Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 1662-1681 από 3657
-
Η σπορά σου σκορπιστή, τζαι τα παιδκιά σου βουναριν
(1940)Σπέρνε εδώ κι' εκεί ώστε να επιτύχης κάπου τα παιδιά σου όμως να είναι όλα μαζί δια να τα επιβλέπης -
Η σσύλλα πναζει, τζ' η πουτάνα εμ πναζει
(1940)Η πρώτη ευρίσκεται εις οργασμόν μόνο κατά τινα του έτους περίοδον -
Η σσύλλα σσυλλούδκια γεννά, εγ γεννά καττούδκια
(1940)Ο κακός και ο δύστροπος τον χαρακτήρα γεννά τέκνα με αυτόν χαρακτήρα -
Η τζοιλιά παραθύρκα εν έσει
(1940)Η πλήρωσις του στομάχου είναι αναπόφευκτος ανάγκη δια πλουσίους και πτωχούς -
Η τρανταφυλλιά κάμνει τραντάφυλλα, κάμνει τζ' αγκάθκια
(1940)Λέγεται δια τους γονείς όσοι, ενώ είναι τίμιοι και καλοί έχουσι τέκνα διαφέροντα αυτών κατά τον χαρακτήρα -
Η τύση μου εγ κάττα μαύρη
(1940)Η μαύρη γάτα εθεωρείτο φέρουσα άλλοτε μεν ευτυχίαν άλλοτε δε δυστυχίαν. Σήμερον επειδή το μαύρον είναι χρώμα πένθους η μαύρη γάτα θεωρείται κακότυχος. Τουναντίον το μαύρο φίδι εις την κατοικίαν μας είναι “ο νοικοτζύρης” ... -
Η φτώχεια του αρκόντου, εν η αρκογιά μου μένα
(1940)Ο πλούσιος όσον και αν ζημιώση είναι ευπορώτερος από τον πτωχόν, και εις ημέρας ευπραγίας τούτου ακόμη -
Η ψεφκιά έχ χαλιτζίν της αλήθκειας
(1940)Όπως διά την ανέγερσιν οικίας χρειάζεται η μεγάλη αλλα και μικρά πέτρα, το “χαλιτζίν”, προς στερεώσιν της έτσι προς αποφυγήν ψυχικού κλονισμού λέγεται η αλήθεια με ψευδή εις περίπτωσιν σοβαράς συμφοράς -
Ή εληά θέλει πελλόγ κλαδευτήν, τζαί φρόνιμον τρυητήν
(1940)Η εληά θέλει καλόν κλάδεμα, προσεκτικόν δέ τρυγητήν διά νά μή φθείρονται τά καρποφόρα κλαδιά -
Ή θέριζε, ή δήννε, ή κουβάληννε
(1940) -
Ήβρεγ κουτάλιν ο πελλός, τζ' εδκιάβηκεν ο φρόνιμος
(1940)Δι' όσους εκμεταλλεύονται τους αγαθούς και μη έχοντας πείραν -
Ήβρεν την ν' άκραν τους
(1940)Την άλλην άκραν,δηλαδή το τέλος.Λέγεται δια τους σπαταλήσαντας περιουσίαν ιδία εκ κληρονομίας. -
Ήβρεν τοβ βορκάμ μπροστά του
(1940)Ναυτική εικών. Ο βορκάς είναι επικίνδυνον δια τους ναυτικούς στοιχείον. Επί ανελπίστως προβαλλούσης δυσκολίας -
Ήβρες τζαι τον ά(γ)ιον ν'αψης το τζερίσ σου
(1940)Λέγεται ειρωνικώς δι' όσους που αποταθέντες προς κάποιον πιστεύουσι ότι εν τω προσώπω του επέτυχον καλόν και πειθήνιον όργανον διά τους σκοπούς των ενώ το αντίθετον συμβαίνει -
Ήβρες φαείφ φάε. Είδες δουλειάφ φύε
(1940)Λέγεται υπό αστειότητος, όταν ευρίσκομέν τινα τρώγοντα ή εργαζόμενον