• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 1-10 of 42

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ένας ‘ικός μας επαντρεύτη μια καλομοίρα, αυτός κατάφερε και της πήρε την τσίπα της που την είχε αφήσει κ’ έπαιζε τα παιχνίδια, άμα επήρε την τσίπα της (δ)εν εμπόρε η καλομοίρα ΄ά φύη και τον ακολούθησε κ(αι) επήε στον σπίτιν του και την επαντρεύτη. Την τσίπα την είχε κρυμμένη. Όταν επαντρεύτη μετά από κάμποσο καιρό έκαμε παιΐ, το παιΐ της καλομοίρας εμεγάλωνε. Μια μέρα ο πατέρας έλειπε στο μετόχι (εκεί πόχουμε τα χτήματά μας). Λέει τότε η καλομοίρα στο παιΐ της. – Παιΐ μου αν ξεύρης που έβαλε την τσίπα μου ο πατέρας σου ‘ά μου την φανερώσης για (ν)α φύωμε (ν)α πάμε σ’ όμορφο μέρος. Ο άντρας την παράκατσε και την άκουσε που τα ‘λεε μα (δ)εν επρόλαβε το παιΐ και το παιΐ λέει: Μάννα στο τάδε μέρος είναι. Και το βάλε ‘ά πά’ (ν)α της την φέρη. Α πας παιΐ μου ‘ά μου την φέρης εδούα (=εδώ). Πάει το παιΐ την φέρνει της την δίνει και αμέσως μόλις την επήρε στα χέρια της επέτασσε στον αέρα μαζί με το παιΐν της κ’ έμεινε ο άντρας της Καλομοίρας μόνος. Αυτές άμα έχουν αφήση το παιΐν των τότε ‘υρίζουν και φτειάχνουν το σπίτι και φεύγουν, είδ’ άλλως ποτέ (δ)εν ‘υρίζουν στον άντρα των. Άμα την τσίπα την έχει φυλαμένη ο άντρας αυτές ‘εν μπορούν ‘ά φύουν και κάθονται στο σπίτι κ’ είναι καλές γεναίκες, πολύ καλές στον άντρα τους. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Είχα μια κυράτσα και μας έλεε ότι εδούα κάτω στου Κρητικού την Ελιά (νοτ.) έχει μια κρεμάρα (σπηλιά) εκεί εκελλαρώνανε (=αποθηκεύανε) τα συκά. Ο πατέρας της κυράτσας αυτής είχε το κριθάριν του στ’αγγειά μέσα και κάθε Σαββάτο επάαινε ο πατέρας της κ’έπιανε κριθάρι και το ‘φερνε στο σπίτι για να το φρύξη η γεναίκα του και το ‘φερνε στο σπίτι για να το φρύξη η γεναίκα του και ‘ά κάμη την κουμπάνια του σπιτιού. Αυτό ‘είνετο κάθε βολά. Μια μέρα αυτός ‘έν εμπρόλαβε ‘ά ‘ρτη απ’το χωράφι και η γεναίκα του σκέφτηκε επειδή είχε αργήσει ‘ά ‘κείνη ‘ά φέρη απ’τα’ αγγειό το κριθάρι. Πααίνει και θωρεί κ’ήτο τ’αγγειό γιομάτο μέχρι τα χείλη και εκεί που πήε ‘ά πιάη βρίσκει ένα φίδι πρασινοκόκκινο ‘έν το πείραξε το φίδι έκαμε τη βόρτα του κ(αι) εχάθη. Η γεναίκα εθώρε τ’αγγειό που ‘το γιομάτο και λέει : Μπά α’ο που πιάνει το κριθάρι ο άντρας μου αυτό είναι γιομάτο. ΄Επιασε κι αυτή κριθάρι κ’ήρτε στο σπίτι. Το βράυ αργά ήρτε ο άντρας της είδε αμέσως το κριθάρι που ‘φερε η γεναίκα και ‘έν εμίλησε τίποτε. Η γεναίκα του όμως του ‘πε : Άντρα ά ‘ό που πιάνεις κριθάρι και τα’αγγειό μας είναι γιομάτο μέχρι τα χείλη. Εκείνος ‘έν της απάντησε και την άλλη μέρα πάει άντρας και βλέπει τα’αγγειό άδειο, χάσαν το τυχερό γιατί έπρεπε ‘ά παιαίνη ούλο ο άντρας και ‘ά μη λέη τίποτε, όπως και ‘έν εμίλα. