Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 100-119 από 802
-
Απου ράφτει και ξεπαραλεί κι' απου χαλά και χτίζει, μούδ' η δουλειά του φαίνεται μούδ' όφκερος καθίζει
(1920)Ξεπαραλώ = ξυλώνω ύφασμα τι ή υπόδημα τι εξάγων της κλωστήν της ραφής -
Απού 'καμε 'γούμενος έκαμε και κελλάρης, κ' εκάτεχε ο 'γούμενος ηντά 'καν ο κελλάρης
(1920)Κατέχω και κατέω = Ηξεύρω, γνωρίζω, Κατές = ειξεύρεις Κατέτε = Ειξεύρετε. Κελλάρης = ο άρχων του κελλιού = μικρού δωματίου ενθα εν ταις Μοναίς κατοικούν μοναχοί -
Απού δε θέλει χτύπους 'ς το χαλκιδείο δε πάει
(1920)Χαλκιδείο = κατάστημα ένθα κατεργάζονται τον χχαλκόν και ορείχαλκον, μπρουτζάδικο -
Απού έχει αμπέλια ας βάνη εργάταις
(1920) -
Απού θέλει να πηδήση, πρέπει ομπρός να συντηρήξη
(1920)Συντηρήξη = συντηρώ = βλέπω, κυττάζω, παρατηρώ -
Απού κοπελλομάθει δε γεροντοξεχνά
(1920)Κοπελλομάθει = όστις μάθει να κάμνη, ό,τι ως νεανίας έκαμνε