• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 31-40 από 6798

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ο Θεός εδιάλεξε από όλους τους ανθρώπους για αγαθό άνθρωπο το Νώε. Λοιπόν του λέει θα πάρης τα παιδιά σου και την οικογένειά σου και από όλα τα ζωύφια γιατί θα ρίξω βραστό νερό. Θα κλειστής και όπου θα σε βγάλη. Την ώραν που συγκέντρωσαν όλα η γυναίκα του θυμήθηκε την μάνα της και τους πήρε όλους μέσα. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες γύριζε. Τότε στέλει τον κόρακα γιατί είχαν αποσυρθή τα νερά. Ο κόρακας βρήκε τους πεθαμένους και έτρωε. Αφού δεν γύριζε ο κόρακας έστειλε την πέρδικα και αυτή εγύρισε με ένα κλαρί. Κατάλαβε ότι έπρεπε να βγή έξω και από τότε άρχισε να θηαυρίζη η ανθρωπότητα 

Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1965)
Thumbnail

Μια φορά ερχόμενα στο χωριό και πέρασα από την συκιά όπως πρωτομπαίνουμε στο χωριό. Είχα τον γάϊδαρο και αυτός εσταμάτησε. Δεν προχωρούσε. Βαράω δίνω μπα μπού δεν πήγαινε μόνο προς τα πίσω πήγαινα. Τότε βγάνω την κουμπούρα και ρίχνω με το αριστερό χέρι και ρίχνω με το αριστερό χέρι και έφυγε εκείνο που έμοιαζε σαν αλεπού. Μετά ο γάϊδαρος προχώρησε. 

Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1965)
Thumbnail

Όταν χορεύουν με τα ταβούλια, πηγαίνει ο διάβολος και λέει του μπροστινού στο αυτί πως χορεύει πολύ ωραία και τον θαυμάζουν όλοι. Εκείνος τον παίρνει απάνου του και δε θέλει να βγη από το χορό. Οι άλλοι που καρτερούν να χορέψουν μπροστά για ναν τους θαυμάσουν και αυτούς, τα κορίτσια ιδίως, πηγαίνουν να πιαστούν μπροστά και εκεί πιάνονται και σκοτώνονται. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Νεράϊδα (η). Τον επήρανε οι Νεράϊδες. Νέραϊδος (ο), νεραϊδής (νεραϊδοπαρμένος) (ο) ύβρις, νεραϊδότοπος (ο)= όπου συχνάζουν Νεράϊδες. Νεραϊδόσπηλιος (ο)= (Βιαύνος) νεραϊδοφυσημένος= Που του φυσήξανε οι Νεράϊδες. 

Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
Thumbnail

Στην Καζάρμα, σπίτια-φυλάκια του Τουρκικού στρατού, στα σύνορα. (μένει ακόμα το χτίριο). 

Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
Thumbnail

Το άνοιγμα του ουρανου 

Χατζόπουλος, Κωνσταντίνος Ν. (1873)
Thumbnail

Κατσικαντάρης= Καλλικάντζαρος 

Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1919)
Thumbnail

Ο Μανώλης ήταν ένας γεωργός απ’ τ’ Άγραφα. Μια νύχτα γλέπ’ στον ύπνι του ένα παράξενο όνειρο. Είδε πως του παρουσιάστηκε τάχα ένας άνθρωπος στ’ άσπρα ντυμένος, με άσπρα μαλλιά και γένεια, πολύ ψηλός και του λέει :Τι κάθεσαι Μανώλη ; -Τι θέλ’ς να κάμω ; -Να , τι να κάμης. Θα σφάξης το βόιδι σου, θα πάρης το τομάρι του και θα πάς στην Πόλη και θα γίνης πλούσιος! Την αυγή που ξύπνησε ο Μανώλης, θυμήθηκε το όνειρο και του φάνηκε πολύ περίεργο, αλλά δεν έδωκε και πολλή σημασία. Την άλλη βραδυά ξαναγλέπ’ το ίδιο όνειρο. Άρχισε να συλλογιέται του μπήκαν τώρα… οι ψύλλοι στ’ αυτιά! Πίσω μ ; διάολε! Είπε. Και την Τρίτη τη βραδυά, πάλι ο ίδιος άνθρωπος του λέει, σα να τον μάλωνε τώρα. Εδώ είσαι ακόμα Μανώλη ; Μη χασομεράς! Να κάμης ότι σου είπα και αμέσως χάθηκε ! Ο Μανώλης τώρα έβγαλε την απόφασι. Άς πάη στον κόρακα, είπε ότι θέλει άς γίνη. Έτσι κι’ έτσι φτωχός είμαι. Τόσφαξε λοιπόν το βόιδι του και έπειτα από λίγες μέρες,αφού έσαξε το τομάρι , όπως χρειάζεται, για να είναι κατάλληλο για πούλημα, ξεκίνησε πεζός. Μετά από δεκαπέντε μέρες έφτασε στην Πόλη. Άρχισε τώρα να ντιλαλάη το εμπόρεμά του.’’Εδώ ο τομαράς, εδώ ο τομαράς!’’ Του φώναξει ένας. Έ ,πατριώτη πόσο το τομάρι ; Αν είχε τότε το τομάρι μια λίρα, ο Μανώλης ζητούσε δύο χιλιάδες λίρες! Ο αγοραστής κούνησε το κεφάλι του και τράβηξε το δρόμο του.Ξαναφώναζε πάλι ο Μανώλης. Εδώ ο τομαράς κι’ άλλος το τομάρι1 Κάμποσοι αγοραστές παρουσιάστηκαν, αλλά μόλις άκουγαν αυτή την τιμή, γελούσαν είς βάρος του και δεν τούδιναν καμμιά απάντησι. Ο Μανώλης άρχισε ν’ απελπίζεται! Τέλος μια μέρα του φωνάζει ένας μπέης. Έ, τομαρά, πόσο πουλάς το βοιδοτόμαρο ; Δύο χιλιάδες λίρες, μπέη μου. Τον πλησιάζει ο μπέης δύο χιλιάδες λίρες ; Είσαι καλά από μυαλό ή μήπως σούστρεψε η βίδα ; Ούτε μια δεν έχει και συ ζητάς δύο χιλιάδες ; Όχι είμαι καλά μπέη μου, αλλά θα σου πώ την αλήθεια. Και του διηγήθηκε το όνειρο. Εγέλασε με την καρδιά του ο μπέης και τον ρωτάει. Πως σε λένε, πατριώτη και από πού είσαι ; - Μανώλη κι’ είμαι απ’τα’ Άγραφα. – Με τα όνειρα πάς, Μανώλη, να γίνης πλούσιος ; Μα αν είναι έτσι, τότε να σου διηγηθώ κι’ εγ’ω ένα τέτοιο όνειρο σαν το δικό σου. – Πότε το είδες μπέη μου ; - Την παραμονή του προφήτου Ηλία. – και εγώ την ίδια βραδυά το είδα. – Λοιπόν, εδώ και κάμποσα χρόνια, σαν φίλος του Αλή πασά, διωρίστηκα απ’αυτόν γενικός ντερβέναγας στ ‘ Άγραφα και ξέρω καλά όλα τα κατατόπια της πατρίδος σου. Γλέπω λοιπόν στον ύπνο μου, πως στάθηκε απάνω από το κεφάλι μου, ένα πλάσμα σαν φάντασμα και μου λέει : ’’Σήκω και πήγαινε στ’ Άγραφα στο μεγάλο δάσος- τον Ελατιά- και στη θέσι ‘’Λυκοχορός’’ θα ιδής τρία έλατα πολύ ψηλά που σχηματίζουν σαν τρίγωνο. Εκεί κοντά υπάρχει μια κοτρόνα πολύ μεγάλη, που δύσκολα πέντε άντρες θα μπορέσουν να την κυλίσουν. Κάτω από την κοτρόνα, είναι θησαυρός μέγας! Τι λες , Μανώλιη, με το όνειρο θα γίνω πλούσιος ; - Άστραψαν για μια στιγμή τα μάτια του Μανώλη από η χαρά του. Κατάλαβε τώρα καλά-καλά, ότι και τα δύο όνειρα, το ίδιο το νόημα έχουν. Προσποιήθηκε