• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1251-1260 από 1264

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Εν Κρήτη σώζονται ελληνικά φρούρια, θέατρα, πόλεις και άλλα πολυπληθή μνημεία βαρείας εργασίας, μαρτυρούντα την φυλοεθνίαν και δραστηριότητα των αρχαίων Ελλήνων. Διεσώθη εξ’ άλλου της παραδόσεως, ότι μόνοι οι Έλληνες εγίνωσκον ίδιον τρόπον καλλιεργείας της γης, καίοντες δια φακού τοις αγροίς. Εξ ου σήμερον καλούνται «Ελληνικά» όσα χωράφια έχουσι γην υπομέλαιναν, κεκαυμένων, και ελσί λιάν προσυδοφόρα. Το χώμα των ιστούντων αγρών είναι ως η κόπρος, και ενώ οι λοιποί αγροί αποφέρουσω εισόδημα κυρίως κατά διετίαν, οι τοιούτοι καρποφορούσι και έτος. 

Άγνωστος συλλογέας (1892)
Thumbnail

Υπάρχει ή πρόληψεις ότι οι καλοί χριστιανοί λυώνουν μετά θάνατον, οι δε κακόν μένουν άλυτοι και παράλυτοι 

Άγνωστος συλλογέας (1892)
Thumbnail

Στην επαρχία του Μυλοποτάμου στην Κρήτη, είνε ένα μεγάλο σπήλαιο, του οποίου κανείς δεν μπόρεσε να βρή την άκρη, και το οποίο λέγεται ντου Σεντόνη ή τρύπα». Μια φορά βάλαν μέσα στο σπήλαιο αυτό έναν πετεινό. Αυτός άρχισε αμέσως να κράζη από το φόβο του και να τρέχη σαν δαιμονισμένος. Στο τέλος βγήκε από το αντίθετο μέρος του σπηλαίου, στη «Φλέβα του Δισκουργιού», δυο μίλια δηλαδή μακρυά. Όταν βγήκε έξω, ο λαιμός του ήταν μια πήχυ πιο μακρύς από το πολύ κράξιμο. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Στην Κρήτη υπάρχει η εξής ωραιοτάτη παράδοσις για την αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου : Ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο Μακεδών, εκεί που γύριζε σ’όλο τον κόσμο, βρήκε κάπου και το αθάνατο νερό και γέμισε απ’αυτό ένα μπουκαλάκι, που το είχε πάντα μαζύ του. Σ’ένα μεγάλο πάλι μπουκάλι, είχε βαλμένο μέσα το Διάβολο και τον είχε τόσο καλά σφραγισμένο, που δεν μπορούσε να βγή έξω, χωρίς τη δική του την άδεια. Μα η αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήξερε την ιστορία των δυό μπουκαλιών και μια μέρα που έλειπε ο Αλέξανδρος, πήγε στο ντουλάπι που ήσαν φυλαγμένα τα δυό μπουκάλια και άρχισε να τα κυττάζη. Τότε ο Διάβολος, βλέποντας την μοναχή της έπιασε κουβέντα, μέσα από την μπουκάλα, που ήταν κλεισμένος και την παρακαλούσε να τον βγάλη από αυτή. Μα εκείνη του απάντησε πως φοβόταν τον Αλέξανδρο και δεν τολμούσε να κάνη ένα τέτοιο πράμα. Τότε ο Διάβολος την παρακάλεσε να τον βγάλη λίγη ώρα μόνο για να ξεμουδιάση και της υποσχέθηκε πως θα ξανάμπαινε πάλι μέσα. Αγαθή καθώς ήταν, η αδελφή του Αλεξάνδρου τον επίστεψε και ξεβούλωσε για μια στιγμή τη μπουκάλα. Τότε ο <Γκερκεούλης> (Βεελζεβούλ), ελεύθερος πειά, πετάχτηκε έξω και άρχισε να πηδάη μέσα στην κάμαρη και να φωνάζη πως δεν θα ξανάμπαινε στην μπουκάλα. Μα η γυναίκα άμα θέλη , γίνεται πονηρότερη κι από τον Διάβολο, κι έτσι η αδελφή του Αλεξάνδρου τον ξανάβαλε μέσα μ’ένα της λόγο μόνο. –Δεν πειράζει, του είπε, που δεν ξαναμπαίνεις, ούτε και θα μου μιλήσει εμένα ο Αλέξανδρος… Μόνον ένα