• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 21-30 of 42

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μια γεναίκα μια βολά πήε κ’άνοιξε την κρυφτήν της ( εκεί που βάζομε το κρασί) για να πάρη κρασί κ’ εκεί μόλις άνοιξε θωρεί αλυσίδι με φλουριά και χυνόταν στα πόια της συνέχεια, το κυμέρι (πολύ χρήμα) άλλο πράμα, μάεψε όσα εμπόρε και τα ‘[βαλε στη πούγκα της (τσέπη της) κ(αί) επήε στο σπίτι της. Εκεί όμως όταν πήε άρχισε (ν)α τα λέη και τότε πήε ‘α τα βγάλη κ’ λεγιναν κάρβουνα, έπρεπε ‘ά μη μιλήση τίποτα, γιατί άμα μιλάς και τα μολοήσης το βιός (γ)ίνεται κάρβουνο 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Στην Αστροπαλιά δεν έχει φίδια γιατί είναι ο Άις Άνθιμος εκεί και ένα καΐκι μια φορά έφερε ξύλα από ένα άλλο μέρος και κάτω από ένα ξύλο είχε ένα φίδι και μόλις βγάλαν όξω το ξύλο έπεσε κάτω ψόφιο 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια βραδιά ενέβαινε ένας άθρωπος απ’το μετόχι του κ’επήε κ’έκατσε στου Κρητικού την ελιά(νοτι-αντατ.)για να ξεκουραστή. Όπως ήκατσε στην ελιά έρχεται ένας άθρωπος και καθίζει κοντά του. Ήτο ο σύντεκνος του και ήτο ποθαμένος, μα ο άθρωπος κουρασμένος ως ήτο ‘έν εθυμήθη ότι ο σύντεκνος ήτο ‘ποθαμένος. Είντα ‘ναι σύντεκνε κ’έκατσε (ο ποθαμένος σύντεκνος)-Κάτω ήμουν σύντεκνε κ’έκατσα λί’ο ‘ά ξεκουραστώ. –Θέλεις τσιάρο –Ναι τότε του δίχτει γαδούρια (κόπρανα του γαδάρου) μόλις έκαμε έτσι γυρίζει και τον θωρεί και βλέπει πως ήτο ο ποθαμένος σύντεκνος σ’ένα τέταρτο άκουσε ένα βοητό ένα κακό α ‘ό πέταλα α ‘ό ζάλα πολλά. Ο σύντεκνος ο ποθαμένος γύρισε στο σπίτι και ρώτησε και μέσα σε δέκα πέντε μέρες ‘πόθανε. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια άλλη βολά ο ίδιος ηύρε έναν κάττη και τον εκυνηούσε κ(αι) εμπερδεύετο στα πόια του και σε λίο ο κάττης ε ίνετο σκύλλος και κατάλαβε πως ήτο όξω απ’ ε’ώ κ’ έκαμε το σταυρό του κ’ έφυαν ούλα ά’ό μπρός του. [ίδιος= Ένας που ‘τανε κράκτης (=καντηλανάφτης) χρόνια σεράντα στην εκκλησά των Νικειών, στα Εισόδια της Παναγιάς]. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Στα Λιάδια (ανατολ.) εμαντιναΐζαν οι καλομοίρες ‘κει κοντά σ’ ένα σπηλάδι (= εκεί που μένουν στις εξοχές οι αθρώποι αυτά είναι χαμηλά) μέσα στο σπηλάδι όπως εκοιμώντο οι αθρώποι ακούσαν θόρυβο, εχορεύγαν οι καλομοίρες. Η γεναίκα εφοάτο πολύ ο άντρας λέει: γεναίκα εγώ θ’ ανοίξω την πόρτα ‘α ‘δω είνται γίνεται όξω, είντα ‘ναι αυτά που ‘κούονται. Έ, που σανταλαχίστη η πόρτα αυτές (οι καλομοίρες) εφοήθησαν και φύαν. Μια απ’ όλες τις καλομοίρες είχε και το παιΐν της κρεμασμένο σ’ ένα gλάο (κλάδο), ήτο κρεμασμένο από τον gλάο γιατί ήτο μέσα στο ανέμα (σαν ταγάρι) κι ήτο κρεμασμένο από τα κρούτσια (χέρια) κι αυτή α’ό το φόον της έφυε και το ‘φησε. Ο άντρας το ‘πιασε το παΐ και το ‘βάλε στο ντουφέκι του, το κρέμασε και ύστερα από κάμποση ώρα έρκετο στο χωριό ‘α φέρη το παιΐ της καλομοίρας. Μόλις ανέβη και ήρτε στο χωριό πάνω που ξημέρωνε εμπαίναν κι οι καλομοίρες στο χωριό και τότε αυτός κατάλαβε ένα φύσημα, κ’ εχάθη το παιΐ, ήτο η καλομοίρα που ‘ρτε κ(αι) επήρε το παιΐν της. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Δεν κάνει ‘α δίχτωμε όξω από το σπίτι νερό στο δρόμο είναι κακό γιατί κάποτε έδιξαν νερό από σπίτι στο δρόμο κι όταν εκυνηούσαν οι Εβραίοι το Χριστό κ’ έτρεχε εγλυστρησε και τον πιάσαν. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια βολά μια καλομοίρα ήθελε (ν)α γεννήση κ’ ήρταν οι άλλες οι καλομοίρες ‘α πάρουν τη μαμμή το βράυ ά την παν’για (ν)α την ξεγεννήση. Οι καλομοίρες που πήαν ήτο σαν τις άλλες γεναίκες και χτυπούν την πόρταν της και της φώναξαν. Άνοιξε η μαμμή και της λέουν: Έλα ‘α ΄ρτης μαζί μας ‘α πα να ξεγεννήσης την αερφή μας. Εκίνησε η μαμμή και πάαινε μαζί των, αλλά ‘εν τις είχε γνωρίσει στο δρόμο της λέουν: Αλλοίμονό σου κι αν είναι κόρη, παλληκάρι το θέλομε. Η μαμμή τότε κατάλαβε πως ήτο καλομοίρες γιατί οι καλομοίρες θέλουν παλληκάρια κ(αι) εφοήθη μα είντα ‘α κάμη πάαινε, την πααίνουν σε μια λαγκάδα κ’ εκειά ήτο πάνω σ’ ωραία παπλώματα η καλομοίρα κ’ είδε μάλιστα η μαμμή κ’ ήτο τα ΄να το μεταξωτό το πάπλωμα ίδιο με της κόρης της ‘ειτόνισσας που ‘το το προικιόν της και είπε με τον νουν της αυτό είναι το ίδιο πάπλωμα της ‘ειτόνισσας εγώ ‘α το σημαδέψω με τα αιματένα μου χέρια’α δω. Ήρτε η ώρα και ξεγέννησε την καλομοίρα κ’ ήτο το μωρό κόρη είντα ‘α κάμη η μαμμή κολλά του κερένα πραματάκια το φασκιώνει μάνι μάνι κ(αι) επήε ‘α φύη άμα πήε ‘α φύη την φορτώσαν μέσα στην πούγκα της κρομμυδόφυλλα της στοιβάσαν την πούγκα της κ’ η μαμμή έφυε τρεχτή και μόλις ανέβηκε τη λαγκαδιά επέταξε τα κρομμυδόφυλλα κ’ επόμεινε ένα στην άκρη άκρη της πούγκας. Μπαίνει μέσα στο σπίτι κλειδώνει καλά και κάετο τρομαγμένη αλλά ασφαλισμένη. Σε λίο (α)κούστη μεάλος θόρυβος ήτο οι καλομοίρες και φώναζαν: Κυρά μαμμή, κυρά μαμμή κέρενκι ήταν η ψωλή. Αλλά ‘εν ημπορούν ‘α της κάμουν τίποτε γιατί ήτο κλειδωμένη η μαμμή και ‘εν εμίλα τίποτε. Το πρωΐ σηκώνεται και πάει στην ‘ειτόνισσα και ζητά το πάπλωμα ‘α το δη και το θωρεί με τα αίματα κ’ ύστερα ηύρε και στην πούγκαν της ένα φλουρί, γιατί εκείνα που της εστοίβασαν ήτο φλουριά ‘εν ήτο κρομμυδόφυλλα αλλά εφαίνοντο έτσι. Αυτές οι καλομοίρες παίρνουν τα ρούχα απ’ τα μπαούλα άμα τα ‘νοίεις το βράυ γιαυτό (δ)εν κάνει ‘α ‘νοίεις το σεντούκι σου βράυ. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Μια άλλη βολά μιά γεναίκα ερχόταν απ'του Καλού ήτο πάλι μεσημέρι και έκουσε τ'όνομάν της και 'ύρισε και θωρεί μια γεναίκα με τ'άσπρα τότε ξανακούει τ'όνομάν της και 'πολοήθη και αμέσως έπαθε γκόλωμα, αυτό έφυε με αγιωτικά. (γκόλωμα=στράβωσε η μούρη του). 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Οι Καλοβαρβάρες, είναι σα τις Καλοκαζάρες βγαίνουν το Σαραντάμερο και όποιο παιί(γ)εννιέται με την ώρα που (θ)α εννηθή ο Χριστός 'ίνεται Καλοβαρβάρα ή Υπνοφάς όπως τους λέμε κι αλλοιώς. Ίνονται (γίνονται) καλοβαρβάρες εκείνοι που οι γονιοί των του Βαγγελισμού ξαπλώνουν μαζί, άμα τότε ξαπλώσουν μαζί 'ίνονται απ'αυτές. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
Thumbnail

Νέσυρε μια κόρη νερό μεσημέρι απο τη βιστέρνα στη Τραχαντήρα (ανατ) και ο τράχηλος (=στόμιον) ήτο μεάλος το νερό παίζει και έχει στοιχειό και την τράβηξε κάτω. Το στοιχειό του νερού έχει τις καλές του έχει και τις κακές του, μπορεί 'ά κοιμόταν 'κείνη την ώρα και με το νέσυρμα να το ξύπνησε και θύμωσε. 

Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (1964)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (42)
Collector
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι. (42)
Place recorded
Νίσυρος, Νικειά (42)
Time recorded
1964 (42)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.