Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 96
Τσαγκάρης ανυπόλυτος, ράφτης ακατάραφτος
(1930)
Λέγεται επί εκείνων, οι οποίοι δεν ευκαιρούν να κάμουν χρήσιν εκείνων, τα οποία διανέμουν εις τους άλλους ̇ ο υποδηματοποιός και ο ράπτης, βιαζόμενοι υπό των πελατών των, δεν προφθάνουν να ράψουν τα φορέματά των και τα υποδήματά των...
Σημείωση: ακατάραφτος (ο) = ο φορών ενδύματα ξεσκισμένα και έχοντα αναγκην επιδιορθώσεως και ραφής...
Σημείωση: ακατάραφτος (ο) = ο φορών ενδύματα ξεσκισμένα και έχοντα αναγκην επιδιορθώσεως και ραφής...
Γεναίκα πολλαπάκτη τον άθρωπο ξιβκάλλει σαδ δεν εξέρει γράμματα, μαθθαίνει τότ αι ψάλλει
(1930)
Σημ. Πολλαπάκτος (ο) = κυριολεκτ. Ο συχνάκης πηγαίνων εις ξένους τόπους, ο περιηγηθείς πολλά μέρη, κοσμογύριστος και επειδή ο περιηγηθείς πολλά μέρη, ο κοσμογύριστος γνωρίζη πολλά, διότι είδε και έμαθε πολλά, η λέξις κατήντησε τα σημαίντι μεταφ...
Τον αγαπάς ξετίμαζε και τον μισάς σ αιρέτα
(1930)
Ξετίμαζε= ύβριζε
Ο κώλος ο ξεβράκωτος είδε το βρακί και εχέστη
(1931)
Δηλαδή, ενώ προτύτερα δεν είχες τίποτα, τώρα που κάτι απόκτησες, νομίζεις πως έχεις του κόσμου τα βασίλεια
Πέψε τομ πελλόν τζαι λάμνε τα πισόν του
(1931)
Στείλε τον τρελλό και πήγαινε κατόπι του. Στις περιπτώσεις που στέλλεις κάποιο να σου κάνη κάτι και γυρίζει άπρακτος, ώστε να βρεθής στην ανάγκη να πας και συ κατόπι του...
Άλλοι τρώσιν το λαρdίν τζι άλλοι ππέφτουσ στήν οργήν
(1931)
Δηλαδή άλλοι φταίνε και σ' άλλους ξεσπάν. Μεταφορά απ' τον θρησκευτικό βίο και σημαίνει κυρίως ότι άλλοι δεν νηστεύουν και σ' άλλους πέφτει η θεία οργή...
Άσπορος να μεμ μείνω, όξα εν να κλάψω το θέρος;
(1930)
Το δύσκολον και το κακόν είναι το να μη δυνηθεί τις να σπείρη. Όταν σπείρη, το θέρος είναι εύκολον να το κάμη όσον πολύ και αν είναι. Παροιμία επί περιστάσεων, καθ΄ ας επιχειρών να κάμη τι εύκολον συναντά εμπόδια και δυσκολίας, τας οποίας είναι...