πράμα μου φαίνεται παράξενο… -Ποιο ; τη ρώτησε με περιέργεια ο Διάβολος. –Όταν ήσουν μέσα στην μπουκάλα, μου φαινόσουν πιο ώμορφος, παρά τώρα που είσαι έξω. –Ά μπά! Απάντησε εκείνος, ο ίδιος ήμουν , τα μάτια σου σε γελούσαν… -Όχι! Όχι! Ήσουν ωμορφότερος μέσα στην μπουκάλα… -Βρέ άκουσε που σου λέω, ο ίδιος ήμουν! Επέμεινε ο Διάβολος. –Όχι! Όχι! Επέμεινε κι η αδελφή του Αλέξανδρου. Αν θέλης μάλιστα βάζουμε στοίχημα. –Έ στάσου και να ιδής! Και, λέγοντας αυτά ο Διάβολος, έδωσε ένα πήδημα και βρέθηκε πάλι μέσα στο μπουκάλι. –Κύττα με ! φώναξε τότε από μέσα. Μα η αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου έτρεξε αμέσως και βούλωσε πάλι την μπουκάλα, βάζοντας παραπάνω και μια βούλα από τη μεγάλη Σολομωνική. Σαν ξεμπέρδεψε έτσι με το μπουκάλι του Διβόλου, πήρε στα χέρια της άλλο μπουκάλι με το <αθάνατο νερό>. Το άνοιξε, το μύρισε πολλές φορές, ήπιε λίγο και επειδή δεν της άρεσε στη γεύσι, θυμωμένη τόχυσε έξω από το παράθυρο και έτσι το αθάνατο νερό έπεσε επάνω στην <ασκελετούρα>. (Ασκελατούρα στην Κρήτη λένε την <αγριοκρομμύδα> που φυτρώνει στους αργούς, το <μποτσίκι>, όπωε λέν στην Στερεά Ελλάδα). Από τότε η <Ασκελετούρα> έγινε αθάνατο δέντρο που δεν ξεραίνεται ότι και αν του κάνουν και που φυτρώνει και λουλουδίζει και επάνω στην ξερή την πέτρα ακόμα.. Σαν πέρασε όμως λίγη ώρα, η άμυαλη κοπέλλα κατάλαβε το λάθος που έκανε χύνοντας το αθάνατο νερό και σκέφθηκε τι θα της έλεγε ο Αλέξανδρος, σαν γύριζε. Τόσος μάλιστα ήταν ο φόβος της, που πήγε και έπεσε στην θάλασσα για να πνιγή. Μα τη στιγμή εκείνη ένα μεγάλο ψάρι, έτρεξε, άνοιξε το στόμα του και τη κατάπιε από τα πόδια έως τις αμασχάλες, αφίνοντας έτσι έξω τα χέρια της, τους ώμους και το κεφάλι της. Ούτε να την καταπιή ολόκληρη μπορούσε το ψάρι, ούτε και να την ξεράση. Η βασιλοπούλα όμως, επειδή είχε πιή το αθάνατο νερό και ήταν αθάνατη, δεν πέθανε, αλλά έθρεψε έτσι όπως ήταν με το ψάρι και έγινε ένα σώμα μ’αυτό… Έτσι από τότε ζή μέσα στη θάλασσα από τη μέση και κάτω ψάρι και από την μέση και πάνω άνθρωπος. Όλο το χρόνο μένει μέσα στη θάλασσα και μόνον μια φορά, στις δύο του Φλεβάρη, της Παναγίας (Υπαπαντής), βγαίνει από τη θάλασσα και ρωτάει τους ναύτες, που θα τύχει να περνούν με κανένα πλοίο απ’εκεί : -Ζή ο Αλέξανδρος ο βασιληάς ; Το ρωτάει αυτό, γιατί φοβάται μήπως έγινε αυτή αιτία να πεθάνη, επειδή του έχυσε το αθάνατο νερό. Κι αν οι ναύτες της αποκριθούν : -Ζή και βασιλεύει! Χαίρεται η Γοργόνα και αρχίζει να τραγουδάη ώμορφα και γλυκά τραγούδια, που οι ναύτες τα μαθαίνουν και τα λένε κι’αυτοί. Μα αν οι ναύτες δεν ξέρουν την ιστορία της και της πούνε την αλήθεια : -Πέθανε ο βασιληάς Αλέξανδρος ! Τότε αυτή μανιάζει και ταράζει τη θάλασσα και βουλάει το καράβι. Πιστεύουν ακόμα οι ναυτικοί της Κρήτης, πως της Υπαπαντής όση τρικυμία και αν κάμη, θα κάμη λίγη ώρα και καλοκαιρία, για να βγή η αδελφή του Αλεξάνδρου από τη θάλασσα. Και την καλοσύνη αυτή τη λένε. Η καπηράδα της Γοργόνας. 

