• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 9901-9907 of 9907

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Εις πολλά χωριά της Ηπείρου, όταν κανένας πεθάνη, μετά το προσκύνημα του νεκρού, ρίχνουν στη νεκρόκασσα ή στις τσέπες του μακαρίτη, συγγενείς και φίλοι, χάλκινα ή αργυρά νομίσματα, γιατί πιστεύουν όπως υπήρχε και στους αρχαίους η ίδια περίπου δοξασία, ότι ο νεκρός πρίν περάσουν 40 ημερόνυχτα, θα διαβή έως ότου φθάση στο ''Θεό''διάφορα στενοσόκκακα και γεφύρια φυλασσόμενα υπό αγαθών πνευμάτων ή κατ άλλους, υπό διαβόλων, οι οποίοι ζητούν να πληρώση κάθε ψυχή τα ''διόδια'', και τα οποία άν δεν έχη, θα βασανισθή πρίν φτάση στο Θεό. Προπομπός της μακαβρίας αυτής περιοδείας είναι πάντοτε ο Χάρων. 

Κατσαλίδης, Χαράλαμπος Γ. (1931)
Thumbnail

Η όμμορφη Φριαγκαδοπούλα. Πιο πέρα από το Σπήλι, στην επαρχία Αγίου Βασιλείου υπάρχει ένα μικρό χωριουδάκι, ο Βάτος. Σήμερα αριθμεί περί τις 180 – 200 ψυχές. Χωριό μικρό που κατοικείται από προοδευτικούς κατοίκους.Στους παληούς χρόνους της δουλείας, εκεί παράπλευρα σ΄ένα εξίσου μικρό χωριό τον Κισσό κατοικούσαν Τούρκοι αιμοβόρο, που έπιαναν όλα τα πλουσιόχωρα χωριά βυθίζοντάς στο πέλαγος της απελπισίας με τις αιφνίδιες των επιθέσεις, λεηλασίες και αρπαγές. Στον Βάτο κατοικούσε και μια μεγάλη οικογένεια, των Φραγκιαδάκηδων που υπάρχει ακόμα και σήμερα. Ξακουστή σ΄ όλη την περιφέρεια για την ομορφιά της ήταν η Φραγκιαδοπούλα. Οι ακόλαστοι Κισσιανοί Τούρκοι πολλές φορές έκαμαν απόπειρες αρπαγής της που απετύγχαναν όμως γιατί τ’ αδέρφια της και οι συγγενείς της την προστάτευαν και η πεντάμορφη κοπέλα δεν έβγανε παρά σπάνια από το σπίτι της πάντα με συνοδεία. Μια μέρα οι διώκτες της Φραγκιαδοπούλας πληροφορούνται ότι βρισκόταν απ’ έξω απ’ το Βάτο, Καββαλάρηδες τρέχουν, την συλλαμβάνουν και την αρπάζουν προς το χωριό των, παρά την απελπισμένη, αντίστασι και τις συγκινητικές επικλήσεις της. Η πεντάμορφη και αγνή κοπελλούδα των κρητικών βουνών, χάνει ό,τι πολυτιμότερο έχει μια παρθένα, γίνεται αντικείμενο της ακολασίας των επιδρομέων της και μην αντέχοντας στην ατίμωση που υπέστη πεθαίνει ευθύς αμέσως. Η προσβολή ήταν μεγάλη. Κι’ οι Φραγκιαδάκηδες ένα πόθο έχουν μέσα στη ψυχή των: να πάρουν εκδίκησι!. Ευθύς αμέσως γίνεται η μεγάλη επανάστασις και βρίσκονται πρώτοι μεταξύ των πρώτων. Οι μπιστόλες των και τα μακρυά ντουφέκια των βάφονται στο αίμα των άπιστων. Πήραν την εκδίκησί των, μα πολλοί απ’ αυτούς έμειναν στα πεδία των μαχών, ποτίζοντας με το αίμα των το δέντρο της Κρητικής ελευθερίας. Σήμερα στο Βάτο, το μικρό αυτό χωριουδάκι της Ρεθύμνης οι κοπελλούδες αναφέρουν με λύπη την Ιστορία της όμμορφης και άτυχης Φραγκιαδοπούλας κι οι ασπρομάλληδες γέροι στην αφήγησι των αφήνουν κι ένα στεναγμό. Ζωηρεύει στη μνήμη των η όχι και τόσο μακρυνή εποχή που στην Κρήτη μας εβασίλευεν η βία κ’ η κτηνώδης δύναμις ενός βαρβάρου κατακτητού. 

