• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 1-10 of 54

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Παραδόσις του Κυπριακού λαού αρκετά διαδεδομένη είναι οι καλικάντζαροι. Αυτή η παράδοσις λέγει ότι από τα Χριστούγεννα έως τα Φώτα υπάρχουν φαντάσματα, βρυκόλακες, που φανερώνονται συχνά στους αμαρτωλούς. Οι Καλικάντζαροι αυτοί παίρνουν διαδόρους μορφάς. Να μια ιστορία σχετική : Μια γυναίκα, αφού κατευόδωσε τα ξημερώματα τν άνδρα της που επήγαινε στο περιβόλι, επερνούσε από την αυλή της για να πάη στο σπίτι. Ξαφνικά είδε μια όρνιθα και επειδή ενόμισε πως ήτο δική της πήγε να την πιάση. Πετάχτηκε όμως η όρνιθα και πήγε κοντά στο πηγάδι. Άπλωσε ξανά χέρι της η γυναίκα για να την πιάση, αλλά αυτή όλο και κόντευε προς το πηγάδι. Τότε κατάλαβε πως ήταν κακό πνεύμα, σταυροκοπήθηκε, ψιθύρισε μερικές προσευχές και αμέσως το κακό πνεύμα χάθηκε. Για να εξαφανισθούν οι καλικάντζαροι πρέπει να ‘’καλαντίση ‘’ο ιερεύς τα Φώτα με τον αγιασμό. 

Τιγγιρίδου, Γεωργία (1959)
Thumbnail

Ζούσε λέει, κάποτε ένα ρήγας, ο ρήγας του Άη – Γιωρκού, με τ’ όνομα, και η όμορφη κυρά του. Είχαν και μια μικρή σκλάβα, την Μασάρα, που ξεχώριζε ανάμεσα στις άλλες για την ομορφιά και την καλωσύνη της. Ο πύργος του ρήγα ήταν σκαρφαλωμένος πάνω σ΄ ένα άγονο λόφο, που κάτω από τα πόδια του απλωνόταν το βασίλειό του: Η εύφορη πεδιάδα της Σκυλλούρας και το τμήμα της γης που περιέχεται μεταξύ του χειμάρου Σερράχη και των χαμηλών άγονων λόφων. Η ρήγαινα γέννησε παιδιά. Και ζούσαν όλοι τους ευτυχισμένοι. Ο ρήγας και η κυρά του κι η αγαπημένη τους σκλάβα, η Μασάρα. Τα χρόνια περνούσαν, τα κεφάλια των βασιλιάδων χιόνισαν, τα παιδιά μεγάλωσαν. Κάποτε ο βασιλιάς πέθανε. Ο μεγάλος γυιός πήρε το θρόνο. Τα κορίτσια παντρεύτηκαν και πήγαν στα σπίτια των γαμπρών. Τα αγόρια πήγαν αλλού να βρουν την τύχη τους. Ο νέος ρήγας παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, δεν υπήρχε πια θέση για την γριά ρήγαινα. Πήρε λοιπόν τα χρυσαφικά της τις σκλάβες της και την πιστή Μασάρα και κατέβηκαν κάτω στον κάμπο. Σε μια κοιλάδα έκτισε η κυρά το νέον της αρχοντικό. Από ευγνωμοσύνη έδωσαν στην σκλάβα Μασάρα την ελευθερία της και χρυσάφι να κτίση τον πύργο της όπου θέλει μέσα στο βασίλειο. Κι έκτισε η Μασάρα τον πύργο της ένα μόλις μίλι μακρυά από το αρχοντικό της κυράς της. Πέθανε η κυρά, πέθανε η Μασάρα. Οι δούλοι σκόρπισαν, οι πύργοι τους εγκαταλείφθηκαν στο έλεος της βροχής και του ανέμου. Ύστερα ήλθαν κακά χρόνια. Πειρατές έβγαιναν στην στεριά και σφάζαν, ατίμαζαν, λεηλατούσαν. Οι κάτοικοι της παραλίας φύγαν. Βρήκαν καταφύγιο κοντά στους πύργους τους μισοερειπωμένους. Ύστερα ήλθαν καλά χρόνια. Μια οι άνθρωποι δεν έφυγαν από τους πύργους. Είχαν αγαπήσει πια τον τόπο. Έκτισαν εκεί γύρω από τους πύργους τα φτωχικά τους κι έμειναν για πάντα. Οι πύργοι σιγά – σιγά γκρεμίστηκαν, ερειπώθηκαν, έγιναν σκόνη. Μα το όνομα έζησε. Ο συνοικισμός που χτίστηκε γύρω από τον πύργο της κυράς λέγεται μέχρι σήμερα Κυρά και ο άλλος Μάσαρη. 

