Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-20 από 111
Όπου 'η κουτάλι χάσκει τσ' όπου 'η χυλό λυμάσσει
(1934)
Περί των σφόδρα λαιμάργων και μετά αναιδείας καταβροχθιζόντων και τα ευτελέστερα εδέσματα (χυλός)...
Απου πορπατεί, σκιάς ακάθθα θα του μπη
(1934)
Ο δραστήριος και ενεργητικός θα κερδίση πάντοτε κάτι έστω και μικρόν...
Η νύχτα δράκοντα 'εννα τσαί λιόντα καταστένει
(1934)
Ερμηνεία: Επί των ταχέως και μυστηριωδώς (μέσα εις μίαν νύχτα) αναλαμβανόντων δύναμιν και επιβολήν...
Μιάλα καράβια, μιάλα τσίντυνα
(1934)
Αναλόγως της υψηλής κοινωνικής θέσεώς του έχει τις και τας βαρείας υποχρεώσεις και ενοχλήσεις...
Τσίντυνα = κίνδυνα, κίνδυνος (το γένος οφωμοιώθη προς το : καράβια)...
Τσίντυνα = κίνδυνα, κίνδυνος (το γένος οφωμοιώθη προς το : καράβια)...
Ένας παλλαρός ρίχτει μια πέτρα στο γιαλό τσ' εκατό γνωστιτσοί 'εν ημπορού να την εβγάλου
(1934)
Παλλαρός = άφρων και ον, παλλαράγρα...
Ερμηνεία: Το κακόν ευκόλως γίνεται και δυσκόλως διορθώνεται...
Ερμηνεία: Το κακόν ευκόλως γίνεται και δυσκόλως διορθώνεται...
Μήε σου Παπά κουτσιά, μη΄έγιω δρααρικά
(1934)
Ερμηνεία: Επί κοινής ζημίας λόγω ασυμφωνίας...
Εις την παροιμίαν υπόκειται λησμονηθέν ανέκδοτον δραγάτη και παπά αλωνίζοντος κουκκιά και δυστροπούντος να πληρώση το δραγατικόν εις τον αγροφίλακα...
Εις την παροιμίαν υπόκειται λησμονηθέν ανέκδοτον δραγάτη και παπά αλωνίζοντος κουκκιά και δυστροπούντος να πληρώση το δραγατικόν εις τον αγροφίλακα...
Ξέρει τσ΄ ο χωριάτης τίαν είτ΄ το μηλοτσύωνο
(1934)
Ερμηνεία: Επί της αγροικίας των απολιτίστων και αμορφώτων ανθρώπων...
Μηλοτσύωνο = μηλοκύδωνο, δηλαδή, μήλον και κυδώνιον (χωριστά)...
Μηλοτσύωνο = μηλοκύδωνο, δηλαδή, μήλον και κυδώνιον (χωριστά)...
Για το παραθύρι 'έ κλειώνομε τηπ πόρτα
(1932)
Ερμηνεία: Πρέπει τις να θυσιάζη τα μικρά απέναντι των μεγάλων και σημαντικών, άλλως θα ήτο τόσον ανόητος ως ο μη δεχόμενος να του φράξουν το παραθύρι και προτιμών να του κλείσουν την θύραν της οικίας του!!...
Γιμέλλας κόρην έπαρε τσ' εγγόνη μην επάρης
(1934)
Η ιδιότης της διδυμοτόκου (γιμέλλας) δεν διατηρείται και εις την εγγονήν, ήτις πολλάκις είναι στείρα, δι' ο και η λαϊκή συμβουλή να μη νυμφεύεται τις απόγονον πολυτόκου...
Απού τον άκριο τρώεις, αμμ απού τον αενικό έ τρώεις
(1934)
Αγενικός = αγενής, ακριός = ακριβός = φιλάργυρος, αενικός = αγενικός = λαίμαργος...
Από τον φιλάργυρον δύνασαι να ελπίζης τι γεύμα έστω και πενιχρόν, ουχί όμως και από τον λαίμαργον, τον εγωιστήν, όστις δι εαυτόν αποκλειστικώς φροντίζει...
Από τον φιλάργυρον δύνασαι να ελπίζης τι γεύμα έστω και πενιχρόν, ουχί όμως και από τον λαίμαργον, τον εγωιστήν, όστις δι εαυτόν αποκλειστικώς φροντίζει...