• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 70

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ο παππούς ο Χριστόδουλος Κόχιλας και ο Γιάννης Παροίκος είπε του Χριστόδουλου να του βρη μιαν αίγα να την κάμη απόχτρι (=παστουρμάς). Πάει ο Χριστόδουλος και βρίσκει μιαν αίγα και την λαλεί και την πάει στου Λιάρη του Ζαχαριά το σπιτάκι και την κλείνει και χτίζει την πόρτα. Μιλά του Παροίκου να ‘ρθη να πάρη την αίγα. Πάη ο Παροίκος και ήυρε τον Χριστόδουλο και πάνε να του δώκη την αίγα. Όταν πήγανε στο σπιτάκι, άνοιξε την πόρτα ο Κόχιλας και μπαίνει ο Παροίκος να πιάση την αίγα. Την κυνηγούσε μέσα στο σπιτάκι, αλλά δεν μπορούσε να την πιάση. Στα πολλά που την στενοχώρησε την αίγα επετάχτηκε αυτή από τον ανεφάντη (=φωταγωγός) που η τρύπα ήταν τόση που μόνο γάτης μπορούσε να περάση. Άκουσε τα κέρατα που χτυπούσαν στην τρύπα όπως έβγαινε. Η αίγα στάθηκε απόξω. Ο Χριστόδουλος ο Κόχιλας βάλλει το σκυλάκι του να την πιάση, αλλά η αίγα πως το κουτούλησε και το σκυλάκι παίρνει τις κουτρουβάλες και πέφτει στα πόδια του Κόχιλα. Βγαίνει κι ο Πάροικος όξω και επέτα (=έτρεχε) και την κυνηγούσε. Εδώ να την πιάση εκεί να την πιάση. Το μέρος ήτανε ταπί (= κομμένο δάσος, αποψιλωμένο). Καθίζει ένα παλούκι στου Παροίκου το πλατύποδο (=πέλμα) και κάμνει έξε μήνες στο στρώμα. Αυτοί οι δύο δεν είπαν τίποτα. Σύμπτωσι ν’ αρρωστήση μια γυναίκα από αερικού (= δαιμονικά όντα). Αυτή μπορούσε να σου πη τι έπαθες και τι θα πάθης. Εφώναξαν τον παπά και της εδιάβασε τα ξορκίσματα. Προτού φτάση ο παπάς λέει αυτή. «Έρχεται ο παπατρήγος». Η γυναίκα αυτή όταν εμπήκε μέσα ο παπάς του λέει: «Είντα θέλεις εδώ, να σε κάμω και σένα όπως έκαμα τον Παροίκο.» Και είντα του ‘καμες του Παροίκου της λέει ο παπάς. Λέει: «Εκλεισέ με ο Κόχιλας μεσ’ στου Λιάρη το σπιτάκι να με δώκη του Παροίκου να με κάμη απόχτι, αλλά εκατσά του κ’ εγώ ένα παλούκι και τον έχω και κείτεται ακόμη στο στρώμα. Ήθελα τον Κόχιλα, αλλά εγλύτωσε κ’ εβόλεψα τον Παροίκο.» Α πως (=άμα) εδιάβασε της γυναίκας ο παπάς επήε κ ηύρε τον Παροίκο που κοίτω (έκειτο) και τον ρώτησε τι έπαθε. Λέει του. Μου κατσε ένα ξύλο στο πόδι και πονεί το πόδι μου.» Λέει του ο παπάς. «Μ’ αλήθεια πως εκυνήγας μιαν αίγαν και σου ‘κατσε το ξύλο;» Λέει «και ποιος σου το ‘πε παπά;» Λέει αυτός: «Μου το ‘πε ο Κόχιλας». Α να τον πάρη ο διάβολος, δεν είπαμε να μην το πούμε; Τότες του λέει ο παπάς ότι μου το ‘πε η άρρωστη γυναίκα από κεια που κείται. Τότες δα εφοβήθη ο Παροίκος κ’ εκατάλαβε ότι ήτονε ξωτικό (=διάβολος). 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)
Thumbnail