Παπασωζόμενου, Ι. Γ. (1955)
Thumbnail

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, κατά τας οποίας το στοιχειό (ζώθκιον) είναι ''ταξιθκιάρικον'' δεηλ. Δεν μένει πάντα μέσα στο σπίτι, αλλά γυρίζει και εις άλλα μέρη. Όταν επιστρέφει στο σπίτι μόλις μπή ''αχτυπά'' τον ελαφροστοίχειωτον που θα βρή μπροστά του και αυτός αρρωσταίνει. Έτσι εξηγούνται μερικές περιοδικές ή μακροχρόνιες αρρώστειες. Όταν το στοιχειό είναι μόνιμον, είναι ακίνδυνον. Όταν κτισθή καινούργιο σπίτι, το κάνουν αγιασμό και το ραντίζουν για να διώξουν το κακό στοιχειό, που τυχόν κατοικούσε εκεί και του οποίου πήραν τον τόπον και έκαμαν κατοικία. [Μεσαορία= Κύπρος]. 

Χαραλάμπους, Κωνσταντίνος (1956)
Thumbnail

Μεταξύ των χωριών Σαράντι και Λαγουδέρα εν μέσω καταφύτου περιοχής είναι κτισμένη μια εκκλησία, ρυθμού βασιλικής, η οποία εκτίσθη τα τέλη του 12ου αιώνος. Σχετικώς με το κτίσιμο της εκκλησίας αυτής υπάρχει και η εξής παράδοσης. Μιαν ημέραν ένας βοσκός, ενώ εκάθητο πάνω εις ένα βράχο και έπαιζε την φλογέρα του, έιδε ένα γεράκι να τριγυρνά επίμονα πάνω από μερικούς πυκνούς θάμνους. Στην αρχή ο βοσκός δεν υποπτεύθη τίποτε. Ύστερα όμως από αρκετή ώρα είδε το γεράκι να γυρίζει συνεχώς πάνω από τους θάμνους και ηθέλησε να δεί τι συμβαίνει. Όταν επλησίασε αρκετά, εκοίταξε μέσα στους θάμνους και διέκρινε κάτι σαν τοίχο. Εκοίταξε και είδε ένα εικόνισμα της Παναγίας. Τότε ο βοσκός εκοίταξε τους γύρω τόπους και όταν βρήκε το πλέον κατάλληλο έκτισε ναόν και έβαλε μέσα το εικόνισμα της Παναγίας. Η Παναγία αυτή ωνομάσθη από τους χβρικούς των γύρω χωριών “Παναγιά του Άρακα” από το γεράκι, το οποίον είδε ο βοσκός να γυρίζη πάνω από τους θάμνους. Το εικόνισμα αυτό της Παναγίας είναι και θαυματουργό. Όταν κάποτε έπεσε πολύ βροχή και χαλάζι μεγάλο όπως το πορτοκάλι. Οι χωρικοί παρακάλεσαν την Παναγία να σταματήση το χαλάζι και να της πάνε ένα αντικείμενο ασημένιο όμοια στο σχήμα και στο μέγεθος με το χαλάζι πού πεφτε. Ύστερα από λίγο το χαλάζι και η βροχή σταμάτησαν, οι δε χωρικοί ετήρησαν την υποσχεσίν των. Επί τουρκοκρατίας όμως ένας καδής, ενώ επερνούσε μια μέρα από κοντά στην εκκλησία, μπήκε μέσα, επήρε το “χαλάζι” και εσυνέχισε το δρόμο του. Δεν επροχώρησε πολύ και ήρχισε τόσον η δυνατή βροχή και το χαλάζι, ώστε ο καδής σκοτώθηκε. Την άλλην ημέρα οι χωρικοί βρήκαν το πτώμα του καδή και το έθαψαν, το μέρος δε όπου έθαψαν τον καδήν οι χωρικοί ωνομάσθη υπ' αυτών “¨Καδής”. Όταν έθαψαν τον καδήν οι χωρικοί, επήραν το “χαλάζι” και το έβαλαν στη θέσιν, όπου ήτο πρίν το πάρη ο καδής. Ευρίσκεται εκεί δε μέχρι σήμερον. Λένε μάλιστα όταν βρέχει ή πέφτη χαλάζι πολύ και είναι βλαβερό, τότε οι χωρικοί παίρνουν το “χαλάζι” από την εκκλησίαν και κάνουν “λιτή” και τότε το χαλάζι και η βροχή σταματούν. 