Άγνωστος συλλογέας (1897)
Thumbnail

Στην περιφέρεια του Μοναστηριού της Χαλέπας του Μυλοποτάμου της Κρήτης, στη θέσι Ζερβού, υπήρχαν επί Τουρκοκρατίας τ’ αμπέλια ενός παπά, ο οποίος είχε στην υπηρεσία του εργάτες για να σκάβουν. Η παπαδιά κάθε μεσημέρι πήγαινε φαΐ στους εργάτες. Μια μέρα όμως η παπαδιά ζύμωνε και άργησε να πάη το φαΐ. Οι εργάτες πεινούσαν και άρχισαν το μουρμουρητό. Ο παπάς στεναχωριόταν και όλο κύτταζε κατά τον δρόμο του χωριού. Σε κάποια ώρα φάνηκε η παπαδιά από απέναντι, βαστώντας στις πλάτες το σακκούλι της γεμάτο από πήττες και κρομμύδια και μπροστά ένα λεκανίδι κουκιά σκεπασμένο και τα ξύλινα κουτάλια. Μα είχε αρχίσει να βραδυάζη πειά και ο παπάς σαν την είδε να φτάνη τέτοια ώρα, τώσο θύμωσε, ώστε της είπε μια τρομερή κατάρα : - Λιθάρι, χαλέπα (κοτρώνα) να γέννης ετσό που στέκεις! Και αμέσως η κατάρα κακή ήταν η ώρα έπιασε και η παπαδιά απολιθώθηκε στη θέσι όπου βρισκόταν. Και σήμερα ακόμα, όποιος περνάει από εκεί κοντά, βλέπει απάνω στο βουναλάκι να στέκη μια πέτρα που μοιάζει, σαν άνθρωπος, σαν γυναίκα. Άμα πλησιάση κανένας περισσότερο, ξεχωρίζει πίσω από το σακκούλι και μπρός το λεκανίδι με τα ξύλινα κουτάλια. Και ο κόσμος που περνά και τη θωρεί λέει : - Να η Γρηά Πέτρα η καταραμένη παπαδιά… 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Την φρ.ταύτην λέγουσι συνήθως προς τους αλιεύοντας,και μόνον την λέξιν''λαγώς''προς παροργισμόν αυτών,ένεκα του ότι ο λαγώς θεωρείται εις η προσοποποίησις του διαβόλου. 