Αυτά είναι γνωστά από τους χρόνους του Σολομώντος θεωρούνται τα πονηρά πνεύματα ή και τα αγαθοποιά δαιμόνια. Είναι ψυχές ανθρώπων που ελεύθερες από τα φθαρτά σώματα γίνονται υπερφυσικά όντα και παραμένουσι εις τον τόπον, οικίαν ή χωρίον ως προστάται και φύλακες. Εις τα ρυάκια, βράχους, δένδρα σπίτια (στοιχειωμένα) και άλλαχου. Όλα τα πυκνά φύλλα και δασωμένα δένδρα τα θεωρούσαν στοιχειωμένα (συκές, Πλατάνες, καρυδιές). Φαίνονται και κοντά στις εκκλησιές και στα ρέματα σαν δαμάλι ή γατάκι. Κυρίως όμως στο κατοικημένο σπίτι. Το στοιχειό ή το καλό του σπιτιού. Τα στοιχειά διαφέρουσι από τα φαντάσματα πούναι ψυχές φονευθέντων ή κολασμένων και συχνά ζουν εκεί που ζήσανε για να ενοχλούν τους ανθρώπους. Μπορεί κανείς να στοιχειώση αν πιή το αθάνατο νερό ή να φάη απ’το μαγικό βοτάνι. 

Σπανός, Χαράλαμπος Ν. (1955)
Thumbnail

Οι βουρβουλάκοι και τα φαντάσματα είναι άτομα που ζούνε και μετά τον θάνατον για να μεταδώσουν ή εκπληρώσουν ωρισμένας επιθυμίας ή παραγγελίας είς τους επιζώντας. Να επισκεφθούν πρόσωπα ή τόπους με τα οποία τους συνδέουν ωρισμένα γεγονότα. Εξ’αυτού φαίνεται ότι προήλθεν η παράδοσις ότι, μετά τον θάνατον η ψυχή, σε ωρισμένον χρονικόν δίαστημα 40 ημερών επισκέπτεται με τον άγγελον τους, όλα τα μέρη πούχει ματαβή με το γήινο της σώμα. Τοιαύτα φαντάσματα βλέπουν συνήθως όσοι έχουν ανεπτυγμένην την αιθερικήν όραση και όσοι πάσχουν από νευρική υπερδιέγερση ή από φόβο και ταραχή. Εις όλη την Ελλάδα ήσαν διαδεδομένες οι πρωτόγονες αυτές ιδέες περί φαντασμάτων και βουρβουλάκων και ξεχωριστά στο μικρό μας νησί. Εις τούτο φαίνεται ότι συνετέλεσε και η φύση του εδάφους του. Ψηλά βουνά, δάση, ρεματιές, λαγκάδια και βουνά, πλαγιές, απότομοι βράχοι και φαράγγια. Όλα αυτά εφαντάζοντο ότι ήσαν γεμάτα από τα πονηρά πνεύματα. Επιστεύετο μέχρι τέλους σχεδόν του περασμένου αιώνος ότι οι βρυκόλακες αυτοί (άνθρωποι αμαρτωλοί ή καταραμένοι από Παπά να μη λυώσουν)ξαναζωντανευαν μετά τον θάνατον. Εξήρχοντο τη νύκτα από τους τάφους και έβλαπταν διαφοροτρόπως τους ανθρώπους και ιδίως τις λοχώνες και τα παιδιά. Εάν μάλιστα συνέβαινε ν’αρρωστήση κανείς μετά τον θάνατον άλλου, επιστεύετο ότι η βυρνουλάκιασεν ο πεθαμένος και ζητεί να πνίξη τον άρρωστο. Τόσον δε ήτο διαδεδομένη αυτή η ιδέα που πολλάκις αυτοί οι ασθεβείς αυθυποβάλλοντο και έλεγαν ότι είδαν τον πεθαμένον που πήγανε να τους πνίξη. Αμέσως λοιπόν ειδικοί άνθρωποι ετίθεντο εις ενέργειαν. Πήγαιναν την νύκτα, ανοίγαν τον τάφον έβγαλαν έξω το πτώμα, το κομμάτιζαν με τα τσικούρια του χώνανε γκάζι και κατόπιν φωτιά. Η άνοιγαν οπή με λοστό στο τάφο έχυναν γκάζι και έβαζαν φωτιά. Ενάντια σ’αυτή τη τυμβορρυχία ειργάζθη πολύ ο Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας Γαβριήλ. Λέγεται μάλιστα ότι ερράπισε κάποτε στο Πετροπούλι τον Κ. Ν. Τσελεκατον ειδικόν εις τοιαύτην εργασίαν τόσον που τούπεσε το φέσι του. Του φώναξε να γυρίση να το πάρη. Επειδή όμως κατάλαβε ότι θα ‘τρωγε κι άλλους πάτσους του απήντησε. ‘’Χάρισμα σου Δεσποτά μου! Χάρισμά σου’’. Φαίνεται ότι η χειροδικία αυτή του αειμνήστου Γαβριήλ είχε καλύτερα αποτελέσματα από τους αφορισμούς του διότι δεν επανελήφθη έκτοτε αυτή η πρόληψις. Την τοιαύτην δυσειδαιμονίαν του λαού εξεμεταλεύθησαν πολλοί πονηροί Ικάριοι. Διέδιδον τεχνικά ότι σε ωρισμένες τοποθεσίες και ώρες φαίνονται φαντάσματα για να μη κυκλοφορούν οι άνθρωποι και κάνουν αυτοί ανενόχλητα την δουλειά τους. Φοβερός τέτοιος διαδοσίας ήτο στην Δάφνη ο Ζαχαρινός Στάμουλος. Αυτός έβαζε μ’ένα κόφινα μέχρι τη μέση και κατόπιν έβαζε μια φουστακιά ως τα πόδια. Μετά πήγαινε στους κήπους πούτανε στη βρύση ή στου Κασαράντη το νερό, έβγαλε άγριες φωνές και ενώ οι Δαφνιώτες εκλείοντο εις τα σπίτια τους και αυτός δε άφηνε φασόλι, κολοκύθι, κέχρο, μελιτζάνα μπάμια και πιπεριά. Την άλλη μέρα οι γυναίκες όταν πήγαιναν στον κήπο, φωνές βλαστήμιες, θυμιάσματα και ξορκίσματα στο σπίτι. Κάποια όμως βραδιά παρευρέθηκε εκεί ένας δάσκαλος ο λεγόμενος κουρελιάρης. Όταν νύκτωσε ο Ζαχαρινός άρχισε τα ίδια. Τότε ο δάσκαλος ενεθάρρυνε τους χωρικούς πήρε δυο μαζί του και πιάσανε το φάντασμα. Το τι έγινε όταν βγάλανε τον κόφινα, και την φουστακιά και είδανε τον Ζαχαρινό δεν λέγεται. Λένε ότι έφαγε παρα μια τεσσαράκοντα. Και αφού τον γυρίσανε σ’όλα τα χωριά της Μεσαριάς με τον Κόφινα και την φουστακιά, έπαυσεν έκτοτε αυτή η πρόληψη του φαντάσματος της Δάφνης και όλης της Νικαριάς. 