Πρωτόπαπας, Σ. Κ. (1955)
Thumbnail

Η “Μολυβοσιέπαστη” ήταν μια εκκλησία, κατά την παράδοση, καμωμένη ολότελα από μολύβι, που βρισκόταν σ' ένα χωριό που τόλεγαν Τρουλλινός, στα ανατολικά του σημερινού Καλοπαναγιώτη. Αυτή μαζί μ' όλο το χωριό λέγεται, ότι καταστράφηκε απ' τους Τούρκους. Γύρω απ' την καταστροφή αυτή υπάρχει μια παράδοση, που θα την παραθέσουμε όπως μας την έχει διηγηθή ένας τυφλός γέροντας απ' τον Καλοπαναγιώτη, ο Λουκάς Αντωνίου. Σήμερα η τοποθεσία αυτή διατηρεί το ίδιο όνομα και χρησιμεύει ως καλλιεργήσιμη γή για τους κατοίκους του Καλοπαναγιώτη. Η παράδοση έχει ως εξής : Όταν οι Τούρκοι ήθελαν να κατακτήσουν τον Τρουλλινόν επειδή ορεινό το μέρος και δεν μπορούσαν, χρησιμοποίησαν ένα τρόπο παραπλανητικό. Έβαλαν ένα κι εφώναξε οτι δήθεν οι Τούρκοι θέλουν να συμφωνήσουν με τους χριστιανούς και να μαζευτούν χωρίς να φοβούνται, για να τους διαβάσουν ένα “φιρμάνι” πούφεραν απ' τον “πασιάν” και να πιστέψουν οτι πράγματι δεν θα τους ενοχλούσαν, αλλ' απλώς οτι θα επλήρωναν ένα μικρό φόρο. Οι Χριστιανοί πίστεψαν σ' αυτό κι άρχισαν να μαζεύονται στο μέρος που τους ώρισαν. Αλλ' οι Τούρκοι αντί για συμφωνίες έπαιρναν έναν έναν, τον έσφαζαν και τον παραμέριζαν. Με τον τρόπο αυτόν έσφαξαν όλους τους άνδρες του χωριού, που ήσαν περίπου ενιακόσιοι. Μετά απ' τη σφαγή των ανδρών ώρμησαν στα σπίτια του χωριού κι έσφαξαν όλα τα γυναικόπαιδα που βρήκαν. Στην εξόρμηση τους όμως αυτή την πρόστυχη δεν βρήκαν λεύτερες κοπέλλες, για να ατιμάσουν και να σφάξουν, γιατί είχαν όλες κλειστή στην “Μολυβοσιέπαστη”. Αφού λοιπόν γύρισαν λεηλατώντας όλο το χωριό και δεν τις βρήκαν, πήγαν τότε έχοντας μαζί τους κι έναν βιολάρη Χριστιανό και κάθισαν έξω απ' εκείνη την εκκλησία που τόσο περίεργα ήταν κτισμένη, που την θεωρούσαν σαν ένα μολυβαίνιο κάστρο χωρίς είσοδο, γιατί έτσι όπως ήταν κτισμένη και πόρτες και παράθυρα με μολύβι, δεν ξεχώριζε κανείς την είσοδο. Μέσα στη “Μολυβοσιέπαστη”, όπως είπαμε βρίσκονταν οι λέφτερες κοπέλλες. Μαζί όμως μ' αυτές ήταν και μια νιόπαντρη κοπέλλα που κρατούσε στην αγκαλιά της το μικρό της παιδάκι. Το παιδάκι όμως ... που να μην τόχαν ... σε μια στιγμή έκλαψε κι ακούστηκεν έξω. Ο βιολάρης τότε πούξερε τι τις περίμενε, αν το μάθεναν οι Τούρκοι, θέλοντας να τις σώση, άρχισε να παίξη με το βιολί του ένα τραγούδι πούλεγε : “Πνίξε μάνα το παιδί για να γλυτώσης τη ζωή...” Η μάνα τότε παραγνωρίζοντας, μπροστά στη σωτηρία ιδίως των συντροφισσών της, τη μητρική της στοργή, έβαλε ένα μαξιλάρι πάνω στην κεφαλή του παιδιού, κάθισε πάνω του και το παιδί κατά την παράδοση πέθανε. Οι Τούρκοι που κατάλαβαν το τραγούδι, έπιασαν τον βιολάρην και μετά από πολλα βάσανα βάλανε την κεφαλή του μέσα στα κτένια της καρέκλας και τον σκότωσαν στο ξύλο. Έφεραν ύστερα ξύλα κι έβαλαν φωτιά στην εκκλησία. Το μολύβι τότε έλυωσε κι έπεσε “Μολυβοσιέπαστη” και πλάκωσε όλες χωρίς καμμιά να μπορέση να σωθή. Αυτό το τραγικό τέλος είχαν όλες οι λεύτερες κοπέλλες του Τρουλλινού. Λέγουν ακόμη πως απ' τις σφαγές πούκαμαν οι Τούρκοι έτρεξε τόσο αίμα, που σαν ποταμός παράσυρε ένα δαμαλάκι δυό χρόνων, και οτι μια συκιά που ποτίστηκε με αίμα εκείνο, σώζεται μέχρι σήμερα με κόκκινα σύκα και κόκκινο γάλα. Από την μεγάλη αυτή καταστροφή λέγουν οτι σώθηκε ένα παιδάκι δώδεκα χρόνων που κρύφτηκε μέσα στην καπνοδόχο ένος σπιτιού και που ύστερα και κατοίκησε στην Κατωκοπιά. 

