Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "βάλλω"
Αποτελέσματα 83-102 από 110
-
Όπου δεν έβαλες μην απλώνης!
(1910) -
Σ σό σέριμ μ' ντ έβαλες και τ σόμ πρόσωπό μ ντ άλειφες
(1896)Ερμηνεία: επί του αδίκως αιτούντος τι -
Σαν πέρα δίπλα βάλτι τουν δεν ξέρου τι μη βρίσκει
(1925)Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Υπάρχει συνήθεια τον νεκρόν ιερέα να τον θάπτουν θρονιασμένον δηλ καθήμενον επί θρόνου. Η παπαδιά δεν επιτρέπεται να έλθει εις δεύτερον γάμον τότε. Λοιπόν: ρώτησαν νια βουλιά νια παπαδιά π' ... -
Σήκωσ' τον Αλή και βάλ' τον χούσον
(1906) -
Στα φτά σου νμίζεισ και τού το βάλανε
(1930)Επί ανθρώπων δεικνυόντων αδυναμίαν εις ωρισμένον είδος φαγητού ή ενδύματος -
Στη σκάζα (;) θα σε βάλουν;
(1876) -
Τά βαλε με τα Γριβινά (Φθιώτις)
(1918)Περί ισχυρού (ιδία πολιτικώς). Γρεβενά λ. κουτσοβλαχική σημαίνουσα φρούριον. Ενταύθα πρόκειται περί της γνωστής κωμοπόλεως -
Τάβαλε απίλωτα
(1939)Φοβήθηκε πάρα πολύ. Η παροιμία, λένε, βγήκε από το εξής: Μια φορά κάποιος πήγε να κλέψη άχυρα, αλλά από το φόβο του που άκουσε να 'ρχωνται να τον πιάσουν δεν έσπρωχνε καλά τα άχυρα να βάλη πολλά το σακκί, κι έτσι έκλεψε ... -
Το 'βαλα στην αστράχα ή το είχα στην αστράχα
(1924)Το αντικείμενον περί ου ο λόγος ετέθη εις αχρηστίαν -
Το βάζω 'ς τα τέσσερα, 'σ τα πόδια
(1950)Από την έκφρασιν “το βάζω τ' άλογο 'ς τα τέσσερα πόδια”=το αναγκάζω να τρέχη τετραποδητί, εν καλπασμώ, εγεννήθη η φράσις “το βάζω 'ς τα τέσσερα”=φεύγω τάχιστα. Συνώνυμοι είναι και αι φράσεις “το βάζω 'ς τα πόδια” και “'ς ... -
Το τι βάνω δω, όχι το το τι κάνω τηράω
(1928)Εις τον αποβλέποντα και πράττοντα προς το συμφέρον του έστω και αν αι πράξεις του δεν συμφωνούν προς την ηθικήν