• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 260

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Η παράδοση αναφέρει πως ένας αγράμματο Κωθωνιάτης, σπουδαίος τεχνίτης για νερόμυλους, σοφίστηκε να πετάξει. Σκότωσε ένα αιτό, πήρε τα φτερά του, μάζεψε και άλλα από κόττες και χηνάρια και δένοντάς τα με ψιλό άσπρο σύρμα, κατασκεύασε τις φτερούγες, που έδεσε στα χέρια και πόδια του. Δεν ξέχασε να βάλει και ουρά! Έτσι φτερωμένος ένα φεγγαρόλουστο βράδυ, για να μην τον ιδούν οι χωριανοί, ανέβηκε σε βράχο και προσπάθησε να πετάξει. Οι φτερούγες όμως σπάσανε και ο Κωθωνιάτης βρόντησε κάτω και σκοτώθηκε. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Κάπου εκεί στον Άσπρο είταν μια βρύση, που μιλούσε, λέγοντας ότι το νερό της το πίνουν τα λάφια και ψοφούν, οι λύκοι και λυσσούνε, το πίνει και η Νεράϊδα και οι τρίχες οι ξανθές της ασπρίζουν. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

«Στην Κιάτρα Μπρουάστα υπάρχει πηγάδι, στη ρίζα αστραποκαμένης ιτιάς, με κατάψυχρο νερό, που αν πιεί κανείς το πίνει για τελευταία φορά, διότι πεθαίνει. Στο πηγάδι αυτό κοιμάται μια Νεράϊδα που έφαγε πολλούς νειούς και πολλές νειές και μονάχα της χήρας το γιο δεν μπόρεσε να φάει. Η Νεράϊδα, για να πετύχει το σκοπό της, ντύνεται γυναίκα, παίρνει τη φωνή και το περπάτημα γυναίκας και πάει στην εκκλησία. Προσεύχεται κατανυχτικά και ζητεί απ’ τον παππά αντίδωρο. Έπειτα καθισμένη στην πόρτα της εκκλησιάς με λυμένα τα χρυσά μαλλιά της, κλαίει και χύνει ποτάμια δάκρυα. Ο γιος της χήρας την βλέπει και αισθάνεται δυνατή συγκίνηση. Την πλησιάζει και τη ρωτάει γιατί υποφέρει. Αυτή του λέει ότι στην ιτιά είναι πηγάδι με νερό αλλά να μην πας εκεί, γιατί όταν εγώ δίψασα και θέλησα να πιω νερό, έσκυψα και έχασα το δαχτυλίδι που ήταν λαμπρό δώρο της μάννας μου. Τότε ο νειός της λέει να πλέξει τα μαλλιά της και να τον ακολουθήσει στο πηγάδι, στο οποίο θα κατέβαινε με σχοινί πολλών οργιών για να βγάλει το δαχτυλίδι της και ύστερα να την παντρευτεί. Πήγαν στο πηγάδι και ο νειός μπαίνει μέσα, ενώ η Νεράϊδα κρατούσε το σχοινί. Γελώντας του λέει: Είναι η τελευταία σου στιγμή. Κι όταν ο νειός έφτασε στον πάτο του πηγαδιού βρίσκει ένα σωρό οχιές και το δαχτυλίδι. Φωνάζει και ζητεί απ’ την Νεράϊδα να τον σύρει, αλλά με απορία ακούει να του λέει: Αρκετά έζησες και αρκετά αγαπήθηκες παιδί της χήρας. [Μπρουάστα= Κουτσοβλ. ορθή πέτρα (μεταξύ Βεντίστας – Κρανιάς)] 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Μια γυναίκα του χωριού, ξεκίνησε πριν φέξει, να πάει στο μύλο, ν’ αλέσει το αραποσίτι της. Όταν έφτασε στ’ αλώνι αντίκρυσε πολύ ντουνιά, άντρες, γυναίκες και παιδιά να παίζουν βιολιά να χτυπούν νταούλια, να τραγουδούν και να χορεύουν. Όλοι είταν ξεζάρκωτοι. Η γυναίκα φοβισμένη δεν είξερε τι να κάνει. Να γυρίσει πίσω ή να προχωρήσει στο μύλο. – Σκέφτηκε και βρήκε πως πρέπει να πάει κι αυτή στ’ αλώνι, να χορέψει. Γδύθηκε και πήγε στ’ αλώνι, όπου άρχισε να χορεύει. Και μόλις λάλησε ο κόκορας και φύγανε τα ξωτικά, ντύθηκε και πήγε στο μύλο. [Ντουνιά= Τουρκική λέξη – ο κόσμος, ξεζάρκωτοι= Γδυτοί] 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Στα Σαρακατσάνικα Βλαχοκόνανα, ψηλά σε ράχη, στο Αιβάν, βρέθηκε πεθαμένη η γριά η Γιωργορούσαινα. Είχε τρείς μέρες χαμένη. Κι όταν την βρήκανε, είτανε μαύρη κάρβουνο και της λείπανε και τα μάτια. Λένε ότι την πατήσανε και την κατουρήσανε βρυκολάκια και τα κοράκια της βγάλανε τα μάτια. Βρυκολακιασμένη απο τότες σκούζει σαν γεράκι και χουιάζει λέγοντας Αααα-Οοοο-ου ου ου... 