Άγνωστος συλλογέας (1939)
Thumbnail

Και ως προς τον χρόνον της εγέρσεως της γεφύρας ταύτης δεν συμφωνούν οι χρονογράφοι της Ηπείρου. Εις τούτων φρονεί ότι η γέφυρα εκτίσθη προ Χριστού υπό των Ρωμαίων, ο άλλοτε δε Μητροπολίτης Άρτης Σεραφείμ, υποστηρίζει ότι ηγέρθη επί της εποχής του Δεσπότου της Ηπείρου, ότε η Άρτα ήτο πρωτεύουσα αυτής και πιθανώς υπό του Δεσπότου Μιχαήλ Β. Αλλ’ ο ίδιος ιστορικός Σεραφείμ Ξενόπουλος αναφέρει ότι το γεφύρι πιστεύεται παρ’ απάντων των Αρταίων, ότι εκτίσθη κατά το 1666 παρ’ ενός Ηπειρώτου παντοπώλου, Θιακογιάννη Γυφτοπούλου καλουμένου, διηγείται δε την ιστορίαν της οικογενείας αυτού ως ακολούθως: Ο Αρτηνός παντοπώλης αγοράσας παρά Αλγερινών πειρατών καπάσσες (πίθους) ελαίου, τας οποίας είχον ληστεύση ούτοι παρά τινος εμπόρου, εύρε μεν εις αυτάς ελαχίστην ποσότητα ελαίου, αλλ’ υπ’ αυτό άφθονον χρυσόν, τον οποίον είχε κρύψη ο ληστευθείς, έτσι δε ο παντοπώλης έγινεν απροσδοκήτως πλουσιώτατος. Ούτος χάριν της σωτηρίας της ψυχής του και όπως προσφέρη εις τους συνεπαρχιώτας του εύκολον συγκοινωνίαν, ίδρυσεν επί των δύο οχθών του ποταμού την περίφημον γέφυραν δι αρίστων τεχνιτών έχουσαν τέσσαρας αψίδας, εκτός της εν τω κέντρω αυτής υψηλής τοιαύτης. (Ο συγγραφεύς κάμνει λόγον περαιτέρω περί του γνωστού τραγουδιού του γεφυριού της Άρτας και συνεχίζει ως κάτωθι). Η παράδοσις εκ της οποίας ανέβλυσε το ωραίο αυτό τραγούδι, ανάγεται εις τους αρχαιοτάτους εποχάς των ανθρωποθυσιών προς θεμελίωσιν μεγάλων κτιρίων. Αι τοιαύται περί θυσιών ιδέαι εξακολουθούν μέχρι σήμερον παρά τοις λαοίς, και δεν θυσιάζονται μεν άνθρωποι, αλλά πάντως κατά την θεμελίωσιν οιασδήποτε οικοδομής, χύνεται το αίμα ενός αλέκτορος. Τοιούτος θρύλος περιβάλλει το ιστορικόν αυτό γεφύρι, το οποίον ίδρυσεν ο πλούσιος παντοπώλης της Άρτας εκ των θησαυρών, τους οποίους εύρεν εις τα πιθάρια, τα αγορασθέντα από τους Αλγερίνους πειρατάς. Ο Θιακογιάννης μάλιστα δεν εδέχθη την συμμετοχήν εις τας δαπάνας της κατασκευής του, τας προταθείσας υπό των πλουσίων Οθωμανών προσφοράς. 