Πογιατζής, Σ. Σ. (1954)
Thumbnail

Τρία μίλια μακρυά από το χωριό «Αγιούς» της Βαβατσινιάς της επαρχίας Λάρνακος(1) υπάρχει μια τοποθεσία που λέγεται Λαξιά του Μαύρου. Να πως πήρε την ονομασία η τοποθεσία αυτή. Τον καιρό της Τουρκοκρατίας κόποια γυναίκα περίπου 25 ετών με ίσιο λυγερό κορμί ξεκίνησε να πάη στο περιβόλι της να το ποτίση. Ενώ πότιζε, κάποιος μαυροπρόσωπος Τούρκος την πλησίασε και ενοχλώντας την δεν την άφηνε να ποτίση. Αφού συζήτησαν αρκετά, η γυναίκα κατάλαβε πως μόνον με τον καλό τρόπο θα μπορούσε να γλυτώση από τον Τούρκο. Τότε του είπε. «Έλα να πάμε στο χωριό μου να σε περιποιηθώ στο σπίτι μου». Ο Τούρκος δέχτηκε και ξεκίνισαν για το χωριό. Αφού περπάτησαν αρκετά, αντίκρυσαν μπροστά τους στην κατηφοριά του βουνού ένα μικρό καταρράκτη. Τι ωραίος που είναι ο καταράκτης αυτός, λέει στη γυναίκα ο Τούρκος και στεκόταν προσηλωμένος σ’ αυτόν. Τη στιγμή αυτή η γυναίκα ύψωσε το κοφτερό της φτιάρι που κρατούσε στα χέρια και μ’ ένα δυνατό κτύπημα στο κεφάλι σκότωσε τον Τούρκο. Από τότε ονομάζουν την τοποθεσία αυτή «Λαξιά του Μαύρου» από τον μαύρο Τούρκο και από το μέρος που είναι βαθούλωμα σ΄ αυτή την τοποθεσία. 

Δημητριάδης, Λ. (1955)
Thumbnail

Τα ζώδια και οι καλικάντσαροι, που έχουν ελεύθερη έξοδο κατά τα Δωδεκάμερα, φεύγουν την παραμονή των Θεοφανείων (Κάλαντα) μόλις ακούσουν το ''Εν Ιορδάνη''. 

