• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 10

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Η ίδια η μαμή, η Μπάμπα Βαγγελίτσα, μας είπε η ίδια πως είδε για το παιδί, άμα το γέννησε, πως ήρθαν οι Μοίρες στις τρεις βραδυές μετά τη γέννα. Ήσαν τρεις Μοίρες. Τότες οι λεχώνες δε σφαλούσαν την πόρτα καλά την νύχτα την αφήνανε λίγο ανοιχτή. Στον ύπνο της είδε πως άνοιξε η πόρτα τρεις φορές. Κάθε φορά έμπαινε από μία μία γυναίκα (Μοίρα). Αυτές έκατσαν κοντά στο σπίτι και είπαν μεταξύ τους. Λέει η μια. Άει (=έλα) να της το πάρωμε το παιδί». Η άλλη είπε «Ας το αφήσωμε να χαρή λίγο η μάννα». Η τελευταία λέγει «ας χαρή δεκαπέντε χρόνια». Εμπήκε στα δεκαπέντε χρόνια κι απέθανε το παιδί. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)
Thumbnail

Κάποιος πέθανε και πρίν τον θάψουνε τον πήδηξε η γάτα και το αίμα του ζωντάνεψε και κάθε βράδυ παρουσιαζόντανε στο σπίτι σκιά και έκανε κρότο τα μεσάνυχτα στις 12 η ώρα και πήγαινε στα στρώματα που κοιμόντουσαν και τους έπνιγε και όλο το χωριό είχε αναστατωθή και δε μπορούσαν να βρούν τι πράμα ήταν αυτό. Ύστερα αναγκάστηκαν και παραμόνευαν στο μνήμα και στο σπίτι. Μετά πολύ καιρό το ανακάλυψαν. Έβγαινε ένας από το μνήμα κόκκινος σαν φούσκα κ’εκατρακυλιότανε. Την άλλη ‘μέρα πήραν ασβέστη τον σβύσανε ‘κείνη την ώραν που θα έβγαινε. Μόλις βγήκε περιχύσανε τη κόκκινη φούσκα με τον καυτό ασβέστη και η φούσκα έσκασε και δεν ξαναπαρουσιάστηκε πιά. Το βράδυ, τη νύκτα, που μαγείρευαν τους έρριχτε από πάνω από το τζάκι ακαθαρσίες μέσα στα φαγητά. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)
Thumbnail

Στον Άγιο Λουκά, είναι εξωκκλήσι, εκεί είναι ολόγυρα δένδρα (βαλανιδιές, καράμποβα) και λένε απο παλαιά μέχρι και σήμερο ότι κάθε πρωί βγαίνει στον ήλιο και λιάζεται ένα φίδι πολύ μεγάλο, δηλαδή χονδρό. Έχει σαν αρνίσιο κεφάλι. Στο σβέρκο μέχρι τη ράχη είναι τριχωτό και με μεγάλα μάτια. Όσους περνούν απ'εκεί δεν τους πειράζει. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)
Thumbnail

Κάτω στο λόγγο (=κοιλάς κατάφυτος απο δένδρα)στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου είναι δένδρα καραμπομπιές (=τσικουδιές, τραμμυθιές) χονδρά δέντρα και ψηλά. Εκεί βγαίνει ένα φίδι μεγάλο όχι πολυ μακρύ. Έχει κεφάλι πολύ μεγάλο σαν της αγελάδας και κέρατα. Βγαίνει και λιάζεται. Ύστερα γυρίζει στην σπηλιά του. Δεν έκαμε κανένα κακό. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)
Thumbnail

Λέμε πως ήτανε μια φορά ένας παπάς εδώ στην Έδεσσα, που παλαιά τα λέγαμε Βοδενά. Ήτανε ο καιρός επί Τουρκίας.Εθέλανε να τόνε τουρκέψουν και αυτός, επειδή αρνήθηκε, τον εκυνήγησαν και ερρίχτηκε στον καταρράχτη κ’ εχάθηκε, πάει. Και το μέρος αυτό που είναι ο καταρράχτης το ωνόμασαν «τσιρί παπά» δηλαδή από εκεί ερρίχτηκε ο παπάς. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)
Thumbnail

Μια στην Άρνισσα έβλεπε μόλις πλάγιαζε στο κρεββάτι να κοιμηθή, πριν να την πιάση ο ύπνος ένα χέρι τριχωτό που ερχόντανε να την πιάση στο στήθος. Αυτό γινότανε τακτικά και αυτή επήγαινε εδώ κ εκεί για να γιατρευτή. Της είπαν να πάη στη Ζέρβη (χωρίον Ζέρβη). Εκεί είναι δύο πέτρες που ενώνονται και κάνουν σα γέφυρα. Εκεί ν' αφίση ένα σημάδι από το ρούχο της και να βάζη κάτω από το μαξιλάρι της όταν κοιμάται θυμίαμα. Ύστερα έφυγαν από το σπίτι αυτό, το εγκατέλειψαν και εχάλασε. Άνθρωπος δεν έπαιρνε απ' εκεί ούτε ξύλο ούτε πέτρα. Το θεωρούνε στοιχειωμένο σπίτι. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)
Thumbnail

