Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1871-1880 από 1893
Ας φουντών΄ η βράκα μας, τς ας φουντώνει το βρατζίμ μας, τζ΄ ανάθεμα πως εν έσει, παράμ μέσ΄ στο πουντζίμ μας
(1940)
Δι΄ όσους αγαπούσι τάς επιδείξεις, και διά να επιτύχωσι υφίστανται στερήσεις...
Τογ Γεννάριν να ννιάσης, τζαι τομ Μάρτην να διωλίσης τζαι να τριωλίσης. Έννιασες τζ' εδιώλισες, τζ' ετριώλισες; ειντάσης τζ' εν εγιώρκησες;
(1940)
Η προπαρασκευή του εδάφους δια καλλιέργειαν πρέπει να γίνεται όταν και όπως πρέπει...
Ας πκιάση το τζεί να βάλει δα
(1940)
Ένας ενώ επροπλήρωσε μιαν οκάν σαπούνι, ηναγκάσθη να πληρώση εκ δευτέρου επειδή ο μπακάλης απήτει ισχυριζόμενος ότι δεν επληρώθη. Ο αγοραστής βαρέως φέρων την αδικίαν αυτήν όταν την επομένην ηγόρασε κάτι ισχυρίσθη ότι επροπλήρωσε, και εις...
Όσον να θέλη ο Θεός δυνάται να βρέξη τζ'αί να μεν -ι- δρέψη
(1948)
Άμα να θέλη ο Θεός μπορεί να βρέξη και να μη μας θρέψη. Για την παντοδυναμία του Θεού. Η βροχή θεωρείται σαν μια καλή απόδειξη για μία καλή εσοδειά κι εν τούτοις άμα θέλη ο Θεός!...
Εν να ξαποληθή η θάλασσα, που λαλούν
(1930)
κατά του αδρανού, όστις έδεσε ταύτων δια τριών ιππέων τριχών κ' προσπαθεί να κόψη εις την τελευταίαν τοιαύτην έχει κόψει ήδη τας δύο και να καταχωρήση ούτω τα πάντα...
Όποιος έσει δκυό αμμάδκια 'γοράζει σιτάριν, όποιος έσει έναν αμμάτιν, 'γοράζει αλεύριν, τζι όποιος εν τέλεια στράος, 'γοράζει που τομ μάντζιπαν
(1940)
Το υγιεινότερον ψωμί είναι το σιταρένιον το ''χωριάτικον''. Ο κουτός προτιμά το έτοιμον, ακριβόν και ακατάλληλον...
Ο άρκοντας έφαν τζ' έβρασεν, τζ' ο φτωχός έφαν τζ' ερίασεν. Έφαγ' ο πλούσιος κ' εζεστάθη, έφαγε κι ο φτωχός κ' εκρύωσε
(1948)
Ερμηνεία: Θέλει να πη πως ο πλούσιος διαθέτει πολλά λεφτά για το φαί του, ώστε να ζεσταίνεται, ενώ ο φτωχός ο καημένος ψοφοπεινάει και κατ' ανάγκη κρυώνει...
Άπου θέλει ν' αγαπήση, θέλει να χασομερήση, θέλει τζη' άσπρα να ξοδκιάση τζηαι να μεν τα λοαρκάση
(1951)
Επί των αγαπώντων δια να υποδείξουν εις αυτούς τας βλάβας που θα υποστούν εκ της αγάπης.[Όποιος θέλει ν' αγαπήση, θέλει να χασομερίση, θέλει κι άσπρα να ξοδέψη και να μην τα λογαριάση]...
Ξένα σέρκα σε 'νεπαύκουν, μα τηγ καρκιάσ σου καύκουν. Ξένα χέρια σ' αναπαύουν με την καρδιά σου καίνε
(1948)
Ερμηνεία: Λέγεται προ παντός για περιπτώσεις, που σ' ένα πλούσιο μένει σαν ψυχοπαίδι κάποιο ορφανό, είτε όταν βοηθήση κανείς τον άλλο οικονομικώς και με κάθε τρόπο τον καίγει...
Αγκρίστηκεν η καλή μου τζαι πα να τημ μερώσω έαγ καθίζιγ κότσιρους να της παρασονώσω
(1931)
Μ'αλωσε η αγάπη μου, πάω να τη την αγαπήσω, ένα καζάνι κόπρανα να της τα παραχύσω. Πέιραγμα σ' ένα που κακοφανίστηκε μαζί μου, χωρίς να τον αγαπώ και χωρίς να μ΄ενδιαφέρει...
Παρεμφερή θυμώνω, κακιώνω...
Παρεμφερή θυμώνω, κακιώνω...