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Τ’ άλογα του Αρχιτσέλιγκα γέρω – Σούκια από το Βετερνίκο, αποκλείστηκαν στη θέση «Τσαρδάκι Βαρδαριού» ένα μέρος κλειστό και πολύ απότομο. Το χιόνι που είχε πέσει περνούσε το ένα μέτρο και τα ζώα είταν αδύνατο να φύγουν. Αν έμειναν εκεί θα ψοφούσαν. Ο Σούκιας πήρε ανθρώπους και έτρεξε στο μέρος για να βγάλει τ’ άλογά του. Όταν έφτασε εκεί τόσο αυτός όσο και οι άλλοι σύντροφοί του, αντίκρυσαν μια γυναίκα να μαζεύει τ΄άλογα διώχνοντάς τα προς ένα ξέχιονο ίσιωμα. Όταν πλησίασαν, παρατήρησαν ότι η γυναίκα αυτή είταν ξυπόλητη, και πάνω στο χιόνι είδαν και τα αχνάρια της περπατησιάς της. Ο τσέλιγκας ενθουσιασμένος πήρε τ’ άλογά του. Ύστερ’ από λίγες μέρες έβαλε στο μέρος εκείνο ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια για να τα πάρει και τα φορέσει η ξυπόλητη γυναίκα. Η γυναίκα πήρε τα παπούτσια, αλλά τ’ άλογα και η άλλη περιουσία του Σούκια χάθηκαν. Λένε ότι ο Σούκιας με το να δώσει τα παπούτσια στη ξυπόλητη γυναίκα, έδιωξε την τύχη του. Ξεποδύθηκε αυτός και υπόδεσε τη γυναίκα, που δεν είχε ανάγκη παπουτσιών. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Ψηλά, γιγάντια, στέκουν αντίκρυ τα δυό βουνά του Βετερνίκου, η Μαρόσα και η Νεράϊδα. Είταν κάποτε στο χωριό δυο πλούσια κορίτσια. Τόνα το λέγανε Μαρία και τ’ άλλο Νεραϊδούλα. Κλέφτες πατήσανε το χωριό, γυρεύοντας να πάρουν αιχμάλωτες τις δυο κοπέλλες. Μα κείνες πετύχανε και ξεφύγανε. Η μια ανέβηκε στη κορφή του αντικρυνού βουνού και η άλλη στην κορφή τ’ άλνου βουνού. Όταν οι κλέφτες φύγανε, τα κορίτσια δεν γυρίσανε στο χωριό. Είχαν χαθεί. Οι γέροι και οι γριές του χωριού λέγανε πως πολλές φορές, τις φεγγαρόλουστες βραδυές, βλέπανε τις σκιές τους και τις σκοτεινές νύχτες ακούγανε τις παραπονιάρικες φωνές τους. Έκτοτες τα βουνά, τα ονόματά τους. 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Μες στο πυκνό δάσος, υπήρχε άλλοτες, μια μεγάλη αγριογκορτζιά. Οι χωριάτες παρατηρήσανε, ότι ενώ το βράδυ υπήρχαν γινομένα γκόρτζα, το πρωΐ που πηγαίνανε να τα μαζέψουν δεν τα βρίσκανε. Αποφασίσαν λοιπόν, να βάλουν ένα Παχτουριώτη να φυλάξει. Τη νύχτα ο φύλακας ανεβασμένος στην γκορτζιά, είδε μια αρκούδα νάρχεται, να κουνάει τη γκορτζιά και να τρώει τα γκόρτζα που πέφτανε. Σε λίγο ο φύλακας είδε και μια αγριογουρούνα να πλησιάζει και να τρώει γκόρτζα. Σκέφτηκε και βρήκε πως έπρεπε να πυροβολήσει τη γουρούνα. Έτσι και έκανε. Η γουρούνα τραυματισμένη βαρειά, νόμισε πως το κακό της γίνηκε από την πλαγιανή αρκούδα. Ρίχνεται πάνω της και με τα δόντια της, ξεσχίζει την κοιλιά της αρκούδας. Έτσι το μέρος νοματίσθηκε «Γουρνάρα». 