Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 98-117 από 133
-
Τα βρίσκω μπαστούνια
(1950)Εις ένα είδος χαρτοπαιγνίου τα λεγόμενα μπαστούνια έχουν αριθμητικήν αξίαν κατωτέραν των άλλων χαρτιών και ο κατά τύχην αναλαμβάνων εις ωρισμένην περίπτωσιν αυτού δύο τοιάυτα χάνει. Εντεύθεν η φράσις τα βρίσκω μπαστούνια ... -
Τα βρίσκω σκούρα
(1950)Λέγεται κοινώς τα βλέπω σκούρα τα πράγματα. Όπου το σκούρα σημαίνει μεταφορικώς, όχι ευχάριστα, αλλά ζοφερά, δυσάρεστα. Περαιτέρω δε ελέχθη και τα βρίσκω σκούρα. Συνώνυμον προς το τα βρίσκω μπαστουνια, αναλογικώς προς το ... -
Τα κάνω θάλασσα, τα θαλασσώνω
(1950)Εις πολλα ιδιώματα της Ελληνικής η λέξις θάλασσα λαμβάνεται ως μέτρον δηλβτικόν του πολλού, του αφθόνου.Ούτω εις την Αιτωλίαν, Εύβοιαν, Λέσβον και Πελοπόννησον λέγεται ο δείνα ξέρει τραγούδια θάλασσα αντί σαν τη θάλασσα, ... -
Τα μετρώ, τα ξέρω 'ς τα δάχτυλα
(1950)Ο μετρών επί των δακτύλων δεν κάμνει λάθος αριθμητικόν, όθεν τα μετρώ 'ς τα δάχτυλα=τα μετρώ καλά, άρα και τα ξέρω καλά. Αφού δε το 'ς τα δάχτυλα έγινε συνώνυμον του καλά, ελέχθη και τα ξέρω 'ς τα δάχτυλα, έπειτα δε ... -
Τά κάνουν πλακάκια
(1950)Η φράσις κατά μεταφοράν εκ τών παιφνιοχάρτων επί ανθρώπων ωφελουμένων παρανόμως διά σφετερισμού από κοινής συμφωνίας ξένης παρουσίας -
Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη
(1950)Η φράσις επό πράγματος φαινομένου μεν ωραίου, αλλά φθειρομένου ταχέως, πράγματος δηλαδή, το οποίον το χαίρεται κανείς την Κυριακή και το κλαίει την Δευτέραν. Η χρήσις των ονομάτων Κυριακή και Δευτέρα δεν είναι τυχαία και ... -
Το 'χει δίπορτο
(1950)Δίπορτο σπίτι είναι το έχον δύο θύρας, την κύριαν και ετέραν δευτερεύουσαν πολλάκις αφανή. Επί τουρκοκρατίας ο Χριστιανός ο υφιστάμενος επίθεσιν υπό Τούρκων εις την κυρίαν είσοδον ηδύνατο να διαφύγη διά της οπισθίας, αν ... -
Το βάζω 'ς τα τέσσερα, 'σ τα πόδια
(1950)Από την έκφρασιν “το βάζω τ' άλογο 'ς τα τέσσερα πόδια”=το αναγκάζω να τρέχη τετραποδητί, εν καλπασμώ, εγεννήθη η φράσις “το βάζω 'ς τα τέσσερα”=φεύγω τάχιστα. Συνώνυμοι είναι και αι φράσεις “το βάζω 'ς τα πόδια” και “'ς ... -
Τον αφίνω μάρμαρο
(1950)Ερμηνεία: Η λέξις μάρμαρο σημαίνει μεταφορικώς τον ακίνητον ή άφωνον εκ καταπλήξεως και τρόμου. Όθεν τον αφίνω μάρμαρο αντί σαν μάρμαρο= τον εγκαταλείπω ξαφνικά, ώστε να μείνη εκστατικός -
Τον κάνω Θεό
(1950)Δι' άνθρωπον δύστροπον και άκαμπτον, όστις δεν εισακούει παρακλήσεις, λεγόμεν τον κάνω Θεό = τον παρακαλώ θερμά και ταπεινά, όσον ταπεινά θα ικέτευα αυτόν τον Θεό. Συνώνυμος φράσις του ανάβω καντήλι ή του ανάβω κερί -
Τον παίρνω μονοκόμματο
(1950)Προς πράγμα μονοκόμματο = απλούν, όχι συνηρμοσμένον από δύο ή περισσότερα κομμάτια (πβ. Ξυλο, ύφασμα μονοκόμματο) παρωμοιάσθη ο συνεχής και αδιάκοπος ύπνος, όθεν η φράσις τον παίρνω μονοκόμματο εννοεί τον ύπνο = κοιμάμαι συνεχώς -
Τον πήρε και τον σήκωσε
(1950)Εις την φράσιν εξυπακούεται το διάβολος και ισοδυναμεί προς το θα τον στείλω 'ς το διάβολο. Η χρήσις του αορίστου έχει λόγον ψυχολογικόν. Ο λέγων δια να καταστήση εντονωτέραν την απειλήν παριστά αυτήν ως ήδη πραγματοποιηθείσαν