Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Τσίριμπας, Δημήτριος Α."
-
Ελίτσες, μαυρολίτσες, πόδια δέν είχατε καί πόδια κάνατε
Τσίριμπας, Δημήτριος Α. (1918)Όταν τις εν τή μεγάλη πείνη, τρώγη πάν τό προστυχόν καί μάλιστα ακατάλληλον πρός βρώσιν. Αρχή της παροιμίας έχει εκ τούτου. Γυνή τις επιστρέφουσα εκ τών αγρών καί πεινούσα πολύ, ηύρε καθ' οδόν αγριαγλαδίαν εφ' ής είχον ... -
Εύρες το δεν εύρες το βρες το και καβάλλα το
Τσίριμπας, Δημήτριος Α. (1918)Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Εφάγαμε ψωμί κι άλας
Τσίριμπας, Δημήτριος Α. (1918) -
Εφίλησα κατουρημένες και ακατουρητες ποδιές
Τσίριμπας, Δημήτριος Α. (1918)Σημείωση: Παρεκάλεσα εκείνους τους οποίους έπρεπε και όποιους δεν έπρεπε -
Η αλεπού 'χε εργατειά κ' εκείνη, ακριδολόγαγε
Τσίριμπας, Δημήτριος Α. (1918)Σημείωση : Όταν κτηματίας τις χάνει τον καιρό του εν προσέλαβε εργάτας δια την καλλιέργειαν των αγρών του -
Η αλεπού 'χε εργατιά, κι εκείνη ακριδολόγαγε
Τσίριμπας, Δημήτριος Α.Ταύτης γίνεται χρήσις οσάκις κτηματίοντις κοντοτρίβει του χρόνου του, ενώ έχει προσλάβει προς καλλιέργεια των αγρών του εργάτας -
Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά
Τσίριμπας, Δημήτριος Α. (1918) -
Η μαχαιριά γαίνει ο λόγος ο κακός δεν γαίνει
Τσίριμπας, Δημήτριος Α. (1918)Συνοδεύεται από κείμενο .... -
Η μοίρα μου μ' εμοίρανε με το δεξί της χέρι μάϊδε χειμώνα να χαρώ μαϊδε ένα καλοκαίρι
Τσίριμπας, Δημήτριος Α. (1918) -
Η μοίρα μου μ' εμοίρανε με το δεξί της χέρι, μάϊδε χειμώνα να χαρώ, μάϊδε ένα καλοκαίρι
Τσίριμπας, Δημήτριος Α.Δια τούτου δηλούται η πίστης των ημιμηθών προς την μοίρα -
Θα ΄ρθη ο κουμπάρος με το μέλι
Τσίριμπας, Δημήτριος Α. (1918)Σημείωση: Λέγεται όταν υπολείπεται φαγητόν τι κ΄ συνιστώσι να το φυλάξωσι διά την επομένην ότι λόγω της πείνας θα τόχη είναι πλέον ευχάριστον ή γλυκόν -
Θα βρέξης κώλο να φας ψάρια
Τσίριμπας, Δημήτριος Α. (1918)Όταν βλέπουν τινά αθυμούντα και τον προστρέπουσι να αποτελιώση το έργον των -
Θα βρέξης κώλο, να φας ψάρια
Τσίριμπας, Δημήτριος Α.Της παροιμίας τούτης γίνεται χρήσις όταν προτρέπουσι και παρακίνηση εις αποπεράτωσι έργου κατά της εκτέλεσιν του οποίου του βλέπουστι αθυμούνται