• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 47

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Έχομε ένα σπίτι στο χωριό. Εγέννησα το πρώτο μου παιδί τριώ μερώ λεχού. Εκεί το λοιπό που κοιμούτανε μες στη κρεββατοκάμαρη είχε θράπα (=κατεβατή στο υπόγειον). Εκεί το λοιπό βλέπω μια χέρα χωρίς κορμί και παίρει το παιδί από δίπλα μου και το ‘βαλε χάμαι. Εγώ χωρίς να μιλήσω, σκύβω, και πιάνω το παιδί όμορφα όμορφα και το βάλω δίπλα μου. Δεν εμίλησα γιατί είχα ακούσει από τη μάννα μου πως όταν μαντατέψης το στοιχειό θα σε βλάψη. Εγώ άμα ‘ξημέρωσένε, είπε δε θα ξανακοιμηθώ σ’ αυτή την κάμαρη. Πήγα το λοιπό κ’ εκοιμήθηκα με το μικρό στη σάλα. Η μαμά μου λέει: Γιατί ‘ρθες εδώ; Πες μου τι τρέχει; Λέω της δεν μπορώ να σου πω, φοβούμαι. Αφού μ’ ανάγκασένε της είπα. Είδα μία χέρα της λέω από τη θράπα και μου πήρε το παιδί δίπλα μου και το ‘βαλε χάμαι. Λέει η μαμά μου: Παλαβή φοβήθηκες; «Είναι το καλό του φούρνου». (Λένε πως όταν υπάρχη φούρνος μες στο σπίτι, υπάρχει στοιχειό). – Εγώ τίποτις. Εκοιμήθηκα στη σάλα την νύχτα που κοιμηθήκαν όλοι θωρώ ένα πάλι χέρι και με τρυπούσενε ‘πα στα κρέατα. – Φώναξα: Μαμά. Μαμά. Σηκώνεται η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου μου ρίχνουν αγιασμό, φέρνουν κόνισμα και χάθην το κακό. [ χωριό= πρόκειται περί της σημερινής Πρωτευούσης της Λέρου] 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Ο Όσιος Χριστόδουλος όταν ήρθε να χτίση το μοναστήρι στην Πάτινο εμάζεψε τους χτίστες και εργάτες από τα νησά. Όταν εγύρισε στην Πάτινο τον ‘ρωτήσανε : Έφερες εργάτες. Λέει : Έφερα καμπόσους. Από τότες έμεινε το επίθετο : Καμποσέλληδες που κατοικούνε τώρα στα Λέβεθα (νησί Λέβεθα). Την ημέρα έχτιζαν, το βράδυ δεν είχαν υλικά, πέτρες, άμμο κι ασβέστη. Του λέγανε : Αύριο δε θα εργαστούμε γιατί δεν έχομε υλικά. - Τως έλεγε. Εσείς να ρθήτε στη δουλειά σας. - Το πωρνό (= πρωΐ) επήαιναν στη δουλειά ντως κ' ευρύσκανε υλικά κ' εχτίζανε. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Από τον ΆϊΣπυρίσωνα, στα Σκοινώντα εβλέπανε τον παλιό καιρό έναν καλόγερο που έστρωνε το ράσο του στη θάλασσα κ' επήαινε αντίκρυ στον Άγιο Γεώργιο στο Λακκί. Και τότες εκτίσανε την Εκκλησία τον Άϊ Σπυρίδωνα. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Παραμονή της πρώτης του Σιτέμπρη το βράδυ ώς άψουν οι λάμπες θα βάλωμε χάμαι το καρπούζι και το ρούδι (=ρόδι) για να 'ρθη το στοιχειό του σπιτιού τη νύχτα να φάη. Και για να 'ναι το σπίτι ολοχρονής του χρόνου γεμάτο ως το ρούδι : To έθιμο γίνεται και τώρα και βάζομε μαζί με το ρούδι και το καρπούζι και γλυκό του κουταλιού. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Στον παλιό καιρό πάνω στο Κάστρο ήσαν τα σπίτια. Στην Παναγιά στο Κάστρο ήτανε ένας καλόγερος που τον ελέγανε Σεραφείμ. Άμα ερχόντανε οι φρεγάδες οι τούρκικες και ανεβαίνανε οι Τούρκοι για να σκαλώσουν στους τοίχους του Κάστρου, τότες ο καλόγερος ήβλεπε την Παναγία που επήγαινε μ' ένα φροκάλι (σκούπα από βούρλα) στο χέρι και το βουτά στη στάχτη και ερράντιζε μ' αυτό εκειά που 'ρχόντανε οι Τούρκοι και τους εστράβωσε με τη στάχτη. Κι ο καλόγερος έλεε στις γυναίκες να κάνου δέησι και να μη βυζαίνου τα παιδιά. Τότες είδε ο Σεραφείμ να έρχονται άλλα καράβια κι από τις φωνές άκουε πως είναι ελληνικά. Κι όπως ήταν. Σε λίγο αυτά τα καράβια έβαλαν φωτιά στες φρεγάδες τες τούρκικες. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Ο Όσιος Χριστόδουλος ήφυεν από την Ανατολή κ' ήρθε στη Κώ κ' έχτισε το ναό της Παναγίας. 'Πειδής 'ρχότανε πολύς κόσμος να τόνε βρή και δεν τον άφηνε ήσυχο, ήφυε κ' ήρθε στη Λέρο στο Λακκί, κ' ήχτισε το ναό του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου. Μετά 'πειδης δεν τον άφηνε ο κόσμος ήφυε κ' επήε στην Πάτινο (= Πάτμο). Η βασίλισσα έμαθε πως ο άγιος Χριστόδουλος ήφυε από τη Λέρο και τότες εχάρισε στον Όσιο Χριστόδουλο τον κάμπο Παρθενώνα. Ο κάμπος αυτός είναι στο Παρθένι κ' είναι ακόμη του Μοναστηριού της Πάτινος. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Μια γυναίκα είχε ένα άρρωστο παιδί κ' ήτονε πολύ χριστιανή. Το παιδί ήτο πολύ άρρωστο και κανένας γιατρός δε μπορούσε να το κάμη καλά. Το τάξανε στην Παναγιά του Κάστρου κ' είπε να γίνη καλά. Παναγιά μου! Να γίνη καλά και να το πετάξω από τα πεντένια ( = το ποιό ψηλό μέρος του τείχους του κάστρου). Πήρε το παιδί της άρρωστο και 'πήε να το πετάξη από τα πεντένια. Μόλις το πέταξε δε φοβήθηκε καθόλου είντα ΄θελε να γίνη το παιδίν της. Σηκώθηκε το παιδί πολύ καλά κ' επήε στη μάννα του. Μια άλλη είχε κ' εκείνη άρρωστο το παιδί της το 'ταξεν κι αυτή αλλά δεν είχε πίστι. Παίρνει μια μέρα το παιδί της κ' ένα ποτήρι γυάλινο. Μόλις 'πήε πάνω στα πεντένια, πέταξε το ποτήρι να ιδή. Άν δεν σπούσε το ποτήρι δεν θα πάθαινε το παιδί της τίποτε. Το ποτήρι δεν έσπασε. Μετά έπιασε κ' επέταξε το παιδί της. Δε βρέθηκε τίποτε από το παιδί. Σκοτώθηκε! Ο Θεός της έκανε αυτό γιατί δεν είχε πίστι. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Ο Άης Φίλιππας επειδή ήτο αποκριά και δεν είχανε κρέας στο χωριό του, ήσφαξεν το βόδι ντου και το μοίρασε στους φτωχούς επειδή 'ταν αποκριά του Σαρανταμέρου. Τη νύχτα πήγε να ταΐση το άλλο βόδι και το 'βρε κι αυτό δηλ. Το σφαμένο, στη μαντζαρούδα (= πάχνη) του κ' έτρωε. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Οι Αράπηδες φυλάνε βίος (θησαυρό) στη γή μέσα. Πολλές φορές παρουσιάζονται και φωνάζουνε σε άνθρωπο να πάη να τως δείξη το θησαυρό αλλά φοβούνται και δεν πάνε 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
Thumbnail

Οι πρώτοι κάτοικοι της Λέρος εκατοικούσανε στο Παρθένι, στου Σκουρνού, στου Σμαλού. Μετά εφύγανε από ‘κει κ’ επήανε στο Λενικό, κι’ ο τόπος αυτός πήρε απ’ αυτούς το όνομα Λενικό. Μετά εφύανε κ’ επήανε κ’ εκτίσανε το παλιόκαστρο στον Ξερόκαμπο. Από κει όταν ήρθανε οι Βενετσάνοι εχτίσανε το κάστρο στο χωριό. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 5
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (47)
Συλλογέας
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (47)
Τόπος καταγραφής
Λέρος (47)
Χρόνος καταγραφής1958 (47)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.