Άγνωστος συλλογέας (1892)
Thumbnail

Τα φαντάσματα των νερών. Πως φαντάζουνται οι Κρητικοί τις Νεράϊδες. Οι νεραϊδοχοροί. Το νεραϊδοφύσημα. Η ιστορία του χωριάτη που χόρεψε με τις Νεράϊδες. Το χρυσό ποτήρι. Η Νεράϊδες και τα μωρά. Γιατί τα πνίγουν. Η μαμή που καταράστηκε τη βατραχίνα. Στο παλάτι της Νεράϊδας κ.τ.λ. Σήμερα που γιορτάζουν και αγιάζουν τα νερά, θα σας διηγηθούμε κάτι για τα φαντάσματα, που βγαίνουν στα ποτάμια τις νύχτες. Αυτά κυρίως είνε η Νεράϊδες. Οι Κρητικοί τις φαντάζονται σαν γυναίκες ντυμένες άσπρα, που βγαίνουν τα μεσάνυχτα όπου είνε νερά, βρύσες, ρυάκια, γυροπόταμα, «κολύμπες», ή στα «διασταύρια του δρόμου», στα σταυροδρόμια. Στα νερά ή πλύνουν τα ρούχα τους η Νεράϊδες ή χορεύουν. Του ανθρώπου που θα τις ιδή και θα μιλήση του παίρνουν τη φωνή. Καμμιά φορά τον φυσούνε και χάνει και το μυαλό του και τότε λέει ο κόσμος: - Αυτός έπαθε από «νεραϊδοφύσημα.» Αν τύχη να πέση ο διαβάτης απάνω στο χορό τους, τον πιάνουνε, τον βάζουν στο χορό κι αυτόν κι αρχίζουν να τον χορεύουν όλη νύχτα, ώσπου να κράξη ο μαύρος «κούκλης» (πετεινός). Ένας χωριάτης μια φορά πήγε να πάρη τα μεσάνυχτα νερό από μια βρύσι. Σ’ ένα σταυροδρόμι όμως είχανε στήσει χορό η Νεράϊδες κι έπεσε απάνω τους χωρίς να το καταλάβη. Τον αρπάζουνε λοιπόν και τον βάζουν στο χορό. Έπειτα άρχισαν να τον κερνούν μ’ ένα χρυσό ποτήρι. Ο πονηρός χωριάτης όλη τη νύχτα δεν μίλησε. Πήρε όμως το χρυσό ποτήρι και το έβαλε κρυφά στην τσέπη του. Σαν άρχισε να φωτίζη η μέρα και να λαλάη κι ο πετεινός από ένα κοντινό χωριό, η Νεράϊδες κόψανε το χορό. Μα μια απ’ αυτές τους είπε: - Μη φοβάστε, είνε ο κόκκινος. Η Νεράϊδες άρχισαν τότε να ξαναχορεύουν. Σε λίγο λαλάει άλλος πετεινός. Αυτός ήταν πειά ο μαύρος κι αμέσως η Νεράϊδες χαθήκανε. Ο χωρικός τότε, όλος χαρά, βγάζει από την τσέπη του το χρύσο ποτήρι να το ιδή. Μα η χαρά του κόπηκε αμέσως. Το χρυσό ποτήρι ήτανε τ’ ανύχι του γαϊδάρου! Επίσης στην Κρήτη πιστεύουνε ότι η Νεράϊδες κλέβουνε τα μωρά παιδιά, από τις κούνιες των μανάδων των, πάνε τα πνίγουν και τα ξαναφερνουνε στην κούνια τους πνιγμένα. Μια φορά μια μαμή έπλυνε σ’ ένα ποτάμι. Άξαφνα πετάχτηκε στα πόδια της μια βατραχίνα γκαστρωμένη. Η γρηά φοβήθηκε και της είπε: - Άδικο να σου λάχη, που μ’ εφόβισες, και να μη γεννήσης ώσπου να έρθω να σου πιάσω το παιδί. Για κακή όμως τύχη της γρηάς η βατραχίνα ήτανε Νεράϊδα και, μια βραδυά, κοντά τα μεσάνυχτα, ακούει χτύπους στην πόρτα της. Βγαίνει έξω και βλέπει ένα χωριάτη, μ’ ένα μουλάρι. – Έλα, κυρά μαμή, της λέει αυτός, να πιάσης το «κοπέλι» γιατί κοιλοπονάει η γυναίκα μου. Καβαλλικεύει στο σαμάρι η μαμή, ανεβαίνει κι εκείνος πισωκάπουλα, της δίνει μια της μούλας κι αυτή αρχινάει να πηδάη βουνά και λαγκάδια, ώσπου φτάσανε σ’ ένα φαράγγι, κοντά στη ρίζα ενός δέντρου, όπου ξεπέζεψαν. Η γρηά, τρομαγμένη, δεν μίλαγε. Ο χωριάτης χτυπάει τη γη, σχίζεται αυτή στα δύο, και μπαίνουν μέσα σ΄ ένα ώμορφο παλάτι στρωμένο και στολισμένο με μεταξωτά. Εκεί, σ’ ένα πλούσιο κρεββάτι, μια Νεράϊδα κοιλοπονούσε, άσπρη σαν τις αχτίνες του ήλιου. – Α, καϋμένη μαμή, της λέει, μ’ έσκασες ώσπου ναρθής. Μ’ έπιασε η κατάρα, που μούπες στο ποτάμι: να μη γεννήσω όσο νάρθης. Η γρυά μιλιά! Σε λίγο η Νεράϊδα γεννάει μια κολοκύθα! Ο άνθρωπος, ο Νεράϊδος να πούμε, που ήταν χαμένος έως την ώρα εκείνη, να και μπαίνει άξαφνα βαστώντας ένα μωρό στην αγκαλιά του. Γρήγορα – γρήγορα το σφίγγει στο λαιμό, κρατώντας το απάνω από το γεννημένο κολοκύθι, ώσπου έσταξαν τρεις σταλαγματιές αίμα από τη μύτη του. Αμέσως το κολοκύθι σχίστηκε και βγήκε από μέσα ένα Νεραϊδάκι, «σαν τ’ αστάλαγα τα χιόνια». Η μαμή περιποιήθηκε τη λεχώνα, θέλοντας και μη, κι ύστερα ξαναγύρισε στο σπίτι της. Την άλλη μέρα έμαθε πως πνίξανε η Νεράϊδες το μωρό μιας ανιψιάς της! 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
Thumbnail

