Search
Now showing items 21-30 of 192
Όσο σκύφτεις, τόσο μπαίνει
(1957)
Όταν είναι κανείς αμπάσας (μαλακός) κι' όλο υποχωρεί, του λένε την παροιμία
Μωρέ, Χριστέ ξυπόλυτε, καί Παναγιά Ντρουβιάρα νά σ' είχα μέσα στόν Τρουβείο νά τράβαγες τή μπάρα
(1957)
Τρούβειο = τον καιρό που τα Ντρουβειά (=ελαιοτριβεία) δουλεύανε μέ μονολίθαρο πού τά τραβούσαν οι γυναίκες καί κουραζόντανε
Των καλωναύτων οι γυναίκες το Μαγιάπριλο χηρεύουν
(1957)
Έρχονται απότομα οι αγέρηδες κι οι ναύτες δε φυλάονται
Αγάλια 'γάλια κάουρα μην ανεβής τη σκάλα γιατ' είν' ο τάτας του παιδιού, φεύγα μωρή, μπαμπάλα
(1957)
Μία γυναίκα είχε μορόζο (=φίλο) κι ενανούριζε το παιδί της. Εν τω μεταξύ είχε πάει ο άντρας της στο σπίτι κι ο αγαπητικός της καθόταν απόξω. Λοιπόν εκείνη για ναν του δώση να καταλάβη έλιγε στο παιδί της [ τ' ανωτέρω].
Είναι καλά, αγκουράδος!
(1957)
Καλά αποκαταστημένος, τα βολεύει καλά
Δώδέκα Αποστόλοι ήτανε κι ο καθένας έκλαιε τον πόνο τυ
(1957)
Επειδή βρέχει κι εστενοχωριόντανε για τις ελιές κι εγώ τους έλεγα για τις σταφίδες της Κεφαλονιάς