Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 1597-1616 από 1675
-
Τον άγγελον ατ αντίδωρον κί δί
Ουδέ τώ αγγέλω αυτούθ αντίδωρον δίδωσι. Ερμηνεία: Επί των άγαν φιλαργύρων -
Τον άγιον και τον φτωχόν να τάγης έναν έν.
(1919)Τω αγίω τε και τω πτωχώ τάσσειν (υπισχνείσθαι) ταύτο. Αμφότεροι δυσαπαλάκτως έχουσιν του ταχθέντος. -
Τον άγιον τιναν έχω την δόξαν ατ' εξέρω
(1874)οίδα την δόξαν του αγίου, ον έχω. Ερμηνεία: Λεγομένη επί καλού και επί κακού, ου ταις ιδιότητας γιγνώσκει ολίγων των παροιμιών. Και ο απόστολος Παύλος λέγει “Οίδα ωπειπιστεύκας” -
Τον άεν τάξον και το μωρόν μη τάγς
(1925) -
Τον άρκον έστειλαν κ' σόρος (για ξύλα) κ' εφορτώθεν όλον τ' όρος
(1874)Η άρκτος εις το δάσος πεμφθείσα προς ξυλείαν εφορτώθη όλον το δάσος -
Τον άρκον εδώκαν να εχασουλάεβεν το πετσίν κ' εκράτεσεν α σ' αμεακέα τ'
(1896)Επί των σφετεριζομένων παρακαταθήκην μικράς υπηρεσίας ένεκεν -
Τον άρκον εδώκαν πετσίν να χασουρλαεύη, κι εκράτεσεν άτο οσογ κόπον ατ
(1874)Επί των καταχρωμένων τη ανατεθείση αυτοίς εργασία -
Τον αγά άγκεζο, το σκαμνί έτοιμο ποίσο
(1886)Επί του παρουσταζομένου καθ΄ην στιγμήν περί αυτού γίνεται λόγος. Στη φωνή κι΄ο Λάζαρος -
Τον αέν τάξον και το μωρόν μη τάης
(1931)Του αγίου τάξε και του μωρού μη τάξης. Χαρδ. Και της σφόδρας επιμονής μικρού παιδιού πρός εκπλήρωσιν δοθείσης υπόσχεσις. -
Τον αφίνω μάρμαρο
(1950)Ερμηνεία: Η λέξις μάρμαρο σημαίνει μεταφορικώς τον ακίνητον ή άφωνον εκ καταπλήξεως και τρόμου. Όθεν τον αφίνω μάρμαρο αντί σαν μάρμαρο= τον εγκαταλείπω ξαφνικά, ώστε να μείνη εκστατικός -
Τον βίον ερώτεσαν, πού θά πάς και είπεν σόν βίον
(1877)Ερμηνεία: Επί νέων ευτυχημάτων των πλουσίων -
Τον γάϊδαρον κι κρούει, το παλάν κρούει
(1918)Κ. Μ. 89: Κοινή: δε δέρνει τον γάϊδαρο, δέρνει το σαμάρι -
Τον γυρευόν εποίκαν βασιλέαν και ξαν γυρευός έτον
(1886)Ο επαίτης εις βασιλείαν καταστάς αυθίς επαίτης ην. Επί των δι΄ άγαν φειδωλίας πλουτισάντων, αύθις δεν πενιχρώς λίαν διαιτωμένεν. Ερμηνεία : «Πίθηκος εν πορφύρα», «παρ ότι οι φαύλοι καν καλόυς περιβληθώσι όμως» -
Τον κολυμπετήν 'ςσσην έμπαν απ' κι τερούν άτον, 'ςσην έβγαν ατ' τερούν άτον
(1918)ΚΜ 88: Τον κολυμβητλη δεν τον κοιτάζουν όταν μπαίνη, όταν βγαίνη τον κοιτάζουν. Ότι ο επιχειρών τι πρέπει να κρίνεται όχι εις την αρχήν, αλλά εις το τέλος της επιχειρήσεως -
Τον κοσκινάν εποίκανε βασιλέαν κ' εκείνος ξαν αμόν τ' ελέπει χοντρά ξύλα έλεεν “και ντο καλά κόσκινα ήντανε”
(1896)Ερμηνεία: Το φυσικόν ουπανεται -
Τον κώλον απ' κι τερεί, 'ς σο Χασάν – dαούν 'ς σα ξύλα θέλ να πάη
(1918)Συνοδεύεται από κείμενο...