χαβιαράς, Δημοσθένης (1893)Ερμηνεία: Επί ανθρώπων φερεοίκων και δυσπραγούντων εξ' αμελείας -
Δεύτε προσκυνήσωμεν
Χαβιαράς, ΔημοσθένηςΕρμηνεία: Φράσις παραληφθείσα εκ της Εκκλησ. και σημαίνουσα την αφετηρίαν, αρχήν -
Δόξα Πατρί
Χαβιαράς, ΔημοσθένηςΕρμηνεία: Φράση ληφθείσα έκ της εκκλησίας και δηλούσα το επί του μετώπου μέρος, εφ' ό θέτοντες τους δακτύλους διά να κάμωμεν το σημείο, του Σταυρού λέγομεν συνήθως “Δόξα Πατρί κ.τ.λ.” ιδ. φρ. “έδωκέ του μνιά ς' το δλοξα ... -
Έβαλεν τομ μέσ' 'ς τ' αρνί
Χαβιαράς, Δημοσθένης (1910) -
Έβγαλεν τομ μούτσομ Μαρμαριανό
Χαβιαράς, Δημοσθένης (1910)Ερμηνεία: Ουδέν τω έδωκεν, ενώ είχε να λαμβάνη