Κατσαλίδης, Χαράλαμπος Γ.; Βαγενάς, Θάνος (1931)
Thumbnail

Εις ένα τέτοιο νεραϊδάλωνο μια βοσκοπούλα, υπό το γλυκύ φως του φεγγαριού, είδε νεράϊδες να χορεύουν και εις σχετικήν πρόσκλησίν των, η άφοβη κόρη κατέφθασεν επί τόπου. Χωρίς να χάση καιρό, με αδαμιαία περιβολή τώρα, έσερνε πρώτη το χορό. Οι νεράϊδες για να την κάμουν να γελάση και της πάρουν τη φωνή, της τραγούδησαν ένα παράξενο και πολύ κωμικό τραγούδι: «Δαίμων ήμουν, δαίμονα είδα, τέτοιον δαίμονα δεν είδα, πόχει το υπόλοιπον δι’ ευνοήτους λόγους παραλείπεται. Η βοσκοπούλα δεν έβγαλε μιλιά και μόλις τελείωσε το τραγούδι αμέσως εντύθηκε και αφού εχαιρέτισε δια μιας υποκλίσεως, απεμακρύνθη ταχύτατα. 

Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (1953)
Thumbnail

Παράδοση για το βούλιαγμα τόπου μεταξύ δύο κάστρων, έξω από την Γκιουμουλτζίνα, και για κτιριακά λείψανα που φαίνονται κάτω από το νερό. 