Στα χρόνια της μαμάς μου, πριν από 60 χρόνια της μάννας μου η θεία μας έλεγε πως ήτανε μια λεχώνα. Μεσάνυχτα είδε περνούσανε γάμος όλοι με αλόγατα, ο γαμπρός άσπρο σεντόνι πα’ στ’ άλογο, η νύφη με τα τέλια απάνω στ’ άλογο κι αυτή κ η προίκα πάνω στ’ άλογα. Περνούσανε ο κόσμος. Η πεθερά της της λέει. Μην ανοίγης το παράθυρο. Μην κοιτάζης και σώπα. Είσαι λεχώνα και θα σου πάρουν την λαλιά. Παντρεύονταν τα φαντάσματα και πήγαιναν από τη μίαν πολιτεία στην άλλη. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)
Thumbnail

Εδώ ένας πασάς επήρε τον επιτάφιο, δηλαδή το παννί, ήταν πολύ όμορφο και το έβαλε πάνω στο άλογο κ’ εκαβαλλίκεψε: Οι Χριστιανοί για να το πάρουν το παννί του επιταφίου του ‘δώσανε ένα τchιαΐρι (=δηλαδή περιοχήν που είχε πολύ χόρτον, ανοικτή χωρίς δένδρα). Το μέρος αυτό το λέμε παchιά τσιαΐρι και ευρίσκεται προς το μέρος του Άγρα, δυτικώς της Εδέσσης. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)
Thumbnail

Μια μαμή είχαμε γειτόνισσα πριν από 60 χρόνια τη Μπάμπα Βαγγέλιτσα (=γιαγιά). Όταν πήγαινε ο άνθρωπος να την πάρη για την γυναίκα που θα την ξεγεννήση, επήγαινε νύκτα και δε ρωτούσε η μαμή που θα πάη. Ακολουθούσε χωρίς να μιλήση. Ούτε αυτός μιλεί. Αυτός μπροστά κι αυτή πίσω. Αντί να την πάη σε σπίτι, την πήγε στον γκρεμνό (=δρόμο) που κατεβαίνανε για το λόγγο (= πεδιάδα) σε μια σπηλιά. Της μαμής της φάνηκε πως είναι δωμάτιο επιπλωμένο και είδε και γυναίκες να κάθωνται στολισμένες με ρούχα της γειτονιάς της που εγνώριζε ποιωνών γυναικών ήτανε. Αυτές οι γυναίκες ελέγανε μεταξύ τως. Κρίμα η καημάνη η μαμή, εάν γεννηθή θηλυκό θα τη χάσου (= θα την σκοτώσουν). Εάν είναι αγόρι την ποδιά της θα την γεμίσουν λεφτά. Αυτή τα άκουγε όλα. Εγεννήθηκε αγόρι. Ο νοικοκύρης της έδωσε λεφτά. Όταν γύρισε στο σπίτι τα λεφτά που της έδωσαν είδε η μαμή πως ήταν τσόφλια από κρεμμύδι. Στην σπηλιά όταν γεννήθηκε το παιδί εχάρηκαν που ήταν αγόρι κ’ έκαμαν λαγγίτες να φάνε. Η μαμή επήρε ζυμάρι κ’ εσημάδεψε κρυφά το νυφικό φουστάνι της γειτόνισσας της (της μάννας του Στουΐδη Μιχαήλ). Την άλλη μέρα πάει στο σπίτι του Στουΐδη η μαμή και της λέει «βγάλε το νυφικό σου να το δω». Αυτή απόρησε «τι το θέλεις;» Βγάλε το να το ιδώ. Αυτή το έβγαλε και τότε η μαμή είδε το ζυμάρι στο φόρεμα και τότε η μαμή της είπε όλην την ιστορία που έπαθε. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)
Thumbnail

Ήτανε ένας πλούσιος, αλλά τις λίρες τις έκρυβε εδώ κ’εκεί , όχι σ’ένα μέρος.Ήτανε μεθύστακας, άφηκε ένα παιδί. Το παιδί αρρώστησε κ’ εδυστύχησαν πολύ με τη μάννα. Το παιδί είδε το μπαμπά του στον ύπνο του. Λέει του : Eίσαι ανήλικο παιδί μου. Τα λίγα λεπτά θα σου πώ που θα τα βρής . Να πάς στο κατώγι αριστερά στο ντουβάρι, βγάλε μια πλάκα κ’ εκεί έχει λεφτά. Το παιδί εξύπνησε και πήγε, αλλά βγάζοντας την πλάκα, επέρασε μια σκιά (φάντασμα) από μπροστά του. Το παιδί φοβήθηκε κ’ εβγήκε έξ κ’ έτρεμε. Το παιδί από τότε ερρώστησε κι απόθανε. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961)

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (10)ΣυλλογέαςΣπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (10)Τόπος καταγραφής
Πέλλα, Έδεσσα (10)
Χρόνος καταγραφής
1961 (10)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.