Αναζήτηση
Αποτελέσματα 31-40 από 82
Αδκειασερός παπάς θάβγκει τζαι τους ζωντανούς
(1930)
Ερμηνεία: Λέγεται επί εκείνων, οι οποίοι είναι άεργοι, καταγινόμενοι και ασχολούμενοι εις ανόητα, άχρηστα και περιττά πράγματα...
Άρ(γ)κα πωρνή, καλή μέρα
(1920)
Σημείωση: Άργκος = άγριος...
Ερμηνεία: Λέγεται όταν, κατόπιν βροχεράς και τρικυμιώδους πρωΐας, ακολουθή ευήλιος ημέρα και εύδιος καιρός...
Ερμηνεία: Λέγεται όταν, κατόπιν βροχεράς και τρικυμιώδους πρωΐας, ακολουθή ευήλιος ημέρα και εύδιος καιρός...
Η γλώσσα του εβ βεριάϊν
οποίας εκρέει το σιτάρι και πίπτει εις την οπήν του μύλου, δια να αλεσθή, χρησιμεύει όπως κανονίζει την ροήν του σιταριού. Ο κτύπος του είναι κανονικός, τακτικός και διαρκής, δι ο η λέξις κατήντυσε να χαρακτηρίζη την ευγλωτίαν των ρητόρων και των μικρών...
Εζέξαν τον εις τηγ κάρνταν
(1930)
Kάρντα=σχοινί, δι' ου δένεται ο άγριος βους εκ των κεράτων, όταν ζευχθή εις το άροτρον, διά να τον τραβούν προς τα οπίσω και τον αναχαιτίζουν, οσάκις ζητήση να τρέξη ή να κάμη κάτι...
οποία ανέλαβα να κάμω) και εγκαταλείπω ομοφωνίαν, συμφωνίαν κλπ. “πρώτα εσυμφωνήσαμεν, αμμά ύστερα εξικάρντισεν”. Το “ξικαρντίζω” λέγεται και “ξικοργκιάζω”, το οποίον άνευ της προθέσεως, απλούν λέγεται “καργκιάρω=ευγνύομαι εις την κόρδαν”=κόπος, εργασία...
οποία ανέλαβα να κάμω) και εγκαταλείπω ομοφωνίαν, συμφωνίαν κλπ. “πρώτα εσυμφωνήσαμεν, αμμά ύστερα εξικάρντισεν”. Το “ξικαρντίζω” λέγεται και “ξικοργκιάζω”, το οποίον άνευ της προθέσεως, απλούν λέγεται “καργκιάρω=ευγνύομαι εις την κόρδαν”=κόπος, εργασία...
Απού τον αγάπουν τογ καλόμ μου τζ' είχα τομ πολλά στην έννοιαν, πέντε γρόνους τον εφίλουν τζ' 'εν τον είδ' αν έσει γένεια
(1920)
Ερμηνεία: Επί των αδιαφορούντων δια τους στενούς συγγενείς και στενούς φίλους και επί των δεικνυόντων άγνοιαν δια τα αφορώντα τους συγγενείς και φίλους των...
Ηύρες το χωρκόδ δίχως ςςhύλλοj jσαι παρπατείς δίχως βέργκαν
(1930)
Ερμηνεία: Επί των αυθαιρέτων, οι οποίοι κάμνουν ό,τι θέλουν, διότι δεν υπάρχουν ισχυρότεροι να τους επιβληθούν και να τους αναχαιτήσουν...
Βέργκα (η) = ράβδος, μπαστουνι...
Βέργκα (η) = ράβδος, μπαστουνι...
Ο φυννιατός τα ποκαθαρίζει
Ερμηνεία : Μετά τον θάνατον εκάστου γίνεται γνωστή η περιουσία του και τα χρέη του...
Φυννιατός = θυμιατός...
Φυννιατός = θυμιατός...
Μεν το κοργκιάρης πολλά τζαι κόβκεται
Σημείωση: Κοργκιάρω = τεντώνω, εντείνω (εκ του κόρτα, το οποίο σημαίνει μεταξύ πολλών άλλων και σχοινί)...
Όποιος εμ πονεί, νεκρόν εφ φιτά
Ερμηνεία: Επί των ευσταφερομένων ουκ λυπουμένων δι ατα δυστυχήματα και συμφοράς των άλλων...
Έλυσα τζ' έσταζα
Ερμηνεία: Ως το κερί τήκεται και στάζει...
Λέγεται τούτο όταν τη λυπηθή υπερβαλλόντος δια συμφοράν φίλου ή συγγενούς του...
Λέγεται τούτο όταν τη λυπηθή υπερβαλλόντος δια συμφοράν φίλου ή συγγενούς του...