όμως το βλάκα! –Έχεις μεγάλο δίκηο, μπέη μου, είπε, τα όνειρα ξεγελάν τον άνθρωπο. Αργά το κατάλαβα. Την έπαθα ο έρ’μος! Πάει το βοιδάκι μου ! Πάρε το τομάρι και όσο θέλεις, δόσε μου και να φύγω για το σπιτάκι μου. Να, δυό λίρες-φτωχός είσαι, νηα ψωνίσης ότι χρειάζεσαι, γιατί σε περιμένει μεγάλη στράτα! Σε ευχαριστώ πολύ ,μπέη μου . Ο Μωχάμετ πάντα καλό να σου δίνη. Ο θεός σας αγαπάει σας τους Τούρκους, γιατί είστε μπερικετλήδες. Τσούξανε και από κάνα-δυο καραφάκια τσίπουρο και αποχαιρετιστήκανε. Έπειτα από αρκετές μέρες, έφτασε στ’ Άγραφα ο Μανώλης. Αφού ξεκουράστηκε καλά, μια θεοσκότεινη νύχτα, παίρνει ένα λοστό, ένα τσαπί και το ταγάρι του με το ψωμί και τραβάει για τον Ελατιά και το Λυκοχορό! Βρίσκει τα τρία έλατα και την τρανή κοτρόνα. Και κάνοντας αρχή, ξεχώνει με το τσαπί λίγο την κοτρόνα ολόγυρα. Παίρνει ύστερα το λοστό και πολεμάει να την κυλίση. Παιδεύτηκε σχεδόν μισή ώρα και ο ίδρωτας επήγαινε βρύση. Αρχίζει να κουνιέται τώρα η κοτρόνα και να τριζοβαλάη! Κουράγιο, Μανώλη! Λίγο ακόμα και την καταφέραμε! Για μια στιγμή, παίρνει μια ανάσα βαθειά, βάζει όλη τη δύναμί του και την πετάει από κει.Χωρίς να χάση ούτε στιγμή, σκάβει με το τσαπί του και βρίσκει ένα κιούπι (πιθάρι) πολύ μεγάλο, σαν κείνο που βάζουν το λάδι μέσα, όταν το φέρνουν από λητροβιό. Άμα το ξεκούπωσε, έμεινε με το στόμα ανοιχτό! Θάμπωσαν τα μάτια του! Το κιούπι ήταν γεμάτο όλο ντούπιες- χρυσά πεντόλιρα! Φαντάζεσθε τώρα τη χαρά του Μανώλη! Χαλάλι του, είπε, ο δρόμος πόκαμα στην Πόλη! Με κάμποσες στράτες που έκαμε και εγέμιζε το σακκούλι του με το χρυσάφι, το άδειασε το πιθάρι! Έχτισε δύο καινούργια σπίτια, αγόρασε χτήματα και πολλά πρόβατα και επλήρωσε ένα μηχανικό πολλά χρήματα και έφκιασε ένα ογιοφύρι στον Αγραφιώτη, που χύνεται στον Αχελώο. Περνούν και σήμερα οι διαβάτες από το ογιοφύρι αυτό και τον σχωράνε. Έμεινε το ‘ονομά του αθάνατο. Και σήμερα ακόμη εξακολουθούν να λένε : Πέρασα στου Μανώλη το διοφύρι! Ο Μανώλης σαν νέος που ήταν, έπρεπε να αποκατασταθή. Εδιάλεξε λοιπόν ένα από τα πιο νοικοκυρεμένα και όμορφα κορίτσια, που του έταζαν και στο γάμο του εκάλεσε δεκαπέντε χωριά και με την εντολή, ότι όλα τα έξοδα θα είναι δικά του. Παράγγειλε και ήρθαν όλα τα όργανα της περιφέρειας, νταούλια και ζουρνάδες. Οι νοικοκυράδες έφεραν μονάχα πίττες και γλυκίσματα, και οι τσελιγκάδες από τα δικά τους φρούτα- το περίφημο τυρί των Αγράφων, μυζήθρα χλωρή και θαυμάσιες γιαούρτες. Τα τραπέζια στρώθηκαν στα λιβάδια του βουνού και σε ύψος 2.000μ. Τα κλέφτικα τραγούδια και οι χοροί, πότε με το στόμα και πότε με τα λαλούμενα, δεν έπαψαν μέρα και νύχτα μέσα σε δεκαπέντε μέρες! Έγινε τέτοιο γλέντι, που βούιξε όλος ο τόπος και μαθεύτηκε ο γάμος αυτός όχι μόνον σ’ όλη τη Ρούμελη, αλλά σχεδόν σ’ όλη την Ελλάδα. Και ξέρεις, παιδί μου, τι λένε για τον γάμι αυτόν ; ότι ο Μανώλης έσφαξε τόσες γίδες, ώστε μόνον οι σιούτες (αι μη κερασφόροι) ήσαν χίλιες!! Η ιστορία του Μανώλη, μου είπαν όλοι οι εν χορώ-ήταν όχι μόνον έξοχη, αλλά φαίνεται και αληθινή, γαιτί υπάρχει και σήμερα του Μανώλη το δγιοφύρι στον ποταμό Αγραφίώτη. Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ. Μας υποσχέθηκες όμως να μας διηγηθής και για τον καπετάν- Τσάμ- Καλόγερο! – Πολύ ευχαρίστως. Δε χαλάω χατήρια! 