Χριστοδουλίδης, Ν. Δ (1951)
Thumbnail

Οχτώ περίπου εγγλέζικα μίλια στα βόρεια της Λευκωσίας, σκαρφαλωμένο στες πλαγιές του Πενταδακτύλου ευρίσκετο πριν από πολλά χρόνια κάποιο μικρό χωριό. Σ’ αυτό το χωριό κατοικούσε κι ένας γέρος με την γρηά του. Ένα βράδυ έπεσε όπως πάντα στο κρεββάτι του, αλλά το πρωΐ δεν ξανασηκώθηκε. Δεν άφηνε πίσω του κανένα άλλον εκτός από την γρηά του. Και αυτή τον έκλαψε δυο μερόνυχτα. Μερικές γειτόνισσες έμειναν κοντά της για να την παρηγορήσουν και να την βοηθήσουν. Μα την τρίτην μέρα γύρισαν κι αυτές στα σπίτια τους αφήνοντας την μόνη. Σιγύρισε λοιπόν το φτωχικό της, έπλυνε μαγείρεψε κάτι για να φάη, τάϊσε τις κότες της, πήγε τις δυο γίδες της σ’ ένα γειτονικό λειβάδι να βοσκήσουν κι έπειτα πέρασε από την πλατεία για να πη στον μπακάλη του χωριού να της βρη δυο εργάτες για να σπείρουν το χωραφάκι της. Όταν γύρισε στο σπίτι της, έφαγε κάτι ανόρεχτα κι έπειτα σκέφτηκε ν’ ανοίξη το μεγάλο ερμάρι για να δη τι λεφτά της είχε αφήσει ο μακαρίτης και να κάμη τους λογαριασμούς της. Ήξερε, βέβαια πόσο ήταν πάνω – κάτω το μικρό κομπόδεμά τους. Μα ήθελε να είναι πιο σίγουρη. Αλλά τότε πρόσεξε πως έλειπε το κλειδί. Η γρηά του κάκου έψαξε σ’ όλο το σπίτι. Δεν κατάφερε να το βρη πουθενά. Πως θάκανε τώρα για ν’ ανοίξη το ερμάρι; Στο μικρό εκείνο χωριό δεν υπήρχε κανείς κλειδαράς. Κι έπρεπε να φωνάξη ένα γείτονά της. Έλα, Χριστέ και Παναγιά! Θα της ζήταγε ένα σωρό λεφτά. Αν πάλι έσπαζε το ερμάρι δεν θα είχαν κατόπιν που να κρύψει τα λεφτουδάκια της. Σιγά – σιγά νύχτωσε κι η γρηά κατάκοπη όπως ήταν έπεσε να κοιμηθή. Και τότε να τι έγινε. Σε μια στιγμή η γριά ξύπνησε ξαφνικά ακούγοντας χτυπήματα στην πόρτα της. – Ποιος χτυπάει; Ρώτησε. – Εγώ είμαι ο άντρας σου! Η γρηά σταυροκοπήθηκε. Δεν μπορεί να είσαι ο άνδρας μου διότι από τρεις μέρες βρίσκεται στο χώμα. – Αυτό είναι σωστό, απάντησε η φωνή. Αλλ’ ήρθα για να σε παρηγορήσω και να σου πω ναρθής να με βρης γρήγορα. – Αν είσαι συ, είπε η γρηά, πρέπει να μάθης κάτι: Βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια, γιατί έχασα το κλειδί του ερμαριού, όπου έχουμε τα λεφτά μας. – Μη στεναχωριέσαι γυναίκα, θα βρεθή το κλειδί, απάντησε η φωνή. Αύριο θα ξανάρθω και θα σου πω γι’ αυτό. Όταν η γρηά ξύπνησε το πρωΐ, δεν ήξερε αν είχε ιδή όνειρο ή αν είχε μιλήσει πραγματικά