Διεγούνται εν Κρήτη ότι ποιμών τις είχε αφιερώσει εις του Αγίου Γεωργίου ζώα τινα εκ του ποιμνίου του, ίνα σφάξουν εκ των εορτών του, τα οποία εκ μακρινού μέρους ωδηγεί εις του ναΐσκου. Ότι δε επλησίαστες αυτώ ήκουσε τον ήχο κωδώνων και μετ’ ολίγον είδε και τ’ άλλα ζώα τα ακολουθούντα αυτού εξ’ αποστάσεως. Τότε ποιμών εσήκωσε την ράβδα του και κτύπησας αυτών ως άλλος Μωυσής επί τινός βράχου είπε : «Άγιε Γεώργιέ μου, αν είσαι θαυματουργός, να βγή νερό από το βράχον τούτον». Και παρευθύς ανέβρυσεν άφθονος πηγή ύδατος, ήτις υπάρχει και την σήμερον. Ο δε μικρός εκείνος ναΐσκος κατέστη έκτοτε μεγάλη και πλούσια μονή. (σελ. 114) 

Άγνωστος συλλογέας (1891)
Thumbnail

Επίσσωσε το καΐκι. Λείψανον της αρχαίας δοξασίας, καθ' ων οι νεκροί διαπεραιούνται εις του μετά θάνατον κόσμον δια του σκαφιδίου του Χάρωνος. Επειδή όταν παρασκευάζωνται οι ναυτικοί προς απόπλουν καλαφατίζουν και επισσώνουν το σκάφος, εν μεταφ: φέρεται η φράσις επί των ετοιμοθανάτων. 

Άγνωστος συλλογέας (1892)
Thumbnail

Ο <βαρθακός>,ο βάτραχος είνε αγαπημένος των θεών. Στην Κρήτη το έχουν παρατηρημένο, πως σαν σκοτώση κανένας <βαρθακό>, είνε αδύνατον να μη σπάση την ημέρα και κανένα πιάτο. 

Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • «
  • 1
  • . . .
  • 123
  • 124
  • 125
  • 126
  • 127
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (1240)Παραδόσεις (24)Συλλογέας
Άγνωστος συλλογέας (1264)
Τόπος καταγραφής
Κρήτη (1264)
Ξάνθη (1)Χρόνος καταγραφής1960 - 1961 (16)1930 - 1939 (51)1920 - 1929 (91)1910 - 1919 (1)1900 - 1909 (1)1891 - 1899 (916)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.