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Ο Άϊος Κασσιανός είναι τιμωρημένος απ’ το Θεό και γιορτάζει κάθε τέσσερα χρόνια, γιατί έκαμε παράπονα στο Θεό χωρίς (ν)α ΄χη δίκαιο. Μια βολά εκεί που εκάθετο ο Κασσιανός θωρεί και πααίναν οι άθρωποι πολλά λά’ια και κεριά στον Άϊ Νικόλα ‘υρίζει την κεφαλήν του κι απ’ τ’ άλλα μέρη ‘ύρω, ‘ύρω και θωρεί πως και στους άλλους ά(γ)ιους επάαινε ο κόσμος λαϊα κι άλλα μα ξαναϋρίζει και θωρεί τ’ Άϊ Νικόλα κι όλα του τα κελλιά ήτο ‘έματα από κεριά, λάϊα και λιβάνια. Ο Κασσιανός ζήλεψε και λέει (θ)α πάω στο Θεό (ν)α κάμω παράπονα (ν)α τιμωρήση τους αθρώπους που ‘έν με τιμούν και (ν)α πάρη και τα καλά απ’ τ’ άϊο Νικόλα (θ)α πώ γι’ αυτό είπε με το νουν του γιατί αυτός έχει τα περισσότερα. Έχει βέβαια τα περισσότερα γιατί εμείς όλο αυτόν φωνάζουμε και μας βοηθάει και τον τιμούμε. Πάει μια και δυό στο Θεό : Θεέ μου λέει οι άθρωποι πρέπει ‘α τιμωρηθούν γιατί τιμούν μόνο τον Άί Νικόλα και έχει ένα σωρό πράματα και ‘εν ξεύρει που ‘α τα βάλη. Καλά λέη ο Θεός ‘α φωνάξωμε όλους τους Α(γ)ϊους ‘α φωνάξωμε και τον Άί Νικόλα ‘α δούμε γιάντα αυτός έχει τόσα και γιάντα τον τιμούν οι άθρωποι. Φωνάζει όλους τους Αΐους φωνάζει και τον Άί Νικόλα, μα ο άγγελος που έστειλε ‘α τον φωνάξη ‘’υρισε και είπε στο Θεό : ‘Γώ ‘εν τον βρίσκω. – Να πά’ (ν)α ψάξης παντού και ‘α τον βρής του λέει ο Θεός. Πάει ο άγγελος έψαχνε έψαχνε και τον βρίσκει κ’ έσωζε μέσα στη θάλασσα ένα καΐκι. - Έ του λέει ο Θεός σε θέλει, - Καλά έρχομαι σε λίο τελειώνω. Μετά από λίο πάει ο Άϊ Νικόλας μουσκεμένος με τις αλμύρες - Που ήσουν Νικόλαε λέει ο Θεός – Θεέ μου ήμουν στη θάλασσα έσωνα ένα καΐκι που πάαινε στο μπάτο. Τότε ο Θεός ‘υρίζει και λέει στον Κασσιανό είντα ‘κανες εσύ σήμερα; - Τίποτα Θέε μου. Άλλες μέρες έκαμες τίποτα στους ανθρώπους; - Όχι Θεέ μου ήμουν στον παράδεισο. – Τότε πώς μιλάς έτσι κ’ έχεις και παράπονο, τώρα (θ)α σε τιμωρήσω για να γίνης παράδειγμα, (Θ)α γιορτάζεις κάθε τέσσερα χρόνια μια βολά. Κι από τότε είντα (ν)α πή ο καημένος ο Κασσιανός που ‘εν είχε δίκιο ‘εν μίλησε και από τότε γιορτάζει κάθε τέσσερα χρόνια μια βολά 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια γεναίκα εξώμενε στα Λιαδιά (ανατ.) και το βράυ άκουσε απάνω στο ‘ώμα που εμαντιναϊζαν αυτές οι καλομοίρες και η γεναίκα στεναχωριόταν κ’ έλεε μέσα της γιατί ‘εν κάμνει, ‘α μιλάς σου κάμνουν κακό και μέσα απ’ το σπηλάδι της, αφού αυτές μαντιναϊζουν α’ό πάνω αύριο ‘α βρω τα σύκα μου λειωμένα. Σηκώνεται το πρωϊ η γεναίκα και τρέχει επάνω στο ‘ώμα για να ‘δη είντα ‘ινήκασι τα σύκα της. Πααίνει πα’ στο ‘ώμα και ένα σύκο ‘εν είχαν χαλάσει. Αυτές είναι αέρας, και ‘εν τα λειώσαν είναι ελαφριές πολύ και φορούν ωραία ρούχα κ’ είναι πολύ όμορφες και ξελογιάστρες. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Η Νίσυρος πρώτα (δ)εν ήτο, ε’ίνηκε ά’ ο τότε που ο Ποσειδώνας άρπαξε μια πέτρα μεάλη, ένα ρούτσουνο πολύ μεάλο, ένα κομμάτι απ’ την Κω και το ‘ριξε στον Πολυβότη κι μ’ αυτό πλάκωσε τον Πολυβώτη κι ο Πολυβώτης είναι από κάτω τώρα κι άμα ανστενάζει, εδούα είναι το ηφαίστειο, κάνει σεισμούς, οπότε αναστενάζει ταράζεται ο κόσμος γιατί εδούα στο ηφαίστειο είναι το κεφάλιν του. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Δυό παιϊά μια μέρα ‘κεί που κάμναν το καμίνι όξω στου Κοίλου την Λαγκά (ανατ.) μεσημέρι ήτο μπίζιλη ώρα είναι αυτή (μέσ’στη ζέστη) κι έκουσαν Αντώνη Αντώνη τον ένα απ’τους δυό τον λέαν Αντώνη και ‘ύρισε ο Αντώνης κ’είδε ένα ψηλόν π’ανέβαινε και είχε κ’ένα πάπλωμα άσπρο κ(αι) εβάστα. Το παιί απήντησε ‘έν ήξευρεέπρεπε ‘ά μην απαντήση. Άμα απήντησε έπαθε γκόλωμα, γκολώθηκε (στράβωσε η μούρη του). Αμέσως τον επήραν και του περάσαν αγιωτικά κ(αι) επήαν και στο μέρος εκείνο τον παπά και πέρασε αγιωτικά πολλά και το παλληκάρι μετά ‘α ‘ό πολλά έ’ινε καλά. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Οι καλομοίρες εφορούσαν πουκαμίσες άσπρες κ’ ήτο όμορφες, εφεύγαν στις λαγκαδιές εκεί ‘πομέναν. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Ένας που ‘τανε κράκτης (=καντηλανάφτης) χρόνια σεράντα στην εκκλησά των Νικειών, στα Εισόδια της Παναγιάς είδε καλοβαρβάρες, ήτο πατέρας μου και μας τα ‘λεε. Ήτο παραμονές Χριστούεννα και σηκώθηκε τα μεσάνυχτα (ν)α φωνάξη τον κόσμο στην εκκλησά γιατί έτσι (γ)ίνεται, περνούσε κ’εφώναζε και χτυπούσε τις πόρτες απ’όλες τις στράτες. Άμα έφτασε σ’ένα μέρος που τον λέμε Άλιτα (έχει εκεί μια αγριοσυκιά, γιαυτό το λέμε έτσι παλιά είχε πολλά άλιτα) είδε ομπρός του μια γεναίκα με άσπρα ντυμένη όσο πάαινε κοντά της (προς την γεναίκα αυτή ψήλωνε μέχρι που έφτασε σ’ένα σημείο που ‘έν μποσούσε (ν)α ανετρανίση (=κοιτάξη) τότε κατάλαβε πως ήτο άσκημο πράμα φάντασμα, Καλοβαρβάρα κ’έκαμε το σταυρόν του κ’έφυε. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Η Καλακάνα πέτρωσε και στέκει εδουά μέχρι τώρα αυτή την πέτρωσε ο Άις Γιάννης ο Θεολόγος και μαζί μ' αυτή για να την τιμωρήσ' πολύ πέτρωσε και τα τρία παι(δ)ιά, την πέτρωσε γιατί ενώ ερχόταν ο Άις Θεολόγος 'α κύρηξ' στο χωριό μας του έρριξε σκουπίδια και εκείνος θύμωσε και την πέτρωσε κι αυτή και τα τρία παιϊά το 'να είναι πλάι της κ' είνια πετρωμένο (ε)κεί, τ' άλλο στον Πύργο (βορ.) και τ' άλλο το 'χε στείλει 'ά πάρη ξύλα και πέτρωσε εκεί που τό 'στείλε στο Διαβάτι (βορ.). 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Άλλοι πάλι ελέαν ότι οι καλόεροι είχαν μάθει ότι πήραν οι Τούρκοι την Πόλι κ(αι) ελέαν ο Θεός είναι μεάλος και η Παναγιά μας αγαπάει και (θ)α μας την δώση πάλι και (θ)α γίνη πάλι ελληνική. Τότε πετάχτηκε ένας όχι καλόερος ένας άλλος και λέει όσο μπορούν τα τηανισμένα αυτά ψάρια ‘α πετάσουν μέσα στο νερό και να καλουμπούν, άλλο τόσο (θ)α ‘ίνη και η Πόλι Ελληνική και αμέσως τα ψάρια πήδησαν κ(αι) επήαν μέσα στο νερό και είναι μέχρι σήμερα. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 5
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (42)
Collector
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (42)
Place recorded
Νίσυρος, Νικειά (42)
Time recorded
1964 (42)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.