με τον άντρα της. Ρίχτηκε ωστόσο στις δουλειές κι η ημέρα της κύλησε ήρεμα. Το μυαλό της πήγαινε ολοένα στον άντρα της και τα λόγια που της είχε πει. Το βράδυ ξανάπεσε να κοιμηθή. Κι όπως και την προηγούμενη νύχτα άκουσε και πάλι να χτυπούν στην πόρτα της. – Άνοιξε γυναίκα, εγώ είμαι, είπε η ίδια φωνή. Τρέμοντας από τον φόβο της η γρηά κατέβηκε από το κρεββάτι της κι άνοιξε την πόρτα της. Αλλά δεν μπήκε κανείς. Σε λίγο, άκουσε, ωστόσο, μια φωνή που της έλεγε από πολύ κοντά: - Τώφερα το κλειδί. Το είχα βάλει μέσα στο κυριακάτικο παντελόνι μου που μου φόρεσες όταν πέθανα. Αλλά δεν μπορώ να σου τ΄αφήσω, γιατί είμαι ένας πεθαμένος. Κι οι πεθαμένοι δεν έχουν το δικαίωμα να γυρίζουν πίσω τίποτε από ό,τι τους έβαλαν στον τάφο τους. – Ά, άντρα μου, είπε η γρηά, κι εγώ η δυστυχισμένη τι θα γίνω; Πως θα τους πληρώσω; - Δεν μπορώ να σου τ΄αφήσω , ξαναείπε η φωνή. Αλλά θα κάμω κάτι άλλο. Δόσε μου το χέρι σου. Θ’ αφήσω πάνω το αποτύπωμα του και θα πας σ’ ένα κλειδαρά να σου φτιάξει άλλο. Η γρηά άπλωσε το χέρι της κι ένοιωσε τότε ένα πόνο τόσο δυνατό που λιποθύμησε. Ήταν σαν να την έκαιγαν με καφτό σίδερο. Την άλλη μέρα είδε πάνω στην αριστερή παλάμη της ένα αποτύπωμα κλειδιού. Το δέρμα της ήταν κατακκόκινο σαν να το είχε κάψει στη φωτιά. Δεν είπε, ωστόσο, τίποτα σε κανένα κι αφού τακτοποίησε το σπίτι της, έφυγε για την Λευκωσία. Εκεί πήγε σ’ ένα κλειδαρά και τούδειξε το χέρι της. – Μπορείς να μου κάμης ένα κλειδί σαν αυτό; του είπε. Ο κλειδαράς της ετοίμασε το κλειδί, και αυτή το επέστρεψε πίσω στο χωριό της, όταν νύχτωσε. Κλείστηκε στο σπίτι της κι έβαλε το λειδί στην κλειδαριά. Αλλά ένοιωσε τόση συγκίνηση, καθώς το άκουσε να γυρίζη μέσα σ’ αυτήν, που έβγαλε μια άγρια κραυγή και σωριάστηκε λιπόθυμη. Την άλλη μέρα μερικές γειτόνισσες τη βρήκαν νεκρή. Την έβαλαν τότε σ’ ένα φέρετρο και το άλλο πρωΐ την συνώδευσαν ως την τελευταία της κατοικία. Αλλ’ όταν έφτασαν στην γωνιά του νεκροταφείου, όπου είχαν θάψει πριν από λίγες μέρες τον άντρα της, είδαν πως το χώμα που σκέπαζε τον τάφο του ήταν αανσκαλεμένο σε μεγάλο βάθος. Άντρες και γυναίκες σταυροκοπήθηκαν κι ο άρχοντας του χωριού πρόσταξε ν’ ανοίξουν το φέρετρο του γέρου. Όλοι είδαν τότε πως κρατούσε στα χέρια του ένα μεγάλο κλειδί μαυρισμένο στην άκρη και πιτσιλισμένο με σταγόνες αίμα….. 