Σπανός, Χαράλαμπος Ν. (1955)
Thumbnail

Γι' αυτήν πίστευαν οτι είναι η ζωνή της Παναγίας και οτι φαίνεται για παρηγοριά οτι θα παύση η βροχή και δεν θα γίνη ξανά κατακλυσμός. Τα παιδιά όταν την βλέπουν λένε, “Άϊ κερασολένη ο άντρας σου πεθαίνει και τα παιδιά σου κλαίνε και σ' είσαι στολισμένη; 

Σπανός, Χαράλαμπος Ν. (1955)
Thumbnail

Η Αγία Ειρήνη του Κάμπου παρουσιάσθη εις τον Ν. Χ. Γ. Σπανόν και τουπε να σάση το σπίτι της όπως έσασε και το δικό του άλλως θα κάμη και το δικό του σαν το δικό της πούταν σταύλος ζώων. Πράγματι ο ειρημένος μετ' άλλων χωρικών και κατόπιν εγένετο εις αυτήν λειτουργός του Ύψιστου. 

Σπανός, Χαράλαμπος Ν. (1955)
Thumbnail

Πριν από εκατό χρόνια ήρθαν κλέφτες να ληστέψουν το μοναστήρι της Αγίας Λεσβίας. Είχε έναν ηγούμενον πολύ άγριο, τον λέγανε Γάρδια. Αυτός τους έπιασε αυτούς, τους επότισε τη νύχτα κρασί και τους μέθυσε κ’ ύστερα έβαλε τους καλογέρους και αυτός και τους εσκότωσε. Ένας τους ξέφυγε, αλλά τον πιάσανε στο δάσος και τον σκοτώσανε 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)
Thumbnail

Κάποτε ένας έσπερνε τ' Άη Σπυριδώνου κ' επέσασε ένας και του λέει “Σήμερα σπέρνεις που 'ναι τ' “Άη Σπυριδώνου”. Λέει και αυτός “Κ' εγώ σφυρίζω” και τότε σκίζεται η γή και πάει κάτω αυτός με τα ζώα του. Κάθε χρόνο τ' Άη Σπυριδώνου στο μέρος που κατάπιε τα βόδιθα ηκούασι τη σφυριματιά. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)
Thumbnail

(Εκκλησία της Παναγίτσας = Ευρίσκεται δίπλα στον δρόμο μεταξύ του συνοικισμού. “Χριστός” και του Άγιου Δημητρίου”). Λένε πως εκεί το μέρος είχε κάποιος για σπιτόσπιτο και έσκαφτε να χτίση σπίτι. Εκεί που 'σκαφτε ευρήκε κόκκαλα ανθρώπον που μυρίζανε. Τα έβαλε στο φυλάκι (σακκί από δέρμα κατσικιού) να τα πάη στην εκκλησία. Στο δρόμο του πάντησε κάποιος άλλος ανθρώπος και του λέει : “Τι είναι που τα σηκώνεις στο φυλάκι και μυρίζουν τόσο ωραία”. Κάτι κόκκαλα, λέει, τα ηύρα κεί που σκαβα”. Το βράδυ βλέπει στον ύπνο του, είδε την Παναγία και του είπε να πάη να χτίση εκκλησία στο μέρος που βρέ τα κόκκαλα. Και την άλλη μέρα έβαλε εργάτες και έχτισε την εκκλησία. 

Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)
Thumbnail