Κυριακίδης, Σ. (1922)
Thumbnail

Μιαν ωραιοτάτην και εύθυμον συμπλήρωσιν του μύθου περί του Αγίου Κασσιανού μας αποστέλλει ο αναγνώστης μας κ. Ι. Μ. Τσενές από το Δερβένι της Κορινθίας. Είνε τόσον ευχάριστος ώστε να συνίστωμεν όλως ιδιαιτέρως την ανάγνωσίν του. – Να γιατί, μας γράφει ο κ. Τσενές, εορτάζεται ο Άγιος Κασσιανός, κάθε τέσσερα χρόνια. Προ αιώνων πολλών ένας παμπόνηρος δικηγόρος ήρθε η ώρα να τινάξει τα κώλα. Διάβαινε τας ουράνιους λεωφόρους και εσκέπτετο πως θα τα καταφέρει να μπή στον Παράδεισο. Η επίγειος ζωή του δεν ήτο τέτοια να αξιωθή κατοικίας εις την αιωνίαν ευτυχίαν. Έφθασε προ κριτηρίου και όπως προέβλεπε του έδωσαν πασπόρτι που έγραφε «Κόλασις». Αλλά δεν απεθαρρύνθη. Έβαλε σε ενέργεια τα μεγάλα μέσα. Έσβυσε την λέξι «Κόλασις» και έγραψε «Παράδεισος». Έτσι κατώρθωσε να ξεγελάση και τον μπάρμπα Πέτρο, τον κλειδοκράτορα. Εμπήκε στον Παράδεισο και περνούσε ζωή χαρισάμενη. Ύστερα από λίγο καιρό όμως άρχισε να πλήττη. Δεν υπήρχαν εκεί ούτε μηνυταί, ούτε κατηγορούμενοι, ούτε ενάγοντες, ούτε εναγομένοι. Ένα δικαστήριο από τους πιο παλαιούς αγίους, τους προφήτας, υπήρχε, αλλ’ ελλείψει πελατείας και υποθέσεων σργούσε. Μήνες πολλούς ο δικηγόρος μας εσκέπτετο πως θα ημπορούσενα ευρεθή μις υπόθεσις να ξεμουδιάση. Επί τέλους ήλθε η ευκαιρία. Μια ημέρα εκεί του εκάθητο επάνω σε χουσορόδινα σύγνεφα και άγγελοι με τα πουλιά τραγουδούσαν σε αρμονία παραδεισιακή., είδε μια σειρά γκαμήλες με χρυσάφι που εβάδιζαν εις τα θησυροφυλάκια των αγίων. Δίπλα τους εκείνη τη στιγμή ευρίσκετο ο Άγιος Κασσιανός. – Τίνος είνε το χρυσάφι αυτό; τον ρώτησε. – Του φίλου μου του Άγιου Νικόλαου, του απεκρίθη. Βλέπεις ο κόσμος τον αγαπά περισσότερο από όλους μας. Προ πάντως οι ταξιδιάρηδες. Όλο και του αφιερώνουν χρυσάφια και ασήμια. Έτριψε τα χέρια του από χαρά ο παμπόνηρος δικηγόρος. – Παίρνει μήνυσι το πράμα, είπε. Πρέπει να πας να πάρης και συ. Μήπως συ, όσιε μου δεν έχεις κάνει καλά; Δεν ημπορεί να τα κρατά όλα ο άγιος Νικόλαος. Ο Άγιος Κασσιανός εδίστασε στην αρχή, μα ο τετραπέρατος δικηγόρος έβαλε όλα τα δυνατά. Του πιπίλισε το κεφάλι που λέει ο λόγος, τον έπεισε στο τέλος. Η μύνησις συνετάχθη και ο Άγιος Νικόλαος κατηγγέλθη επί ιδιοποίησει ξένης περιουσίας, την οποίαν του είχαν εμπιστευθή προς φύλαξιν. Η καταγγελία έγραφεν απάνω κάτω : «Μήνυσις Αγίου Κασσιανού κατοίκου πρώτου διαμερίσματος Παραδείσου, κατά του άγίου Νικολάου, κατοίκου ομοίως. Ο έναντι μηνυόμενος Άγιος Νικόλαος, κάτοικος κλπ., αναλάβων προς φύλαξιν χρυσόν και αργυρών, τον οποίον παρεχώρησαν θνητοί άνθρωποι και δι’ εμέ, λόγω πολλών υποχρεώσεων των εναντί μας, κατακρατεί αυτόν μη εννοών να παραχωρήση την νόμιμον μερίδα μου, νοσφιζόμενος ούτω αυτήν δι’ ιδίον λογαριασμόν. Ακολουθούσε κατόπιν ο καθορίσμος του ποσού που ο παμπόνηρος δικηγόρος