Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-20 από 57
Δυό, κουμπάρε, στήν ελιά
(1937)
Μιά κουμπάρα συνεβούλευε τόν κουμπάρο της, πού τόν είχε καλέσει εις γεύμα, νά τρώγη δύο βούκες εις κάθε μία ελιά. Ελέγετο ως συμβουλή εις τά παιδιά διά νά τρώγουν λίγο-λίγο το φαγητό των. Ελέγετο καί όταν κανείς είχε διπλήν επιτυχίαν, καθώς καί όταν...
Φωτιά 'καψε το σίδερο και συ έκαψες εμένα, κάλλιο να σ' αποκόβουνταν η μάννα που σ' εγέννα
(1937)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καραμαντάνα, ψηλός άντρας γενίτσαρος, κοντός πομπή και γάνα
(1937)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Η γίδα όταν θέλ΄ να φάη ξύλο, πάει και ξέται σ΄ τζουμπάν΄ το dεγνέκ(ι)
(1937)
Το έλεγαν για τα παιδιά, όταν ενοχλούσαν τους μεγαλυτέρους των, ζητώντας πράγματα που δεν ήταν δυνατόν να τους δοθούν, ή απλώς τους πείραζαν για να τους κάμουν να θυμώσουν
Ένα χρόνο κι' ένα μήνα έγνεθ' ένα 'δράχτι νήμα τι 'βανε και στο ραφάκι το 'φαγε τι ποντικάκι
(1937)
Για όσε ήταν ακατούνευτες (ανίκανες) και μολονότι ασχολούνταν πολύ χρόνο για ένα έργο, δεν κατόρθωναν παρά μικρά πράγματα, τα οποία ήταν και ανίκανες να τα διατηρήσουν...
Γυαλιά καρφιά
(1937)
Δια δαπάνας ασκόπους και άνευ υπολογσιμού. Γυαλιά έλεγαν στο Αυδήμι τα μπουκάλια καθω΄ς και τα γυαλια της λάμπας. Υπήρχε η τοποθεσία Γυαλί, αλλά στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει σπασμένα τζάμια, τα κομματιασμένα και πεταμένα στους δρόμους...
Ηύρε η νύφ' του γυνί πίσω σ' bόρτα
(1937)
Η παροιμία αυτή που συνηθίζονταν πολύ στο Αυδήμι, προέρχεται από την εποχή που υπήρχε γεωργία στο χωριό. Γιατί τα τελευταία χρόνια, που έλειπε ολότελα η γεωργία και συνεπώς και τα γεωργικά εργαλεία, ήταν αδύνατο να εξηγηθή ορθώς η λέξη γυνί, και την...
Θε να σε κάμω 'να βρακί κόκκινο και σαλένιο όποτε θέλω να το 'χω κι όποτε να το δένω
(1937)
Το έλεγαν για λογαριασμό του τρίτου, ο οποίος ήθελε να έχει υποχείριον κάποιον άλλον. Κ λέξη σαλένιο σημαίνει μάλλινο
Μιγάλο το καράβ' μιγάλα τα νερά τ' μ'κρό το καράβ' μικρά τα νερά τ'
(1937)
Εννοούσαν ότι οι ευκατάστατοι έχουσι και περισσοτέρους κινδύνους και μεγαλυτέρας φροντίδας...