Δημητριάδης, Λ. (1955)
Thumbnail

Στα βόρεια των Λευκάρων(1), μέσα στις πευκόφυτες βουνοκορφές υπάρχει ένα βουνό που έχει σχήμα κολούρου κώνου. Το βουνό αυτό ονομάζεται «κάστρο της Ρήγαινας». Λέγεται ότι πριν πολλά χρόνια μια όμορφη Ρήγαινα έκτισεν ένα κάστρο στην κορυφή αυτού του βουνού, που οι πλαγές του είναι απρόσιτες. Όταν έκτιζαν το κάστρο έφερναν νερό από μια κοιλάδα, μάλλον οροπέδιον, όπου ήταν μια βρύση που και τώρα υπάρχει. Οι άνθρωποι της Ρήγαινας μετέφεραν το νερό με υπόγεια υδραγωγεία. Η Ρήγαινα ζούσε ευτυχισμένη. Τα προϊόντα που παρήγαγεν η κοιλάδα, που ήταν πιο κάτω από το κάστρο, τα πήγαιναν στις αποθήκες του κάστρου. Έτσι δεν φοβόντουσαν από κανένα αποκλεισμό. Είχαν και νερό και τρόφιμα. Ένας ισχυρός βασιλιάς θέλησε να παντρευθή την όμορφη Ρήγαινα. Έστειλε «προξενιά» αλλά η Ρήγαινα δεν τα εδέχθη. Τότε ντροπιασμένος σκέφθηκε να ταπεινώση την περίφανη Ρήγαινα. Περικύκλωσε το κωνικό και απρόσιτο βουνό, όπου ήταν κτισμένο το κάστρο. Πολλές επιθέσεις του πήγαν χαμένες. Ότι δεν κατώρθωσαν τα όπλα, σκέφτηκε, θα το κατορθώση η πείνα και η δίψα. Αλλά όσο περίμενε τόσο απελπιζόταν. Σκέφτηκε ότι από κάπου θα επήγαινε νερό στο κάστρο, αλλά ήταν δύσκολο να ανακαλύψη, Κάλεσε τους συμβούλους του και σκέφτηκαν να αφήσουν ένα πολύ διψασμένο άλογο ελεύθερο. Το άλογο όταν διψά αντιλαμβάνεται από πού περνά νερό. Έτσι και έγινε. Εκεί όπου το άλογο άρχισε να «σκαλίζη», εκεί έσκαψαν. Οι υπόγειοι σωλήνες ανεκαλύφθησαν και το νερό δεν πήγαινε πια στο κάστρο, ώστε οι υπερασπιστές του κινδύνευαν να πεθάνουν της δίψας. Έστειλαν πρέσβεις δια να παραδοθούν. Όταν εισήρχετο όμως ο νικητής βασιλιάς στο κάστρο, μετάνοιωσαν και θέλησαν να αντιτάξουν μια απεγνωσμένη άμυνα. Τίποτε όμως δεν κατώρθωσαν και παρεδόθησαν. Όταν έμπαινε ο βασιλιάς στο παλάτι της Ρήγαινας, αυτή επήδησεν με το άλογο της έξω από το παλάτι και εξηφανίσθη. Η βρύση από την οποίαν έπερναν νερό στο κάστρο υπάρχει. Υπάρχει επίσης και η δεξαμενή, που κατέληγον οι σωλήνες του υδραγωγείου. [Λευκάρων= Κύπρος] 

Χριστοδούλου, Βασίλειος (1953)
Thumbnail

Στην Κοντέα υπάρχει ένα εξωκκλήσι χαλασμένο, του Αγίου Μάμαντος. Λένε ότι κάτω από το ιερό έχει ένα χαρτζί γεμάτο λίρες χρυσές, αλλά το φυλάει ένας μαύρος με τη μαγγούρα. Κάποτε ήλθε ο Άγ. Μάμας στον ύπνο ενός και του είπε να πάη τα μεσάνυκτα μόνος του νηα σκάφη και θα βρή τις λίρες, με τις οποίες να κτίση την χαλασμένη εκκλησιά. Μάλιστα του έδειχνε ο άγιος με το ραβδί του που να σκάψη. Αλλ΄εκείνος φοβήθηκε και δεν επήγε. Λένε ακόμη, ότι, εάν βρεθούν οι θησαυροί του Αγ. Μάμαντος όλη η Κύπρος θα τρώη με χρυσά κουτάλια 

Νικολάου, Χρήστος (1953)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 6
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (54)
CollectorΠεδιού, Α. Α. (3)Χαραλάμπους, Κωνσταντίνος (3)Χριστοδουλίδης, Ν. Δ (3)Γεωργίου, Ανδρέας (2)Δημητριάδης, Λ. (2)Ερωτόκριτος, Α. (2)Κυβερνήτου, Χρυστάλλας Μ. (2)Παπαγεωργίου, Σπ. (2)Πρωτόπαπας, Σ. Κ. (2)Τιγγιρίδου, Γεωργία (2)... View MorePlace recorded
Κύπρος (54)
Time recorded1959 (6)1958 (1)1957 (8)1956 (4)1955 (15)1954 (9)1953 (6)1951 (5)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.