Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Βαλαβάνης, Ι."
-
Η κάτα οξείδιν πίνει;
Βαλαβάνης, Ι. (1874) -
Η κάττα με τον πεντικόν κι γίνεται
Βαλαβάνης, Ι. (1886) -
Η κακέσα η νύφε τημ πεθεράν αίτς σ'αποδαύλια καθίζει
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Η κακή νύφη βάζει την πεθερά της να καθήση 'ς τ' αποδαύλια, δηλαδή 'ς το κατώτερο μέρος της εστίας -
Η κακέσα η πεθερά εβγάλ' την νύφ 'ς σο πρόσωπον
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Η κακή πενθερά ασύστολον καθέστησε την νύμφην -
Η κλαίη 'ς σο μυτήν ατ κρατεύ
Βαλαβάνης, Ι. (1877)Ερμηνεία: Επί των συνήθως κλαυόντων δια παραμικράς αιτίας -
Η κοιλία τ εγανώθεν ας σο κρασίν
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Ερμηνεία: Επί των δυσχερώς μανθανόντων εθάδων γίδη -
Η κορώνα πάντα κι φτειάγει (χέζει) το μαύρον το χαβγιάριν
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Ουκ αεί το μέλαν χαυγιάριον η κορώνη ποιεί -
Η κορώνα, ούμπ αν επήγεν μαύρα ωβά ώβασιν
Βαλαβάνης, Ι.Ερμηνεία: Επί των εν παντί και πανταχού οιδενσώμων -
Η μάννα εν αγέννετος και μίαν γεννισκάται
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Ερμηνεία: Παροιμία δηλούσα το προσφιλές της μητρός -
Η μάννα εν γλυκίν κρασίν έμνοσιον παξιμάντιν που πίνει άτο ξα κι μεθά που τρώγει α κι χορτάζει
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Η μήτηρ γλυκή έστιν οίνος, ηδίς διπυρίτης άρτος ο πίνων ο πίνων αυτού ουδόλως μεθύει, ο τρώγων ου κορέννυται