Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Βαλαβάνης, Ι."
-
Εκόμπωσα το μωρόν κ' έστεις άτο 'ς σο νερόν
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Απαιτήσας το νήπιον επί ύδωρ έπεμψα -
Εκόπαν τα σόρα μ. Άγονος εγενόμην.
Βαλαβάνης, Ι. (1919) -
Εκοιμέθεν η πορδή κ' είδεν σέσμαν όνειρον, κοιμηθείσα η πορδή ενυπνιάσθη σκώρ
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Ερμηνεία: Οι ευτελείς ευτελή και καθ' ύπνους ορώσι και υπερφαντάζονται -
Εκούγιξα εκούγιξα τον ουρανόν εθόλωσα
Βαλαβάνης, Ι. -
Εκρέμασε τ' ωτία
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Ερμηνεία: Λεγομένη σκωπτικώς προς αποτυχόντας.Και παρ' Ομήρω κυριολεκτικώς επί κυνός “ου ώτα καββαλεν” Οδ.Ρ302 -
Εκρέμασεν τηγ γούλαν
Βαλαβάνης, Ι.Ερμηνεία: Ίσταται περίλυπος είτε αποτυχών είτε μη δυνάμενος απολαύσαι τινός. -
Εκρέμασεν την γούλαν ατ
Βαλαβάνης, Ι.Ερμηνεία: Ίσταται περίλυπος είτε αποτυχών είτε μη δυνάμενος απολαύσαι των του ερετού. -
Ελίγνυνα κ' εγένουμουν λαμνίν
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Ερμηνεία: Επί των άγαν ισχνών και εξησθενικόντων -
Εμάκρυνεν ο γάϊδιαρον κ' εκόντινεν το σεμάριν ατ
Βαλαβάνης, Ι.Ερμηνεία: Προς παιδία των οποίων τα ενδύματα έχουν γίνη κοντά -
Εμάκρυνεν ο γάΙδΙαρον κ' εκόντυνεν το σαμάριν ατ
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Αυξομένω τω όνω βραχύτερον απέβη το σάγμα -
Εμέν μάννα κ' εγέννησεν, εμέν κύρης κ' εποίκεν εμέν κορώνα ξέρασεν απάν ΄ς το μεσοστράτιν έσειξεν το φτερόλιν άτη κ εμέν εκαταρέθεν να μη χαρής να μη χαρής να μη καλόν ελέπης.Εμέ μήτηρ ούκ έτεκεν, εμέ πατήρ ούκ εγέννωσεν εμέ κορώνη εξήμεσεν από μέσης της οδού. Έσεισαι την αυτής πτέρυγα και κατηρασατό μου “Μη χαίροις, μη χαίροις, μη αγαθόν ιδής”
Βαλαβάνης, Ι. (1874)Ερμηνεία: Επί των αεί δυστυχούντων