Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 218-237 από 404
-
Μη γελάς το γείτονα σ' να μη σε νάρτ' στο κεφάλ' σου
Η τύχη είναι ευμετάβολη κι ό,τι γελάς μπορεί να το πάθεις -
Μη δείχνεις το μέρος που κατουρείς, μην πάει ο άλλος και χέσ'
Για τους ανοήτους ανθρώπους, που αφηγούνται τις ασχημιές τους στους άλλους, ωσάν να τους προσκαλούν να κάμουν κι αυτοί το ίδιο. Αυτοί θα κάμουν το χειρότερο. Όποιος λέγει το μυστικό του και καυχιέται για μια βρωμοδουλιά, ... -
Μη μπαίν'ς σταχούρ' μπροστά πέ τον αφέτ'
Για τους προπετείς και τους αυθάδεις,που βιάζονται και προλαβαίνουν τους ανωτέρους στην ομιλία. -
Μη ξγέσαι κει που σε τρώει
Μη θέλεις πράγματα που δε σενδιαφέρουν προσωπικά και ενοχλήσαι και πειράζεσαι -
Μικρά παιδιά, μικρές πίκρες. Μεγάλα παιδιά, μεγάλες πίκρες
Οι φροντίδες που έχουν οι γονείς, όχι μόνο δεν παύουν, μα και αυξαίνουν με την ηλικία -
Μωρέ συ και στη θάλασσα να πας, νερό δε θα βρης
Για τους αδέξιους, που παντού βρίσκουν δυσκολίες, και γυρίζουν με χέρια αδειανά και μάλιστα, όταν τους στέλνουν να φέρουν κάτι τι, που ευκολώτατα θα το εύρισκαν -
Να μη στάξ' και να μη βρέξ'
Η μεταφορά από τη φροντίδα μη βραχούν τα ρούχα από τη βροχή. Γιά τους καχεκτικούς και τους πολύ ευαίσθητους από την ατμὀσφαιρα και γιά κείνους που έχουν δίαιτα αυστηρή για την αρρώστεια τους και τους μαθημένους με κάθε άνεση -
Να πέσ' η μύτ' ντου μεσ' τη χρήγεια, δε θα σκύψ' να την πάρ'
Ερμηνεία: Για τους περήφανους ανθρώπους και τους ανόητους κι ακατάδεχτους που και πάσχοντας δε χάνουν το περήφανό τους ύφος και την ακαταδεξιά τους -
Να σε αλατίσω να μη βρωμίσ'ς
Σ'εναν που καυχιέται ειρωνικά. Πρέπει να σαλατίζω για να μη βρωμίσεις για τις ανοησίες που λές -
Να σε κάψω Γιάνν', να σε λείψω μύξα
Ερμηνεία: Για κείνους που είναι έτοιμοι, αφού βλάψουν έναν, ύστερα να τον βοηθήσουν -
Να σε παντρέψουμ' Αποστόλ; Σεις ξαίρτε μαστόρ'
Για τους άβουλους και δίχως καμμιά θέληση ανθρώπους, που ό,τι τους πουν το δέχονται δουλικά ακόμα και την παντρειά -
Να σε πη ο παππάς σταφτί
Κατάρα, όταν είναι κανείς ωργισμένος, κι ακούει διαρκώς απάντηση: τί; τί; -
Νούν' σε, νούν' σε κ' έτσ' πιάσ' δουλειά
Μή βιάζεσαι άν πρόκειται να πιάσεις δουλειά. Σκέψου πιό μπροστά. Νουνίζω = συλλογίζομαι, έχω στό νού -
Ντρέπουμ' πε τη γειτονιά
Για κείνον που φοβάται την κακολογιά του κόσμου και δε θέλει να κάνει το κακό, αν και ξαίρει πωε δε θα τιμωρηθή -
Ξαίρ΄ ο Γιάνν΄ς τέχ΄ στον τουρμπά τ΄
Έχνουν γνώση οι φύλακες. Για τους προνοητικούς που προσχεδιάζουν το τι θα κάνουν