Σταυρόπουλος, Κωνσταντίνος (1953)
Thumbnail

Ήταν ένα νερό εδώ στο κέντρο του χωριού, το πηγάδι του Μουτσάφκο το μπουγάδι, πήγε μια γυναίκα νύχτα, ζύμωνε και πήγε να πάρη νερό, έβαλε το μπραγάτσι (= μπακιρένιο δοχείο με χερούλι) να γεμίση νερό γιατί είχε λίγο νερό. Όταν πήγε για να το πάρη προτού να φτάση στο πηγάδι είδε μια κοπέλλα με ξάπλωχτα μαλλιά, φοβήθηκε και γύρισε πίσω η γυναίκα γιατί ήταν νύχτα, περίμενε καμμιά ώρα και ξαναπήγε και όταν πήγε και πήρε το μπαγάτσι είδε ένα πλεξίδι μέσα στο νερό ολόχρυσο και το πήρε το πήγε στο σπίτι. (μπεχξίδι= πολλές αλυσίδες παράλληλες πούβαζαν οι γυναίκες γύρω γύρω στο κεφάλι (κεφαλόδεσμο). Ακόμη ήταν νύχτα. Αφού πήγε στο σπίτι, άκουσε μια φωνή απόξω από το σπίτι: Ό,τι βρήκες να το πας να το αφίσης γιατί 40 μέρες δεν θα σε βρουν. Το πήγε πίσω, γιατί φοβήθηκε και το έρριξε στη βρύση. Μου τα μολογάει η μάνα μου. Στο ίδιο μέρος είδε σκυλί, το τουφέκισε, και 40 μέρες ήταν άρρωστος. Το πρωΐ βρήκε 3 σταλαματιές αίμα, αλλά 40 μέρες άρρωστος. 

Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1975)
Thumbnail

Δυτικά της Δαμασκηνέας και βόρεια των Οντρίων υπάρχει σήμερα μια πέτρα που μοιάζει μ' άνθρωπο (κοπέλλα) απολιθωμένο. Ο λαός έπλεξε γύρω απ' αυτό το ομοίωμα τον ακόλουθο μύθο. Στα τραγικά και σκοτεινά χρόνια της Τουρκικής σκλαβιάς, υπήρχε μια πολύ όμορφη κοπέλλα την οποία οι Αρβανίτες την κυνήγησαν μ' ανήθικους σκοπούς. Η κοπέλλα για να αποφύγη τον εξευτελισμό κατέφυγε σε σπηλιές και βράχους να κρυφτή. Αλλά και εκεί οι Αρβανίτες τη βρήκαν. Διέξοδος για την κοπέλλα δεν υπήρχε. Ανέβηκε ψηλά στο βράχο κι εκεί προσευχήθηκε και παρεκάλεσε το Θεό να τη σώση. Ο Θεός άκουσε τη δίκαια προσευχή της και την έσωσε. Την απολίθωσε. Από τότε πήρε και η γύρω περιοχή το όνομα κοπέλλα. 

Αδαμίδης, Αλέξανδρος Κ. (1962)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • 6
  • 7
  • . . .
  • 680
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (6798)
ΣυλλογέαςΛουκάτος, Δημήτριος Σ. (541)Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (494)Άγνωστος συλλογέας (394)Λουκόπουλος, Δημήτριος (349)Ήμελλος, Στέφανος Δ. (282)Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (272)Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (224)Οικονομίδης, Δημήτριος Β. (185)Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (172)Ταρσούλη, Γεωργία (164)... Προβολή ΠερισσότερωνΤόπος καταγραφήςΑιτωλία (284)Τρίκαλα (277)Κρήτη (252)Άδηλου τόπου (220)Κύπρος (199)Ρόδος (172)Ήπειρος (126)Τήνος (120)Παξοί (117)Κάλυμνος (93)... Προβολή ΠερισσότερωνΧρόνος καταγραφής1900 - 1975 (5717)1819 - 1899 (485)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.