διεξεδίκει δια τον αγιον πελάτην του κλπ. Ο αγαθός Θέος και «πρόεδρος» του Δικαστηρίου, μόλις του επεδόθη η μήνυσις, εταράχθη. Δεν εφαντάζετο ότι ένας από τους καλύτερους του αγίους είχε αδικήσει έναν από τους επίσης αγαπητούς του αγίους. Διέταξε λοιπόν να κοινοποιηθούν κλήσεις αμέσως εις τους ενδιαφερομένους και να γίνη η δίκη αμέσως. Αλλά ο παμπόνηρος δικηγόρος δικηγόρος πάλιν τα κατάφερε περίφημα. Κατώρθωσε δηλαδή να μη επιδοθή η κλήσις εις τον Άγιον Νικόλαον και έτσι η δίκη ήρχισεν ερήμην του μηνυομένου και εναγομένου. Παρών και μετά συνηγόρου φοβερού και τρομερού ο Άγιος Κασσιανός απών ο Άγιος Νικόλαος. Ηγόρευσε λοιπόν ο τετραπέρατος δικηγόρος και ο Θεός είχε πεισθεί ότι δίκαιον είχεν ο Άγιος Κασσιανός. Συνεχάρη και τον υπερασπιστήν του , που απεστήριξε τόσον ωραία μιάν δικαίαν υπόθεσιν. Αιφνιδίως όμως παρουσιάσθη ο Άγιος Νικόλαος με ένα παιδάκι στα χέρια. – Ελα εδώ, Άγιε Νικόλαε, του είπε, είσαι κατηγορούμενος. Αλλά ο υπόδικος είτε γιατί δεν πρόσεξε τη φράσι του επουράνιου προέδρου, είτε δι’ άλλου πράμα ενδιεφέρετο εκείνη τη στιγμή, εφώναξε στον Ύψιστο. – Ευδόκησε Δέσποττα, να μην πεθάνη αυτό το παιδάκι. Μονάκριβο έινε της μητέρας του. Τώρα έγινε ένα ναυάγιο και έσωσα τους επιβάτες και τη μητέρα αυτού του μικρούλη. Μα αυτόν μόλις τον πρόλαβα. Τον πήραν τα κύματα και από στιγμή σε στιγμή πεθαίνει. Ευδόκησε να ζήση, Ύψιστε γιατί αλλοιώς θα πεθάνη η μητέρα του από το κακό της. Συγκινήθηκε ο καλός Θεός, έκαμε το θαύμα του και ο μικρός ναυαγός έζησε. Γοργά τον κατέβασε στο μέρος που έπρεπε ο Άγιος Νικόλαος και ξαναγύρισε στα ουράνια δώματα. Δεν ενδιαφέρομαι εγώ για τα χρυσάφια, είπε. Οι καλοί άνθρωποι μου τα στέλλουν. Έβγαλε τότε δίκαια απόφασι ο Ύψιστος. Απήλλαξε τον κατηγορούμενο και στραφείς προς τον μηνυτή τον επετίμησε : - Είδες του είπε, πόσο κουράζεται, πόσο τρέχει, ώστε και αν υποθέσουμε πως ο Άγιος Νικόλαος ήθελε τα αναθήματα πάλιν του ανήκουν. Με τον κόπον του τα κερδίζει. Ντροπιάστηκε ο Άγιος Κασσιανός και ωμολόγησε πως ο δικηγόρος τον συμπαρέσυρε να κάμη δίκη. – Δικηγόρος; Εφώναξε ο πρόεδρος. Πώς βρέθηκε δικηγόρος στον Παράδεισο; Α, γι’ αυτό παρ’ ολίγο να κάμω εγώ αδικία. Εζήτησε τότε το πασπόρτι του υπερασπιστού. Αντελήφθη αμέσως την παραποίησι. Εγέλασε ο Ύψιστος και η ωμορφιές του Παραδείσου έγιναν πιο ωμορφότερες. – Θέλω να σε κρατήσω εδώ, αλλά σε φοβάμαι. Μπορεί να μου χαλάσεις το σπίτι εσύ. Ύστερα θα υποφέρης και συ εδώ. Πήγαινε στην Κόλασι που θα βρής και πολλή δουλειά να περνάς τον καιρό σου καλύτερα. Από τον διάβολο δεν φοβάσαι συ. Θα τον κάμης να σε λογαριάζη και να σε τρέμη! Έφυγε πράγματι ο παμπόνηρος δικηγόρος, ενώ ο Ύψιστος απήγγελε και την καταδίκη του καημένου του Αγίου Κασσιανού : - Εσύ, του είπε, για το ολίσθημα που έκαμες θα γιορτάζης μόνο μια φορά κάθε τέσσαρα χρόνια! 