Καλομοίρες είναι οι αρχαίες νηρηίδες οι σημερινές νεράιδες που περιλαμβάνουν τώρα όλα τα γένη των νυμφών. Είναι δυο ειδών. Καλές και κακές. Όπως είναι ωραιότατες και πολύ άσχημες (στρίγγκλες). Η ανθρώπινη φαντασία τις βλέπει ψηλές και λυγνές. Φορούνε συνήθως άσπρα και χτενίζονται με μαλαματένιο χτένι. Ζούνε στα απόμερα ρέματα στις βρύσες στις σπηλιές και στους ποταμούς. Πάντα με γλέντια και χαρές ή με κλάματα και στριγγλίσματα όπως πιστεύουν οι Μυκονιάτες. Αγαπούνε το τραγούδι και το χορό. Γιαυτό πολλοί λένε ότι τις βλέπουν να χορεύουν και να τραγουδούν. Φαίνονται τα μεσάνυχτα και το μεσημέρι του καλοκαιριού μες το θάρφος (πολύ ζέστη). Με το όνομα αυτό (Καλομοίρα) ονομάζει η εύπλαστη ανρθώπινη φαντασία κάθε τι που θα δή την νύκτα. Πολλοί λένε ότι είδον καλομοίρες. Άλλος λαμπέλλο δαμάλι, άλλος γουρούνα,σκύλλο,γάτι,και άλλος γυναίκες. Ο Λεωνίδας Ραντάς από το Φραντάτο έλεγε ότι κάποτε που γύριζε από το πανηγύρι της Δέσποινας των Κοσεικιών τον πιάσανε στη Στάθοσσα και τους έπαιζε όλη νύκτα. Ο Π. Ιωάννης Ν. Κούσκος έλεγε στον υποφαινόμενο ότι είδε τρείς καλομοίρες στην Αγία Ματρώνα κοντά στων Μουρσελλάδων στο Μάραθον. Έκαμε το σταυρό του τις εξώρκισε και τις κυνήγησε προς το δάσος της Αγιάς που το θρακιάζανε με το δρόμο που κάνανε. Ο Γεώργιος Ι. Κούσκος έλεγε στην κόρη του την Αγγερού Δ. Βατούγιου ‘’θα πεθάνω κόρη μου μ’έφαγεν η γουρούνα που πάλευα όλη νύκτα στου Χαλκιά τον ποταμόν προχθές που γύριζα την νύκτα από τις Ράχες.’’ Ο Π Κων/τίνος Χ. Γ Σπανός έλεγεν ότι κάποτε ξεκίνησε από το Μάραθο για του Μουντέ να πά να λειτουργήση. Στου Χαλκιά τον ποταμό του παρουσιάσθηκε ένας αράπης με ολοκόκκινα γουρλωτά μάτια και δεν τον άφηνε να περάση. Μετά το πιστεύω και τον εξορκισμό τράβηξε προς το δάσος του Κεραμωτού που χαλούσεν ο Κόσμος από τον βροχισμό πούκανε. Η Μαρία Πλ. Πλάκκα έλεγεν ότι έπλυνεν κάποτε στο ρέλια των Γιακάτων, και ότι πήγαιναν οι Καλομοίρες και της χαλούσαν τη φωτιά. Κατόπιν της αναποδογύρισαν τον Κόφινα μα τα ρούχα κι έφυγαν. Ο Δημήτριος Ζ. Σπέης έλεγεν ότι κάποτε ο Μιχ. Σπ. Ρόζος και ο Μηχαήλ Τρουμπάς γυρίζανε πολύ νύκτα από το πανηγύρι της Μεσαριάς. Στο καρυδάκι είδανε τις γυναίκες τους να πλύνουνε. Πήγανε κοντά να τις μαλλώσουν κι άξαφνα βρεθήκανε μέσ’το φύτευμα χωμένοι στην Άμμο. (Φαντασθήτε μεθλυσι πούχανε οι μεγάλοι εκείνοι κρασοπατέρες). Το πρωί όταν πήγανε σπίτι λέγανε στις γυναίκες τους τα συμβάντα και σταυροκοπιούντανε πως γλυτώσανε από τις καλομοίρες. 