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Σε απόκρημνο στεφάνι, στο Βαλκάν,ανοίγεται η σπηλιά Σουκόπα, γεμάτη από φωλιές αγριοπεριστεριών. Στα παλιά χρόνια, ο Σουκόπας περνώντας στο Βαλκάν, αντίκρυσε τη σπηλιά και σοφίστηκε ν’ανεβεί πάνω να μάσει τα πιτσούνια. Αφού ετοίμασε τα σύνεργά του, τριχές γάντζους και σιδεροκάρφια, πήγε στο στεφάνι και κατώσθωσε ν’ανεβεί στη σπηλιά. Μάζεψε πολλά πιτσούνια, βάζοντάς τα στο δισάκι, κι άλλα πετούσε κάτω, στους Βαλκανιώτες. Κάποια όμως στιγμή ξεγλύστρησε απ’τα χέρια του η τριχιά με το γάντζο και ο Σουκόπας έμεινε εκεί και πέθανε. Έκτοτες η σπηλιά στοίχειωσε κι’ο στοιχειωμένος Σουκόπας φυλάει τ’αγριοπερίστερα. (Σημείωση : Σουκόπα= έτσι νοματίζπυν και κάθε βαθειά τρύπα ή σπηλιά.) 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
Thumbnail

Στο πανηγύρι της γιορτής της Αγίας Παρασκευής, κάθε χρόνο κατέβαινε απ’το βουνό ένας δράκος κι’ έτρωγε μια γυναίκα. Αφού έφαγε τρείς γυναίκες, οι χωριανοί αποφασίσαν την χρονιά που ερχόταν να μη κάμουν πανηγύρι. Την παραμονή της γιορτής, μια απλοντυμένη ξένη γυναίκα παρουσιάστηκε σ’ένα παιδί και του είπε να εξακολουθήσει να γίνεται το πανηγύρι και δεν θα πάθουν τίποτα,αφού θάναι κι’αυτή εκεί. Οι κάτοικοι είχαν φόβο αλλ’ή γυναίκα παρουσιάστηκε άλλες δύο φορές και τους διαβεβαίωσε πως δεν θα πάθουν τίποτε. Έτσι αποφάσισαν να κάνουν το πανηγύρι. Το χορό τον έσερνε η γυναίκα αυτή. Τότε έρχεται και ο δράκος και πιάνει τη γυναίκα. Την σφίγγει αλλ’εκείνη τον σφίγγει πιο δυνατά. Ο δράκος νοιώθει την ανώτερη δύναμη και ανήμπορος αποχωρεί , ενώ η γυναίκα του ρίχνει μια μεγάλη πέτρα που δεν τον χτυπά. Η γυναίκα παίρνει τρία χαλίκια και τα πετάει προς το θεριό λέγοντας ‘’γρήγορα να χτυπήσετε και να ξεσχίσητε το δράκο.’’Τα χαλίκια γίνανε θεριά, που κυνηγήσανε το δράκο. Ο δράκος φεύγοντας, ανέβηκε στο βουνό Παχτουρνιάτσα. Βλέποντας τον κίντυνο τρύπωσε σε μια μεγάλη τρύπα. Το ένα χαλίκι θεριί, μπήκε κι’αυτό στην τρύπα,ενώ τα’άλλα δυό τρέξαν κάτω στο ποτάμι όπου κατέβαινε το βουνό. Ο δράκος τρύπησε το βουνό,και βγήκε κάτω στον Άσπρο, κοντά στην παλικάμαρα. Μόλις βγήκε εκεί τον κυνηγήσανε τα άλλα δυό χαλίκια θεριά. Πάει να φύγει, γραπατσώνοντας τον απόκρημνο βράχο, Δεν μπορεί να φύγει. Τον καταφτάνουν τα τρία θεριά και τον κατασπαράζουν. Λένε ότι η γυναίκα αυτή είταν η Αγία Παρασκευή. (Σημείωση :Στον απόκρημνο βράχο,φαίνουνται αποτυπωμένα τα αίματα και οι γρατσουνιές του δράκου,καθώς και η μεγάλη πέτρα (κοτρώνι)που του πρωτούριξε η Αγία. Η μεγάλη τρύπα που άνοιξε ο δράκος διασχίζοντας το βουνό Παχτουρνιάτσα, πήρε τα’όνομα Πάν’Δρακότρυπα και Κάτ’Δρακότρυπα.) 

Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (1948)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 26
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (244)Παροιμίες (16)ΣυλλογέαςΧατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ. (244)Μαλαβάκη, Ελένη (10)Παπαγεωργίου, Μαρία Α. (4)Σταματούλης, Ι. Π (1)Σταματούλης, Ι. Π. (1)Τόπος καταγραφής
Τρίκαλα (260)
Χρόνος καταγραφής1950 - 1954 (14)1940 - 1949 (244)1919 - 1919 (2)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.