Άγνωστος συλλογέας (1937)
Thumbnail

Αν ολόκληρη η Ελλάδα είναι γεμάτη από θρύλους, η Αττική μας όμως έχει τους περισσότερους και τους ωραιότερους. Δεν είναι μονάχα τα αρχαία μνημεία της που πλημμυρίζουνε απ’ αυτούς. Κάθε της τόπος και κάθε μεριά της, το πιο απόμακρο λιμανάκι της, το πιο ήσυχο χωριουδάκι, το κάθε βουνό της, τα νησάκια που είναι τριγύρω της, το κάθε τι έχει και το δικό του θρύλο, πλεγμένο μαζή με την ιστορία του. Οι αρχαίες μυθολογικές παραδόσεις, που οργιάζουν για την ηλιόλουστην αυτήν χώρα, φανερώνουνε το γιατί στάθηκε τόσο μεγάλη σ΄αυτήν η εύνοια των θεών. Και δείχνουν ακόμα και το γιατί και οι άνθρωποι της εστάθηκαν ικανοί να δημιουργήσουν αριστουργήματα, ίσως επειδή η ψυχή τους ήτανε ποτισμένη από την ομορφιά του μύθου, που τους ανέβαζεν εις τους θεούς της. Και πλάϊ σ’ αυτούς, θρύλοι των κατοπινών χρόνων, συνεχίζουνε την παράδοση και φανερώνουν την ψυχικήν ενότητα της φυλής και την ικανότητά της να διαιωνίζη τις μυθολογικές της δυνάμεις και με το υπερφυσικό και το θρύλο να προσαρμόζη, προς την εξέλιξη, τον πολιτισμό της. Οι Θεοί που συνεδέθηκαν με τη χώρα, οι ήρωες που ανδραγαθήσαν σ’ αυτήν, οι νύφες των δασών, που στα βουνά της είχαν καταφύγιο μαζή με τον Πάνα, οι τραγικές βασιλικές οικογένειες των Ατρειδών και των Λαβδακιδών, που στα χώματά της είδανε το ξερίζωμα της γενιάς τους, οι κόρες της Αττικής, που στα μάρμαρά της εγράψαν την ιστορία τους, όλα αυτά μαρτυρημένα και ιστορημένα από τους συγγραφείς και πλεγμένα σε μύθους από τους μεγάλους τραγικούς και τους ποιητές, συνταιριάζονται με τα κατοπινά παραμύθια για τους Άγιους και τις χλωμές Παναγιές, για τα μοναστήρια, για τις σπηλιές και τις ρεμματιές, για τα αερικά, για τις νεράϊδες και για τους δράκους, που ο μακρυνός τους αντίλαλος δεν έχει σβύσει ακόμα. Οι μύθοι και οι θρύλοι αυτοί είναι συγκεντρωμένοι σ’ ένα βιβλίο. Δεν ακολουθούν καμμία μυθολογική κατάταξη, και αν παραπέμπουνε και δείχνουνε τις πηγές τους, έχουν όμως στο ξετύλισμά τους κάποια ελευθερία που τους δίνει μια μορφή φιλολογική. Τα μνημεία με τα οποία σχετίζονται, οι τόποι, τα βουνά, τα λιμάνια, τα νησιά, τα ερείπια, τα μνημεία και κάθε τι άλλο, αναφέρονται και συνδέονται μαζή τους, ώστε νάναι ευκολόβρετα στον καθένα. Το βιβλίο αυτό ενδιαφέρει όσους αγαπάνε την Αττική. Οι φίλοι της θα ξαναθυμηθούνε μ’ αυτό τα χαριτωμένα παραμύθια που πίστευαν οι μακρυνοί πρόγονοί τους για την πατρίδα τους, και τα παραμύθια που έλεγαν για την ίδια και οι πιο κοντινοί του παπούδες. Εκείνοι που την τριγυρίζουν θα γνωρίσουν τους θρύλους των βουνών και των πεδιάδων της. Και οι φίλοι των μνημείων της αρχαιότητος θα θυμηθούν τις παραδόσεις που συνδέονται μ’ αυτά, και που είναι τόσο ωραίες, ώστε ν’ αποτελούνε μαζή μ’ όλη την Αττική, ένα αρμονικό και αδιάσπαστο σύνολο. 

Χιλιαδάκης, Στέλιος (1936)
  • «
  • 1
  • . . .
  • 988
  • 989
  • 990
  • 991

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

TypeΠαροιμίες (8823)Παραπομπές σε παροιμίες (864)Παραδόσεις (220)CollectorΆγνωστος συλλογέας (6017)Νεστορίδης, Κ. (1553)Ποταγός, Ν. Ν. (425)Μανασσείδης, Συμεών Α. (256)Altenkirch, Rudolf (225)Κουμανούδης, Π. (170)Δημητρακόπουλος, Νικόλαος Π. (139)Παπατσώνης, Τάκης Κ. (123)Κουκουλές, Φαίδων (118)Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (113)... View MorePlace recorded
Άδηλου τόπου (9907)
Time recorded1900 - 1971 (1497)1807 - 1899 (465)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.