Σπανός, Χαράλαμπος Ν. (1955)
Thumbnail

Η Σταματίνα Καλογερή ή γραία Καλούπενα έλεγε: ότι μια Περαμαρίτισσα πήγαινε πολύ αργά στη Μεσαριά. Στον Κακαρόκαμπο πούταν του Σαρ. Καρναβά το περιβόλι ήκουσε φασαρίες και παιγνίδια ν’ ανεβαίνουν από της σπίθας το ανύφορο. Κατάλαβε πως ήταν Καλομοίρες. Αμέσως πήγε πάνω, πάνω στο τοίχο και κάθησε. Έβαλε γύρω της τα ψωμιά που σήκωνε χαράσσοντας απάνω σε κάθε ένα το σημείον του σταυρού. Σε λίγο να και μπροβάλλουν οι Καλομοίρες. Την επλησίαζαν αλλά μόλις έβλεπαν τα ψωμιά με τους σταυρούς έφευγαν. Τελευταία την επλησίασε και μια Κοτσή μα κ’ εκείνη όταν είδε τα ψωμιά γύρισε πίσω και της είπεν: Έχεις τύχη πούχομε γάμο και δεν έχομε καιρό αλλοιώς θα σε διωρθώναμε.» Και τώρα ακόμα όταν πρόκειται να πάη κανείς μακριά σε στρατιά του δίδουν ένα κομμάτι ψωμί για συντροφιά. Άλλοι τις εφαντάζοντο πως έκλεπταν τα οικιακά σκεύη και τα μικρά παιδιά. Πολλές φορές λένε στα παιδιά σαν αργήσουν να γυρίσουν από δουλιά που τα στέλλουν οι μητέρες τους «Πως άργησες έτσι; Οι καλομοίρες σε πήρανε;» Ακόμη και σαν μαλλώνουν οι μητέρες τα παιδιά τους λένε για να μην κλαίνε. «Σώπα γιατί θάρθουν να σε πάρουν οι καλομοίρες. Άλλοι ρίχνανε πέτρες κι άλλοι άμμο. 

Σπανός, Χαράλαμπος Ν. (1955)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 7
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (38)Παραδόσεις (32)ΣυλλογέαςΣπανός, Χαράλαμπος Ν. (47)Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (17)Λουκόπουλος, Δημήτριος (3)Πουλάκης, Δ. (1)Σπανός, Χαραλ. (1)Σπυριδάκης, Γεωργ. (1)Τόπος καταγραφής
Ικαρία (70)
Χρόνος καταγραφής1960 - 1962 (18)1950 - 1959 (48)1924 - 1929 (4)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.